Ποιος θα περίμενε τον περασμένο Νοέμβριο, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ επικρατούσε με πανηγυρικό τρόπο της Κάμαλα Χάρις, ότι οι ευρωπαϊκές μετοχές θα σημείωναν ένα τόσο εντυπωσιακό ράλι μέχρι σήμερα; Παρά την απειλή των δασμών και παρά τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μεγαλύτερες οικονομίες της Γηραιάς Ηπείρου, οι ευρωπαϊκές μετοχές βρίσκονται εδώ και καιρό μεταξύ των πιο δημοφιλών assets.
Ο γερμανικός DAX αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ενισχύεται σε ποσοστό 14,5% μέσα στο 2025, ενώ γράφει το άκρως εντυπωσιακό +18% από τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, όταν τα κέρδη του S&P 500 δεν ξεπερνούν το 4% φέτος. Και όλα αυτά, σε μία περίοδο που η γερμανική οικονομία έχει συμπληρώσει δύο χρόνια ύφεσης και οι εκλογές της Κυριακής ενισχύουν την αβεβαιότητα.
Πολύ εύστοχο είναι το σχόλιο της ING, η οποία σημείωσε, με αφορμή την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, ότι οι επενδυτές «φλερτάρουν» με τις ευρωπαϊκές αγορές, αλλά όλοι γνωρίζουν ότι η Ευρώπη δεν είναι τόσο αξιόπιστος «σύντροφος» μακροπρόθεσμα και γι’ αυτό δεν υπάρχει μεγάλος έρωτας για τις οικονομικές προοπτικές της.
Στα ταμπλό, ξεχωρίζει ο DAX και ακολουθεί ο πανευρωπαϊκός STOXX 50 με κέρδη 12,7%, ενώ ο γαλλικός CAC σημειώνει άνοδο 11% φέτος, ο FTSE MIB στο Μιλάνο ενισχύεται κατά 12%, ο IBEX 35 στη Μαδρίτη κερδίζει 12,25% και Γενικός Δείκτης του ΧΑ καταγράφει άνοδο της τάξης του 10%.
Πού οφείλεται, λοιπόν, το αυξημένο επενδυτικό ενδιαφέρον; Ένας παράγοντας είναι οι προσδοκίες για τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η ανάγκη στήριξης της ανάκαμψης και η υποχώρηση του πληθωρισμού διαμορφώνουν τις συνθήκες για μεγαλύτερη νομισματική χαλάρωση στην Ευρώπη, σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Η ΕΚΤ δείχνει πως έχει αποφασίσει να ακολουθήσει διαφορετική πορεία από την Fed και αυτή η απόκλιση ευνοεί στην παρούσα φάση τις ευρωπαϊκές μετοχές.
Ένας άλλος παράγοντας σχετίζεται με τα πιο πρόσφατα οικονομικά στοιχεία, τα οποία σε γενικές γραμμές αποδεικνύονται καλύτερα των προβλέψεων, αν και η ύφεση σε Γερμανία και Γαλλία δύσκολα θα μετατραπεί σε ισχυρή ανάκαμψη. Ενδεχομένως παίζει, επίσης, ρόλο το γεγονός ότι οι αμερικανικές μετοχές θεωρούνται από πολλούς ακριβές, με αποτέλεσμα να στρέφεται το επενδυτικό ενδιαφέρον στην Ευρώπη, κάτι στο οποίο συμβάλλει και το ισχυρό δολάριο.
Τις τελευταίες ημέρες βλέπουμε τις ευρωπαϊκές μετοχές να ευνοούνται και από τις αυξημένες ελπίδες τερματισμού του πολέμου στην Ουκρανία. Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν πρότεινε την Παρασκευή να εξαιρεθούν οι αμυντικές δαπάνες από τους δημοσιονομικούς κανόνες και ο Τραμπ δείχνει να παίρνει αυτό που θέλει. Το μέτωπο των αμυντικών δαπανών δείχνει τις τελευταίες ημέρες να απασχολεί θετικά την επενδυτική κοινότητα. Η γερμανική Rheinmettal βλέπει τη μετοχή της να ενισχύεται σε ποσοστό άνω του 23% στις τελευταίες τρεις συνεδριάσεις και 46% μέσα στο 2025.
Η βρετανική BAE Systems σημείωσε άνοδο 8,5% χθες, ενώ καταγράφει κέρδη άνω του 12% στις τελευταίες πέντε συνεδριάσεις και 17% μέσα στο 2025. Στο ίδιο μήκος κύματος και η σουηδική Saab με άνοδο της τάξης του 22%, η ιταλική Leonardo με κέρδη 32% και η γαλλική Thales με άνοδο 28,6% φέτος.
Σε ό,τι αφορά τον εμπορικό πόλεμο, η αλήθεια είναι ότι ο Τραμπ τηρεί σκληρή στάση απέναντι στην Ευρώπη και θεωρείται πολύ δύσκολο να αποφευχθεί η επιβολή δασμών σε ευρωπαϊκά προϊόντα. Για αυτό και βλέπουμε τη σημερινή διόρθωση. Εντούτοις, ορισμένοι αναλυτές εμφανίζονται αισιόδοξοι ότι τελικά η Ευρώπη θα αποφύγει το δυσμενές σενάριο ενός γενικευμένου εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ. Στον αντίποδα, η ING εκτιμά ότι τα περιθώρια είναι στενά. Για παράδειγμα, στο πεδίο της προμήθειας LNG, η Ευρώπη ήδη προμηθεύεται το 40% των αναγκών της από τις ΗΠΑ και είναι αμφίβολο πόσο μπορεί να αυξηθεί το εν λόγω ποσοστό για να πειστεί ο Αμερικανός πρόεδρος να κάνει πίσω στους δασμούς.
Εν κατακλείδι, για να συνεχιστεί η ομολογουμένως εντυπωσιακή πορεία των ευρωπαϊκών μετοχών καθ’ όλη τη διάρκεια ή τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του 2025, θα χρειαστεί… χείρα βοηθείας από τη δημοσιονομική πολιτική. Πολλά θα εξαρτηθούν από το αποτέλεσμα των εκλογών που θα διενεργηθούν την ερχόμενη Κυριακή 23 Φεβρουαρίου στη Γερμανία, καθώς το Βερολίνο συνεχίζει να αντιτίθεται στην έκδοση κοινού χρέους, ενώ μένει να φανεί αν η νέα κυβέρνηση θα αποφασίσει τη χαλάρωση του «φρένου χρέους».