Οι κεντρικές τράπεζες στην Ευρώπη δεν βιάζονται να ακολουθήσουν τη στροφή της αμερικανικής Fed προς χαμηλότερα επιτόκια, παρά το γεγονός ότι οι αγορές επιμένουν ότι θα αναγκαστούν να υιοθετήσουν χαλαρότερη νομισματική πολιτική σύντομα.
Μετά το σήμα του επικεφαλής της Fed Jerome Powell την Τετάρτη ότι η προσοχή της Fed στρέφεται στη μείωση του κόστους δανεισμού, η στάση των συναδέλφων του στη Φρανκφούρτη και στο Λονδίνο είναι ότι η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη.
Πιο απλά, ότι και να ποντάρουν οι αγορές, η νομισματική χαλάρωση δεν είναι στο τραπέζι προς το παρόν. Όπως το έθεσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Christine Lagarde, «δεν πρέπει να χαλαρώσουμε την επιφυλακή μας», ενώ σύμφωνα με τον επικεφαλής της Τράπεζας της Αγγλίας Andrew Bailey, «έχουμε ακόμη δρόμο στη μάχη ενάντια του πληθωρισμού».
Ιδιαίτερα η Τράπεζα της Αγγλίας έδειξε όρεξη να συνεχίσει τη σφιχτή νομισματική πολιτική καθώς τρία από τα εννέα μέλη του συμβουλίου της τάχθηκαν υπέρ νέας αύξησης επιτοκίων. Στο Όσλο της Νορβηγίας η κεντρική τράπεζα πήγε ενάντια στο ρεύμα και αποφάσισε αύξηση.
Το σκηνικό στο τέλος της φετινής χρονιάς δείχνει να έχει παγιώσει το τέλος της πολιτικής σύσφιξης στην Ευρώπη, αλλά με τους αξιωματούχους να προτιμούν να αφήσουν την αμερικανική τράπεζα να ηγηθεί του κύκλου επιτοκιακών μειώσεων, όπως συνέβη και με τον κύκλο αυξήσεων όπου η Fed έτρεξε πρώτη το 2021.
Με τους επενδυτές να ποντάρουν σε μειώσεις επιτοκίων στην Ευρώπη που δεν εγκρίνουν οι κεντρικές τράπεζες, το συμπέρασμα είναι ότι η Fed θα τις ξεκινήσει πρώτη.
Οι αγορές δίνουν μεγαλύτερη πιθανότητα μιας μείωσης τον Μάρτιο από τη Fed παρά από την ΕΚΤ, την οποία βλέπουν να αρχίζει να μειώνει το κόστος χρήματος από τον Απρίλιο. Και από τις δύο κεντρικές τράπεζες αναμένονται μειώσεις της τάξης των 150 μονάδων βάσης τουλάχιστον τη νέα χρονιά, που ισοδυναμούν με έξι μειώσεις των 25 μονάδων βάσης έκαστη.
Η ανατιμολόγηση από τις αγορές προς χαλαρότερη πολιτική ακολούθησε τις τριμηνιαίες προβολές της Fed με βάση τις οποίες η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ σχεδιάζει να χαμηλώσει τα παρεμβατικά της επιτόκια κατά 75 μονάδες βάσης το 2024, περισσότερο απ' ό,τι προέβλεπε τον Σεπτέμβριο.
Παρά το γεγονός ότι στο συμβούλιο της ΕΚΤ δεν έγινε συζήτηση για μειώσεις επιτοκίων, σύμφωνα με την Lagarde, είναι κοινή η άποψη ότι η μείωση του κόστους δανεισμού θα πρέπει να γίνει αργότερα απ' ό,τι προσδοκούν οι αγορές.
Πάντως στους επενδυτικούς κύκλους υπάρχει σκεπτικισμός για το αν η ΕΚΤ θα μπορέσει να διατηρήσει τη «γερακίσια» στάση της για παρατεταμένο διάστημα. Το σκεπτικό είναι ότι όσο περισσότερο κρατά τα επιτόκια σε ανασταλτικά επίπεδα η ΕΚΤ, τόσο πιθανότερο είναι να υπάρξει σημαντική επιβράδυνση στην οικονομία της ευρωζώνης.
Την Πέμπτη ήρθε η σειρά της ελβετικής κεντρικής τράπεζας να ανακοινώσει το τέλος του κύκλου νομισματικής σύσφιξης, ωστόσο και στην περίπτωση της δεν δόθηκε σήμα για μειώσεις επιτοκίων.
Η πιο επιθετική από όλες ήταν η Τράπεζα της Αγγλίας που προϊδέασε ότι μπορεί να αυξήσει τα επιτόκια πάλι καθώς ο πληθωρισμός στο Ηνωμένο Βασίλειο παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα συγκριτικά με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Η αγορά τιμολογούσε μείωση 25 μονάδων βάσης τον Μάιο και μετά άλλες τέσσερις στο 2024 μετά τις ανακοινώσεις της Fed την Τετάρτη.
Η επιμονή της ΕΚΤ να δει τον πληθωρισμό στο 2% σημαίνει ότι θα αργήσει να κινηθεί με μειώσεις επιτοκίων. Είναι πολύ πιθανό ότι θα μείνει για δεύτερη φορά πίσω από την καμπύλη αποδόσεων στον ίδιο κύκλο, όπως με τα επιτόκια προς τα πάνω, το ίδιο και προς τα κάτω.