Η αναθέρμανση του πληθωρισμού, που καταγράφηκε στην Ελλάδα για τον μήνα Οκτώβριο, θα μπορούσε να αποτελεί μία προβολή του κινδύνου που συνεχίζει να στοιχειώνει τις διεθνείς αγορές.
Ο δείκτης τιμών καταναλωτή επιτάχυνε στη χώρα μας στο 3,9% τον Οκτώβριο, από 2,4% τον Σεπτέμβριο, όταν στην Ευρωζώνη επιβράδυνε στο 2,9% από 4,3%. Ανάλογες μεταβολές έχουν σημειωθεί και σε άλλες χώρες νωρίτερα μέσα στο έτος και οφείλονται κυρίως σε παραμέτρους εποχικού χαρακτήρα.
Αναλυτές προειδοποιούν ότι ενώ τα στοιχεία δεν είναι ούτε ανησυχητικά για την Ελλάδα -η οποία εμφάνιζε για μεγάλο χρονικό διάστημα πολύ καλύτερες επιδόσεις από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο- ούτε όμως και καθησυχαστικά για την Ευρώπη, η γενικότερη μάχη με τον πληθωρισμό σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρείται κερδισμένη.
Και αυτό γιατί η πιθανότητα μιας νέας ενεργειακής κρίσης με φόντο τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή θα μπορούσε να αποτελέσει το… λάδι που θα φουντώσει τη φωτιά του πληθωρισμού και της ακρίβειας. Το δυσμενές σενάριο πολλών επενδυτικών οίκων προβλέπει ότι το Brent θα φτάσει έως και τα 150 δολάρια και το φυσικό αέριο θα ξεπεράσει τα ιστορικά του υψηλά, οδηγώντας σε αδιέξοδο τις κεντρικές τράπεζες και σε βαθιά ύφεση την οικονομία.
Οι ειδικοί συμφωνούν ότι η Ευρώπη είναι σε θέση να καλύψει τις ενεργειακές της ανάγκες τον ερχόμενο χειμώνα, αλλά διαφωνούν για τη μελλοντική της ενεργειακή ασφάλεια. Το think tank IEEFA (Institute for Energy Economics and Financial Analysis) εκτιμά ότι η ΕΕ δεν έχει να φοβάται τίποτα γιατί έχει γεμίσει τις αποθήκες φυσικού αερίου σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.
Η Ευρώπη έχει προσθέσει χωρητικότητα 36,5 δισ. κυβικών μέτρων από τις αρχές του 2022, συμπεριλαμβανομένων έξι νέων τερματικών σταθμών μόνο φέτος και μιας πλωτής μονάδας αποθήκευσης. Η εταιρεία ενεργειακών μελετών Cornwall Insight, από την πλευρά της, προειδοποιεί ότι η ανάκαμψη της ζήτησης για LNG από την Κίνα θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην Ευρώπη.
Η έντονη μεταβλητότητα των ενεργειακών τιμών τελευταία είναι ο λόγος που η κυβέρνηση ετοιμάζει μέτρα ενίσχυσης για τους «ενεργειακά ευάλωτους» καταναλωτές, επιπλέον του επιδόματος θέρμανσης. Η Ευρώπη δείχνει να μην κινδυνεύει σε πρώτη φάση από την απόλυτη ενεργειακή κρίση που πολλοί προέβλεπαν για τον περασμένο χειμώνα, όμως η απειλή της γενίκευσης του πολέμου στη Μέση Ανατολή είναι πραγματική.
Από τις αρχές του 2024 που λήγουν οι έκτακτοι μηχανισμοί των επιδοτήσεων, το υπουργείο Ενέργειας ετοιμάζει μία μεγάλη παρέμβαση υπό τη μορφή ενιαίου τιμολογίου που θα είναι προστατευμένο από τυχόν απότομες διακυμάνσεις των τιμών και στο οποίο εκτιμάται ότι θα μετακινηθεί το 70% των καταναλωτών.
Τα μαντάτα για τον πληθωρισμό δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού. Η μέτρηση του 3,9% τον Οκτώβριο έρχεται να προστεθεί στο 9,1% του Οκτωβρίου 2022, με αποτέλεσμα οι τιμές να έχουν αυξηθεί μέσα σε δύο χρόνια σε ποσοστό άνω του 13%, αντανακλώντας την κρίση του κόστους ζωής που βιώνει ολόκληρος ο ανεπτυγμένος κόσμος.
Ένας από τους παράγοντες που συνέβαλαν στην επιβράδυνση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη ήταν η ύφεση του τριμήνου Ιουλίου-Σεπτεμβρίου, με το ΑΕΠ να συρρικνώνεται κατά 0,1%. Να πούμε επίσης ότι οι τιμές του φυσικού αερίου εκτινάχθηκαν κατά 20% τον Σεπτέμβριο, επηρεάζοντας σημαντικά τα στοιχεία του Οκτωβρίου για ολόκληρη την Ευρώπη.
Σύμφωνα με την Eurostat, η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος για νοικοκυριά στην Ελλάδα (συμπεριλαμβανομένων όλων των επιπλέον χρεώσεων) διαμορφώθηκε στο πρώτο εξάμηνο του 2023 χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τις υψηλότερες τιμές εμφάνισαν οι Ολλανδία με 47,5 ευρώ/κιλοβατώρα, Βέλγιο με 43,5 ευρώ/κιλοβατώρα, Ρουμανία με 42 ευρώ και Γερμανία με 41,3 ευρώ. Ο μέσος ευρωπαϊκός όρος διαμορφώθηκε στα 28,9 ευρώ/μεγαβατώρα, ενώ στην Ελλάδα η τιμή ήταν στα 23,3 ευρώ.
Οι τιμές αυτές βέβαια, αντανακλούν τα χαμηλότερα επίπεδα των χρηματιστηριακών τιμών των ενεργειακών εμπορευμάτων, ενώ τελευταία η τιμή του ολλανδικού TTF έχει επιστρέψει στο επίπεδο που βρισκόταν τον περασμένο Μάρτιο. Σε ό,τι αφορά τις τιμές του φυσικού αερίου, τα νοικοκυριά στην Ελλάδα είχαν να πληρώσουν τιμές ανάλογες του ευρωπαϊκού μέσου όρου, με την Ολλανδία, τη Σουηδία, τη Δανία, την Αυστρία, την Ιρλανδία, τη Ρουμανία, την Πορτογαλία και τη Γερμανία, να έχουν υψηλότερες τιμές.