Όπως ξέρουμε, ένα από τα πιο βασικά στοιχεία του περίφημου πλέον Trump trade είναι η αύξηση των αποδόσεων των αμερικανικών κρατικών ομολόγων. Η εκτίμηση πολλών αναλυτών και παραγόντων των αγορών ομολόγων είναι πως η οικονομική πολιτική που θα ακολουθήσει ο Ντόναλντ Τραμπ θα προκαλέσει αναζωπύρωση του πληθωρισμού και αύξηση του δημοσίου χρέους. Η εκτίμηση αυτή βασίζεται στο γεγονός πως το πρόγραμμα περιλαμβάνει σημαντικές φοροελαφρύνσεις και συνοδεύεται από σημαντική μείωση των κανονισμών που περιορίζουν την ελευθερία κινήσεων των επιχειρήσεων.
Εμείς οφείλουμε βέβαια να πούμε πως ο Ντόναλντ Τραμπ υπόσχεται και μία δραματική μείωση των κρατικών δαπανών (Το όραμα για τη συρρίκνωση των κρατικών δαπανών | Liberal.gr) αλλά οι αγορές και οι αναλυτές μάλλον δεν τον πιστεύουν και πολύ. Έτσι, από τα μέσα Σεπτεμβρίου και μετά, όταν οι παίκτες των στοιχηματικών εταιρειών άρχισαν να δίνουν προβάδισμα στον ρεπουμπλικανό πολιτικό, οι αποδόσεις των αμερικανικών κρατικών ομολόγων, κυρίως αυτών που έχουν διάρκεια ζωής πολλών ετών, άρχισαν να ανεβαίνουν.
Η άνοδος αυτή αιφνιδίασε πολύ κόσμο, καθώς εκείνες τις μέρες έγινε και η πρώτη μείωση των επιτοκίων αναφοράς από τη Fed και τον διοικητή Πάουελ, οι οποίοι αναγνώρισαν τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην καταπολέμηση του πληθωρισμού. Μιλώντας για την Fed και τον διοικητή της, πρέπει να επισημάνουμε πως η αρνητική άποψη του Τραμπ για τον Τζέι Πάουελ και διάφορα σχόλια συνεργατών του έχουν παίξει και αυτά τον ρόλο τους στην άνοδο των αποδόσεων, αφού αυξάνουν την αβεβαιότητα και θέτουν υπό αμφισβήτηση την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας.
Χαρακτηριστική των απόψεων των αναλυτών, σχετικά με την οικονομική πολιτική, είναι μία αναφορά που είδαμε προχθές στο Barron’s. Σύμφωνα με την JPMorgan και τους αναλυτές της, το υπουργείο Οικονομικών θα αναγκαστεί να αυξήσει σημαντικά την έκδοση νέων ομολόγων του δημοσίου από τον Νοέμβριο του 2025 και μετά, λόγω της μείωσης των εσόδων που θα φέρουν οι φορολογικές ελαφρύνσεις, οι οποίες δεν θα αντισταθμίζονται, κατά την άποψη των αναλυτών, από περικοπές δαπανών.
Στο ίδιο άρθρο του Barron’s αναφέρεται πως οι επενδυτές ομολόγων είναι θορυβημένοι γιατί οι κρατικές δαπάνες ανέρχονται αυτή την εποχή στο 24% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, ενώ ο μέσος όρος των τελευταίων 50 ετών είναι κοντά στο 21%. Μία εκτίμηση που ακούγεται συχνά αυτές τις μέρες στη Wall Street είναι πως στην αγορά ομολόγων έχουν αρχίσει να ξυπνούν οι bond vigilantes, δηλαδή οι επενδυτές που με τις κινήσεις τους δίνουν ξεκάθαρα μηνύματα σε κάποια κυβέρνηση πως αν δεν αλλάξει πολιτική θα δει τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων και κατ’ επέκταση το κόστος δανεισμού του δημοσίου να ανεβαίνουν κατά πολύ.
Η τελευταία κυβέρνηση που είδε τους bond vigilantes ήταν αυτή του Ηνωμένου Βασιλείου, το φθινόπωρο του 2022, όταν το οικονομικό πρόγραμμα της πρωθυπουργού Liz Truss είχε προκαλέσει έκρηξη των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων και τελικά έφερε το πρόωρο τέλος της θητείας της πρωθυπουργού. Στις πωλήσεις κρατικών τίτλων των ΗΠΑ έχουν παίξει ενεργό ρόλο και δύο μεγάλες ασιατικές δυνάμεις που εδώ και δεκαετίες κρατούν στα χέρια τους μεγάλες ποσότητες από αυτούς.
Σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg και του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών, μέσα στο τρίτο ημερολογιακό τρίμηνο του 2024, η Ιαπωνία πούλησε κρατικούς αμερικανικούς τίτλους αξίας 61,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων (οι μεγαλύτερες τριμηνιαίες πωλήσεις που έχουν καταγραφεί ποτέ) και η Κίνα τίτλους αξίας 51,3 δισεκατομμυρίων (η δεύτερη μεγαλύτερη καταγεγραμμένη αξία πωλήσεων). Αξιοσημείωτο είναι επίσης πως η Ιαπωνία είχε πουλήσει τίτλους 40,5 δισεκατομμυρίων στο δεύτερο τρίμηνο και πως η Κίνα έχει προχωρήσει σε καθαρές πωλήσεις τα έξι από τα τελευταία επτά ημερολογιακά τρίμηνα, κατεβάζοντας την αξία του συνόλου των επενδύσεών της σε αμερικανικούς κρατικούς δανειακούς τίτλους κάτω από τα 800 δισεκατομμύρια, για πρώτη φορά, τα τελευταία 16 χρόνια.
Δεν ξέρουμε το σκεπτικό με βάση το οποίο γίνονται αυτές οι μεγάλες πωλήσεις αλλά δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα κάποιοι από τους διαχειριστές των επενδύσεων των δύο μεγάλων ασιατικών δυνάμεων να έχουν παρόμοιες ανησυχίες με αυτές των bond vigilantes. Οφείλουμε βέβαια να επισημάνουμε πως το σύνολο των αμερικανικών κρατικών ομολόγων, που βρίσκονται στις αγορές, είναι κοντά στα 28 τρισεκατομμύρια δολάρια, κάτι που σημαίνει πως οι ασιατικές πωλήσεις δεν είναι και τόσο μεγάλες για να επηρεάσουν μόνες τους τις αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων.
Όπως αποδεικνύεται, όμως, αυτό που μπορεί να επηρεάσει αυτές τις αποδόσεις είναι οι αποφάσεις του Ντόναλντ Τραμπ. Από τη στιγμή που ανακοινώθηκε η απόφασή του να αναθέσει στον διαχειριστή κεφαλαίων Scott Bessent το χαρτοφυλάκιο του υπουργού Οικονομικών, οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων υποχώρησαν σημαντικά. Την Παρασκευή, που έγινε γνωστή η είδηση, οι αποδόσεις είχαν φθάσει μέχρι και 4,50% (το υψηλότερο σημείο του τελευταίου εξαμήνου) αλλά σχεδόν αμέσως υποχώρησαν προς το 4,30%. Αργότερα, έφθασαν και μέχρι το 4,26%, πριν ανηφορίσουν και πάλι και ξεπεράσουν λίγο το 4,30%. Είναι φανερό, διαβάζοντας τον διεθνή οικονομικό Τύπο, πως οι αγορές ανακουφίστηκαν από την επιλογή του Bessent.
Όχι μόνο γιατί είναι ένας γνωστός και πολύ επιτυχημένος διαχειριστής κεφαλαίων, με πολύ καλή φήμη ως άνθρωπος, οργανωμένος, λογικός και καθόλου παρορμητικός, αλλά και γιατί υπήρχαν φόβοι για επιλογή άλλων, πιο απρόβλεπτων προσώπων. Μία από αυτές ήταν του Howard Lutnick, ο οποίος τελικά επελέγη για τη θέση του υπουργού Εμπορίου, ο οποίος συμμερίζεται σχεδόν όλες τις θέσεις του Τραμπ σχετικά με την οικονομία και το εμπόριο. Αντίθετα, ο Bessent θεωρείται πως είναι ένας υπεύθυνος άνθρωπος, που δεν πρόκειται να προχωρήσει σε πολύ «επικίνδυνες» κινήσεις.
Βέβαια, αυτό δεν λέει τίποτα, καθώς ο Τραμπ δεν πρόκειται να διστάσει να τον απολύσει (όπως και οποιονδήποτε άλλον) αν διαφωνήσει σε κάτι σημαντικό. Σύμφωνα με τον Paul Donovan, επικεφαλής οικονομολόγο της UBS, ο οποίος μίλησε στους New York Times, ο Bessent έχει χαρακτηριστικά που εκτιμούν οι επενδυτές, καθώς είναι προβλέψιμος, έχει οικονομικά «ορθόδοξες» απόψεις καθώς και συγκροτημένη σκέψη στον τομέα της οικονομικής πολιτικής.
Σύμφωνα με το τι ισχύει στις ΗΠΑ (όπως το διαβάσαμε στο Barron’s), και εφόσον ο ορισμός του εγκριθεί από τη Γερουσία, ο Bessent θα συμβουλεύει τον πρόεδρο για θέματα δημοσιονομικής πολιτικής, θα εποπτεύει τη συλλογή των φόρων, θα διαχειρίζεται τα διαθέσιμα των φορέων παροχής κοινωνικών υπηρεσιών και υπηρεσιών υγείας, θα είναι αρμόδιος για την πληρωμή των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων και θα επιφορτιστεί με τη διαφύλαξη του status quo, όσον αφορά στο δολάριο. Καθώς ο Bessent θεωρείται συντηρητικός στο θέμα των δημοσίων δαπανών, οι επενδυτές ανακουφίστηκαν και οι πιέσεις στα ομόλογα υποχώρησαν.
Το ερώτημα εδώ είναι αν αυτή η αλλαγή διάθεσης στην αγορά ομολόγων θα κρατήσει πολύ ή θα αποδειχθεί προσωρινή και οι bond vigilantes θα αρχίσουν και πάλι να ξεμυτίζουν και να δίνουν τα μηνύματά τους. Αυτό είναι δύσκολο να το πούμε και θα εξαρτηθεί κυρίως από τη συμπεριφορά και τις δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ και τις επιλογές του για κάποιες άλλες σημαντικές θέσεις. Αν, για παράδειγμα, ο Τραμπ διαλέξει ως επικεφαλής του Οικονομικού του Συμβουλίου κάποιον εξίσου γνωστό και έμπειρο όσο ο Bessent, αλλά με πιο «επικίνδυνες» απόψεις, τότε είναι βέβαιο πως οι αγορές δεν θα χαρούν και πολύ.
Δεν θα χαρούν και αν ο Bessent τους δώσει αφορμή να θυμηθούν αυτά που είχε πει μερικές εβδομάδες πριν τις εκλογές, περί της δημιουργίας μίας «σκιώδους κεντρικής τράπεζας» που θα λειτουργεί παράλληλα με την κανονική, για όσο διάστημα βρίσκεται εκεί ο Τζέι Πάουελ.
Πολύ δύσκολες οι προβλέψεις, όπως συνήθως άλλωστε. Προς το παρόν, αυτό που μπορούμε να πούμε με σιγουριά είναι πως οι αγορές νοιώθουν ανακουφισμένες και λιγότερο ανήσυχες μετά τον ορισμό του Scott Bessent. Όσο δεν βρίσκεται αφορμή για να αλλάξουν διάθεση, δεν θα είναι πολύ εύκολο να δούμε τις επιθετικές πωλήσεις και την άνοδο των αποδόσεων να επανέρχονται δυναμικά.