Κορυφαίοι στρατηγικοί αναλυτές της Wall Street υποστηρίζουν ότι ο Λευκός Οίκος δεν έχει κάνει ακόμη αρκετά για να περιορίσει την αβεβαιότητα που προκαλούν οι δασμοί, δυσκολεύοντας το ράλι της αγοράς.
«Το πρόβλημα των δασμών εξακολουθεί να υπάρχει», δήλωσε ο Ντέιβιντ Κέλι, επικεφαλής παγκόσμιος στρατηγικός αναλυτής της JP Morgan Asset Management, σε συνέντευξή του στο MarketWatch. «Αυτό επιπροστίθεται σε μια οικονομία που οι άνθρωποι συνειδητοποιούν ότι πλήττεται από πολλά άλλα προβλήματα, όπως οι περικοπές του DOGE, περαιτέρω πιθανές περικοπές στις κρατικές δαπάνες και αβεβαιότητα σχετικά με το πού θα βρεθούν εργαζόμενοι λόγω της καταστολής της μετανάστευσης», συμπλήρωσε.
Ο δείκτης μεταβλητότητας Cboe Volatility Index ξεπέρασε το 40 την Πέμπτη 10 Απριλίου, κλείνοντας και πάλι σε έδαφος το οποίο ιστορικά υποδηλώνει τη δημιουργία κρίσης.
Η αγορά αντιλαμβάνεται ότι αν οι πολιτικές του Λευκού Οίκου, όπως εφαρμόζονται αυτή τη στιγμή, παραμείνουν απαράλλακτες, οι ΗΠΑ θα καταλήξουν πιθανότατα σε ύφεση φέτος, σύμφωνα με τον Κέλι.
Μια ανάκαμψη της αμερικανικής χρηματιστηριακής αγοράς απαιτεί «τουλάχιστον μια σταθεροποίηση της δασμολογικής πολιτικής» και μια «αντιστροφή» όσον αφορά τον δασμό στην Κίνα που ο Λευκός Οίκος έχει αυξήσει τώρα στο 145%, είπε.
Σημειωτέον πως ο S&P 500 έκλεισε την Πέμπτη στις 5.268,05 μονάδες, καταγράφοντας τη χειρότερη ημέρα του από τις 4 Απριλίου, σύμφωνα με την Dow Jones Market Data.
Ο δείκτης μεταβλητότητας Cboe αυξάνεται σε επίπεδα που υποδηλώνουν πανικό στην αγορά, όπως περίπου στο 45, δήλωσε σε συνέντευξή του ο Μπάρι Μπάνιστερ, επικεφαλής στρατηγικός αναλυτής μετοχών της Stifel.
Τουλάχιστον προς το παρόν, ο ίδιος δήλωσε ότι εμμένει στον στόχο του 2025 για τον S&P 500 των 5.500 μονάδων. Αυτό είναι πάνω από το σημερινό επίπεδο του δείκτη, αλλά κάτω από το σημείο όπου βρισκόταν στις αρχές Ιανουαρίου. Ο αναλυτής δήλωσε ότι αναμένει σαφήνεια όσον αφορά τον παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο μέχρι τον Ιούνιο και ότι η αμερικανική οικονομία θα επιβραδυνθεί φέτος, αλλά δεν θα υποπέσει σε ύφεση.
«Υπάρχουν ακόμη πολλές εμπορικές διαπραγματεύσεις να γίνουν», δήλωσε ο Σκοτ Ρεν, ανώτερος στρατηγικός αναλυτής για τις παγκόσμιες αγορές στo Wells Fargo Investment Institute, σε τηλεφωνική συνέντευξη. «Η Κίνα είναι προφανώς o κύριος στόχος», τόνισε, με τους επενδυτές να ανησυχούν για τις συνέπειες των μεγάλων δασμών που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου και τους αντίστοιχους ανταποδοτικούς του Πεκίνου, ενώ η Wall Street ελπίζει για μια εμπορική συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών.
Ο Ρεν δήλωσε ότι το Wells Fargo Investment Institute είναι υπερεπενδεδυμένο στον S&P 500 και στις αμερικανικές μετοχές μεσαίας κεφαλαιοποίησης σε τακτική βάση, δηλαδή για τους επόμενους έξι έως 18 μήνες. Ο δείκτης S&P Mid Cap 400 σημείωσε πτώση 4,1% την Πέμπτη, σύμφωνα με τα στοιχεία της FactSet.
«Θα περίμενα τους επόμενους μήνες να δούμε κάποια θετικά νέα όσον αφορά την επίτευξη συμφωνιών με ορισμένους από τους εμπορικούς μας εταίρους», δήλωσε ο Ρεν. Οι εμπορικές συμφωνίες είναι απαραίτητες για να «κρατήσουν την αγορά σταθερή και να δώσουν στον κόσμο κάποια εμπιστοσύνη ότι αυτές οι διαπραγματεύσεις προχωρούν θετικά».
«Ο μεγαλύτερος φόρος που επιβάλλει η Ουάσινγκτον στην αμερικανική οικονομία σήμερα είναι ο φόρος αβεβαιότητας», δήλωσε ο Κέλι. «Το πρόβλημα είναι ότι οι επιχειρήσεις δεν ξέρουν τι να κάνουν», με αποτέλεσμα να σταματούν τις προσλήψεις και να μειώνουν τις δαπάνες, είπε.
Εν τω μεταξύ, η επιβολή «συντελεστών δασμών που ισοδυναμούν σχεδόν με εμπάργκο στην Κίνα» θα οδηγήσει σε «μαζική αναστάτωση» για τις επιχειρήσεις όλων των μεγεθών σε ολόκληρη την Αμερική, σύμφωνα με τον ίδιο. «Οι δασμοί είναι τόσο καταστροφικοί», είπε. «Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πραγματικά δεν είχαμε σοβαρούς δασμολογικούς συντελεστές από τη δεκαετία του 1940».