Αυτή την εβδομάδα η Ελλάδα θα κάνει ούτως ή άλλως την πρώτη της «εμφάνιση» στις αγορές καθώς την Τετάρτη είναι προγραμματισμένη η πρώτη από τις συνολικά 10 επανεκδόσεις ομολόγων της χρονιάς. Το αν η επανέκδοση θα συνοδευτεί και από νέα έκδοση ώστε ο ΟΔΔΗΧ να ξεμπερδεύει με ένα 35-40% (ή και παραπάνω) του ετήσιου χρηματοδοτικού προγράμματος είναι κάτι που θα φανεί. Αυτό πάντως είναι το επιδιωκόμενο καθώς στις αγορές ομολόγων, η ατμόσφαιρα μυρίζει ήδη… μπαρούτι.
Γαλλία: η εβδομάδα ξεκινά με την απόδοση του 10ετούς να διαμορφώνεται πάνω από 3,4% που είναι και το υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί από τον Οκτώβριο του 2023. Αντίστοιχη η εικόνα και στη Γερμανία με το κόστος δανεισμού να ξεπερνά το 2,5%. Η Βρετανία, είναι αυτή τη στιγμή στο μάτι του κυκλώνα με τις αθρόες πωλήσεις να στέλνουν την απόδοση του 10ετούς πάνω από 4,8% που είναι και το υψηλότερο επίπεδο από τον Αύγουστο του 2008. Να φανταστεί κανείς ότι η προηγούμενη «επίθεση» των αγορών στο βρετανικό ομόλογο που κόστισε τη διακυβέρνηση Τρας, δεν είχε φέρει την απόδοση σε τόσο υψηλά επίπεδα. Μένει λοιπόν να φανεί τι θα σηματοδοτήσει αυτός ο γύρος αυξήσεων.
Το θέμα των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας συζητήθηκε στο υπουργικό συμβούλιο της Παρασκευής και το οικονομικό επιτελείο θα παρακολουθεί τις εξελίξεις στις αγορές ώστε να λάβει την τελική απόφαση για την πρώτη έξοδο. Το γεγονός ότι η απόδοση του 10ετούς διατηρείται χαμηλότερα από την αντίστοιχη του γαλλικού και του ιταλικού, δείχνει ότι υπάρχει διαφορετική στάση των αγορών απέναντι στην Ελλάδα καθώς εκτιμώνται τα στοιχεία διαφοροποίησης: περιορισμένες χρηματοδοτικές ανάγκες (μόλις 8 δισ. ευρώ για το σύνολο του έτους που καλύπτονται με μόλις δύο νέες εκδόσεις ομολόγων συν τις προγραμματισμένες επανεκδόσεις) αλλά και ένα ταμειακό υπόλοιπο (35 δισ.ευρώ) το οποίο διασφαλίζει ότι οι δανειακές ανάγκες της χώρας για τα επόμενα τουλάχιστον 2-3 χρόνια θα εξυπηρετηθούν κανονικά ακόμη και έρθουν τα πάνω – κάτω στις διεθνείς αγορές. Μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι η Ευρώπη θα πρέπει να σηκώσει (με βάση τις εκτιμήσεις της UBS) περί τα 1,2 τρις ευρώ φέτος από τις αγορές.
Η ελληνική οικονομία προφανώς και θα επηρεαστεί αν επιδεινωθεί η κατάσταση στην παγκόσμια οικονομία. «Θωρακισμένος» δεν είναι κανείς. Ειδικά μια οικονομία όπως η δική μας που έχει μεγάλη εξάρτηση από τις εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών. Αυτό πάντως που είναι στα «συν» είναι ότι η εξυπηρέτηση των υποχρεώσεων είναι διασφαλισμένη όπως και να’ χει για τα επόμενα χρόνια. Το σταθερό επιτόκιο, ο μηδενικός συναλλαγματικός κίνδυνος, οι περιορισμένες δανειακές ανάγκες, τα μεγάλα ταμειακά διαθέσιμα, συγκροτούν μια «ασπίδα» η οποία είναι πολύ χρήσιμη στην παρούσα φάση.