Ταχύτερες του αναμενόμενου είναι οι εξελίξεις στο μέτωπο του πληθωρισμού και κατ’ επέκταση των επιτοκίων, την ώρα που η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και η ανάγκη για επενδύσεις στην Ευρωζώνη καθιστούν αναγκαία την αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού.
Σύμφωνα με τις αναθεωρημένες εκτιμήσεις των αναλυτών, το κόστος του χρήματος θα μειωθεί έως και κατά 40% έως την άνοιξη του 2025, με φόντο τη συνεχιζόμενη φθίνουσα πορεία του πληθωρισμού. Συγκεκριμένα, το επιτόκιο αναφοράς της ΕΚΤ, που στην παρούσα φάση είναι το «επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων», αναμένεται να φτάσει στο 2,5% τον Μάρτιο, από 4% τον περασμένο Ιούνιο.
Για να επιβεβαιωθεί το εν λόγω σενάριο, θα πρέπει η Κριστίν Λαγκάρντ να προχωρήσει σε τέσσερις διαδοχικές μειώσεις στις επόμενες συνεδριάσεις (17 Οκτωβρίου και 12 Δεκεμβρίου 2024, 30 Ιανουαρίου και 6 Μαρτίου 2025). Το μόνο σίγουρο είναι ότι στη συνεδρίαση του Οκτωβρίου τα «περιστέρια» της ΕΚΤ θα τονίσουν την ανάγκη μείωσης των επιτοκίων για να αποτραπεί η ύφεση (ο PMI δείχνει ύφεση της μεταποιητικής δραστηριότητας) και η πτώση του πληθωρισμού στο 0%, ενώ τα «γεράκια» θα σταθούν στην επιμονή του πληθωρισμού των υπηρεσιών, αναδεικνύοντας τον κίνδυνο αναθέρμανσης του φαινομένου.
Η αλήθεια είναι ότι μέχρι πρότινος τα λεγόμενα της Γαλλίδας επικεφαλής της ΕΚΤ δεν προμήνυαν τόσο δραστικές μειώσεις. Αντιθέτως, βάσει των όσων έχει δηλώσει, αλλά και των όσων έχει αφήσει να εννοηθούν, τελευταία, η Λαγκάρντ, η ΕΚΤ θα προχωρούσε με προσεκτικές κινήσεις. Επίσης, από τον Ιούνιο που τα «περιστέρια» πίεζαν να γίνει η πρώτη μείωση, το λόμπι του Βερολίνου έθετε ως όρο την επιφυλακτική εξέλιξη του κύκλου των μειώσεων στο μέλλον.
Σημειώνεται ότι τα νέα σενάρια επιβεβαιώνουν τις προβλέψεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Τον περασμένο Απρίλιο, ο Γιάννης Στουρνάρας δήλωνε ότι πρώτον, η ΕΚΤ θα χάραζε διαφορετική πορεία από τη Fed (όπως κι έγινε, αφού μείωσε τα επιτόκια τρεις μήνες νωρίτερα) και δεύτερον, θα χρειάζονταν 4 μειώσεις μέσα στο 2024. Μέχρι στιγμής έχουν σημειωθεί δύο μειώσεις και σύμφωνα με τις νέες προβλέψεις είναι πολύ πιθανό να γίνουν ακόμη δύο.
Όλα αυτά συμβαίνουν διότι η ευρωπαϊκή οικονομία αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα. Δεν μπορεί να ανακάμψει δυναμικά, με τη Γερμανία να οδεύει στον δεύτερο χρόνο ύφεσης και τη Γαλλία να είναι εγκλωβισμένη μεταξύ οικονομικής στασιμότητας και ελλειμμάτων. Σε αυτό το περιβάλλον ο πληθωρισμός εξασθενεί απότομα μετά το καλοκαίρι, υποχωρώντας στο 1,6% στη Γερμανία, στο 1,5% στη Γαλλία και στο εντυπωσιακό 0,7% στην Ιταλία. Για το σύνολο της Ευρωζώνης, τα προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat τον τοποθετούν στο 1,8% το Σεπτέμβριο, χαμηλότερα δηλαδή από το στόχο του 2% που θέτει η ΕΚΤ, αλλά και από τις αρχικές εκτιμήσεις για 1,9%.
Με άλλα λόγια, οι ανησυχίες για τον πληθωρισμό έχουν μετατραπεί σε ανησυχίες για την ανάπτυξη. Θεωρητικά, αυτό συνεπάγεται ότι η Λαγκάρντ δεν θα δυσκολευτεί να λάβει την έγκριση των διοικητών των εθνικών κεντρικών τραπεζών, έτσι ώστε να μειώσει ξανά τα επιτόκια στη συνεδρίαση του Οκτωβρίου. Επίσης, θεωρητικά, η εξέλιξη αυτή αναμένεται να «μπλοκάρει», σε πρώτη φάση, τις ανατιμήσεις και να διαμορφώσει το έδαφος για χαμηλότερες τιμές σε προϊόντα και υπηρεσίες.
Η ΕΚΤ, λοιπόν, καλείται να αποφασίσει, με δεδομένο ότι ο πληθωρισμός εξασθενεί και όλα δείχνουν ότι θα σταθεροποιηθεί χαμηλά, την ταχύτητα με την οποία θα μειώσει τα επιτόκια προς το «ουδέτερο» επίπεδό τους. Αν τα διατηρήσει σε «περιοριστικό έδαφος» για μεγαλύτερο από το απαιτούμενο διάστημα, με την οικονομία να επιβραδύνει, κινδυνεύει να συμπιέσει υπερβολικά τις πληθωριστικές πιέσεις πολύ χαμηλότερα από το στόχο του 2%. Αυτό σημαίνει ότι θα αναγκαστεί στο μέλλον να κινηθεί πολύ πιο επιθετικά, εφαρμόζοντας ενδεχομένως ακόμη και ένα νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, με σκοπό να τονώσει την οικονομική δραστηριότητα. Για να προλάβει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, οι αναλυτές της ING και της Oxford Economics εκτιμούν ότι η ΕΚΤ θα κινηθεί δραστικά, αρχής γενομένης από τον Οκτώβριο και το μόνο που μπορεί να αποτρέψει τη μείωση σε δύο εβδομάδες είναι η επιμονή του πληθωρισμού των υπηρεσιών.