Σε πρόσφατη έκθεση της η Allianz Research σημείωσε ότι οι οκτώ μεγαλύτερες εταιρείες Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στον κόσμο ανέφεραν κατά το πρώτο εξάμηνο του 2023 συνολική μείωση 3 δισ. δολαρίων σε περιουσιακά στοιχεία, με τα αιολικά έργα ιδίως να αντιμετωπίζουν τις πιο «ταραχώδεις» συνθήκες.
Η αλήθεια είναι ότι κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους που διανύουμε, τέθηκε υπό αμφισβήτηση η οικονομική βιωσιμότητα έργων μεγάλης κλίμακας από τους σημαντικότερους παράγοντες του κλάδου, καθώς παλεύουν εδώ και τρία χρόνια με αυξανόμενα κόστη κατασκευής και χρηματοδότησης, προβλήματα ποιοτικού ελέγχου - παράδειγμα η Siemens Energy- και σοβαρά ζητήματα εφοδιαστικής αλυσίδας.
Ο πληθωρισμός και οι παγκόσμιες διακυμάνσεις των τιμών πρώτων υλών και ενέργειας έβαλαν τα θεμέλια της κρίσης, οδηγώντας σε αυξημένο κόστος την κατασκευή των έργων αιολικής και ηλιακής ενέργειας και θέτοντας υπό αμφισβήτηση την βιωσιμότητα πολλών εγχειρημάτων.
Όπως επισημαίνουν οι οικονομολόγοι της Allianz Research, πολλά έργα στις ΗΠΑ αλλά και στο Ηνωμένο Βασίλειο κινδυνεύουν να εγκαταλειφθούν εάν οι κυβερνήσεις δεν προσφέρουν πρόσθετη υποστήριξη.
Μάλιστα αρκετά έργα ήδη έχουν ακυρωθεί, καθώς οι κατασκευαστές ζητούν πολύ υψηλότερες τιμές από τις αρχικές συμφωνίες, δεδομένων των νέων κοστολογίων της αγοράς.
Ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος σχετίζεται με τα έργα που εξασφαλίσθηκαν το 2019/20 σε χαμηλές τιμές. Τα έργα αυτά ξεκίνησαν πριν από την ενεργειακή κρίση, με εγγυημένα feed-in-tariffs τα οποία ήταν χαμηλά, με αποτέλεσμα οι υψηλές πτήσεις του κόστους κατασκευής τα τελευταία χρόνια να τα καθιστά ολοένα και πιο ασύμφορα.
Την ίδια στιγμή οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος είναι συχνά πολύ χαμηλές για να δικαιολογήσουν το κόστος παραγωγής, αναγκάζοντας τις εταιρείες να απαιτούν μεγαλύτερες επιδοτήσεις από τις κυβερνήσεις για να αποκαταστήσουν την ισορροπία στην αγορά.
Οι κυβερνήσεις με τη σειρά τους δέχονται μεγάλες δημοσιονομικές πιέσεις, καθώς η εποχή του φθηνού χρήματος και άρα της φθηνής αναχρηματοδότησης έχει παρέλθει.
Ένα δεύτερο μέρος του προβλήματος εδράζεται στο «κενό παραγωγής».
H ζήτηση για τις πρώτες ύλες που είναι απαραίτητες για ηλιακούς συλλέκτες, ανεμογεννήτριες και μπαταρίες EV αυξήθηκε τόσο απότομα, που οι κατασκευαστές εξοπλισμού χρειάστηκαν αρκετό χρόνο για να συμβαδίσουν, οδηγώντας τον κλάδο σε σημαντικό έλλειμμα προσφοράς και άρα σε κάθετη αύξηση των τιμών.
Μόνο το κόστος για τις ανεμογεννήτριες έχει αυξηθεί κατά μέσο όρο 20-30% από το 2020.
Νομοτελειακά λοιπόν, αν και οι ισολογισμοί παραμένουν σχετικά σταθεροί, οι εταιρείες Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας μειώνουν τα περιουσιακά τους στοιχεία όπως και τις προοπτικές κερδών τους.
Στο σημείο αυτό βέβαια να επισημάνουμε ότι πολλά από τα νεότερα έργα κλείνονται με αισθητά καλύτερους όρους. Επομένως, για έναν επενδυτή έχει ειδική σημασία προς τα πού «γέρνει» η ζυγαριά μεταξύ νέων και παλιότερων έργων.
Οι περιπτώσεις της Ørsted και της Vestas
Η Ørsted είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των δυσκολιών που αντιμετωπίζει ο κλάδος.
Τον φετινό Ιούνιο η εταιρεία δημοσίευσε μια αισιόδοξη προοπτική για το έτος και μεσοπρόθεσμα, αναμένοντας ισχυρή ανάπτυξη της παραγωγικής της ικανότητας και απόδοση κεφαλαίου κατά μέσο όρο 14% για την περίοδο 2023 έως 2030.
Λίγες μόλις μέρες αργότερα, ο επικεφαλής της εταιρείας ανακοίνωσε τους προβληματισμούς του για το αυξανόμενο κόστος της κατασκευής των υπεράκτιων αιολικών στη Βρετανία και ζήτησε περισσότερες επιδοτήσεις.
Πέντε μήνες αργότερα, η Orsted προχώρησε σε απομειώσεις 5,6 δις δολαρίων από τις δραστηριότητές της στις ΗΠΑ καθώς ακύρωσε την ανάπτυξη δύο υπεράκτιων έργων.
Διαφορετική είναι η εικόνα της επίσης δανέζικης Vestas.
Η εταιρεία δημοσίευσε EBIT τρίτου τριμήνου ύψους 70 εκατομμυρίων ευρώ, πολύ πάνω από τα 31 εκατομμύρια ευρώ που προβλεπόταν. Ακόμα και αυτή όμως προειδοποίησε ότι οι εξωτερικοί παράγοντες καθιστούν θολές τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές της και ως εκ τούτου απέσυρε τις πρότερες εκτιμήσεις για τα περιθώρια του υπόλοιπου έτους.
Συμπέρασμα
Τόσο οι εταιρείες όσο και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει τα επόμενα χρόνια να επανεξετάσουν τις στρατηγικές τους και να τις προσαρμόσουν ανάλογα τη γεωγραφική περιοχή, τη δημοσιονομική κατάσταση και τα τρέχοντα κάθε φορά επιτόκια.
Πολλοί παράγοντες της αγοράς εκφράζουν την άποψη ότι υπάρχει τεράστια ανάγκη για «επαναβαθμονόμηση» της πολιτικής άποψης σχετικά με το κόστος της προγραμματισμένης ενεργειακής μετάβασης, δεδομένου ότι η μετάβαση σε ένα πιο πράσινο χαρτοφυλάκιο ενέργειας γίνεται πιο ακριβή σχεδόν σε παγκόσμιο επίπεδο.
Οι ΗΠΑ που είναι και οι πρώτες που ξεκίνησαν την κάθετη αύξηση των επιτοκίων είναι ένα τρανταχτό παράδειγμα της αναγκαιότητας αυτής, ειδικά όσον αφορά την υπεράκτια βιομηχανία.
Την αναγκαιότητα αυτή έχει συνειδητοποιήσει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή γι’αυτό και τον περασμένο μήνα ανακοίνωσε ένα νέο Σχέδιο Δράσης για την Αιολική Ενέργεια με στόχο να τονώσει την αύξηση της εγκατεστημένης αιολικής ισχύος, αναγνωρίζοντας ότι ένα από τα βασικά προβλήματα αυτή τη στιγμή είναι ότι πολλές εταιρείες απλά δεν έχουν τα μετρητά ώστε να προχωρήσουν στις κατάλληλες επενδύσεις με στόχο τη μεγαλύτερη παραγωγή.
Στην ουσία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προχωρά στην επαναβαθμονόμηση του κλάδου. Είναι όμως κατανοητό ότι πρόκειται για μια διαδικασία που θα απαιτήσει χρόνο και χρήμα.
Χρόνο για να επενδύσουν οι κατασκευαστές σε νέα έργα και χρόνο και χρήμα ώστε οι παραγωγοί ανεμογεννητριών ή πάνελς να επενδύσουν στην απαιτούμενη ικανότητα παραγωγής προκειμένου να εξασφαλιστεί η απαραίτητη προσφορά και να προχωρήσουν τα πράσινα έργα.
Είναι πλέον εμφανές ότι η πράσινη μετάβαση δεν θα είναι ούτε τόσο γρήγορη, ούτε τόσο φθηνή όπως αρχικά αναμενόταν.
Εξασφαλίζοντας όμως ένα λογικό περιθώριο κερδοφορίας για τις εταιρείες του κλάδου, διασφαλίζουμε τη δυνατότητα παραγωγής και κατασκευής έργων μεγάλης κλίμακας και αυτό με τη σειρά του διασφαλίζει ότι η πράσινη μετάβαση θα προχωρήσει με σχετικά ικανοποιητικούς ρυθμούς, ώστε να αντιμετωπίσουμε εγκαίρως την κλιματική αλλαγή.
Αναγνωρίζουμε βέβαια αυτό που λένε οι επικριτές για τις επιδοτήσεις για έργα πράσινης ενέργειας: όλες οι βιομηχανίες αντιμετωπίζουν υψηλότερα κόστη λόγω των υψηλότερων επιτοκίων και του πληθωρισμού, αλλά οι άλλοι κλάδοι δεν έχουν το προνόμιο των γενναιόδωρων κρατικών επιδοτήσεων.
Ωστόσο, η αιολική και η ηλιακή ενέργεια ακόμα και με αυτές τις επιδοτήσεις θα αργήσουν να πάρουν τα «πάνω τους».Όσο όμως περισσότερο καθυστερεί η ανάπτυξη τους, ή ακόμα χειρότερα κινδυνεύει η βιωσιμότητα τους, τόσο μετράει αντίστροφα ο χρόνος που έχουμε για την αντιστροφή της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Και αυτό είναι κάτι που μας αφορά όλους.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.