Β' μέρος
Η έκτακτη φορολογία, τα υπερκέρδη και οι επενδυτές
Shutterstock
Shutterstock

Η έκτακτη φορολογία, τα υπερκέρδη και οι επενδυτές

Β' μέρος

Οι έννοιες της έκτακτης φορολόγησης και των υπερκερδών έχουν απασχολήσει τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, των ιστοσελίδων, την ύλη των τηλεοπτικών εκπομπών, αφού ήδη έχουν αποτελέσει μεγάλο τμήμα των πολιτικών αντιπαραθέσεων, με τρόπαιο την ψήφο των μη προνομιούχων και των ευάλωτων πολιτών.

Η κυβέρνηση υπακούοντας στις πιέσεις των λαϊκίστικων προσεγγίσεων της αντιπολίτευσης, ντύθηκε Ρομπέν των Δασών κυνηγώντας τα υπερκέρδη των διυλιστηρίων. Για να τα «μοιράσει». Διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση της φορολόγησης των υπερκερδών των διυλιστηρίων, τα έσοδα που θα προκύψουν δεν θα διοχετευτούν σε κάποιο έκτακτο γεγονός, ούτε θα καλύψουν κάποια έκτακτη ανάγκη.

Αλλά θα προσπαθήσουν να ξεμπλοκάρουν το πρόβλημα που έχει προκύψει λόγω της προσωπικής διαφοράς των συνταξιούχων που δεν ωφελούνται από την προβλεπόμενη αύξηση των συντάξεων, όπως είχαμε αναφέρει στο χθεσινό άρθρο εδώ. Με δύο λόγια η έκτακτη φορολόγηση επιβάλλεται για να καλυφθεί μια μόνιμη και διαχρονική στρέβλωση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Επομένως εξ ορισμού, η προσπάθεια θα είναι ανεπιτυχής εκτός αν η λέξη «έκτακτη» αντικατασταθεί από τη λέξη «τακτική».

Δεν είναι αδόκιμη αυτή η ένσταση, αφού η έκτακτη φορολόγηση που επιβάλλεται για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, όπως υπερηφανεύονται τα κυβερνητικά στελέχη, παύει να είναι έκτακτη. Προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο μια σχεδόν μόνιμη ανατροπή, όχι μόνο των δικαιωμάτων των μετόχων, αλλά και των επιχειρηματικών σχεδίων των εταιρειών διύλισης πετρελαίου.

Διότι τα 300 εκατ. ευρώ που αποσπά το κράτος υπό τη μορφή φορολογίας, αφαιρούνται από τα κέρδη των εταιρειών, τα οποία θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν τις αναπτυξιακές προοπτικές τους, να στηρίξουν τα ίδια κεφάλαια τους, να μειώσουν τον τραπεζικό δανεισμό τους, δημιουργώντας προοπτικές όχι μόνο για τα ίδια τα διυλιστήρια, αλλά και για το σύνολο της εγχώριας οικονομίας.

Αφαιρούνται λοιπόν πόροι από τα ταμεία των εταιρειών διύλισης. Γιατί; Διότι σύμφωνα με την κυβέρνηση έχουν προκύψει από τα υπερκέρδη. Ωστόσο, ο διαχωρισμός ανάμεσα στα κέρδη και στα υπερκέρδη είναι πλασματικός. Εάν τα αυξημένα κέρδη χαρακτηρίζονται αυθαίρετα σαν υπερκέρδη με σκοπό να φορολογηθούν, έχουμε πρόβλημα. Διότι με την ίδια λογική, εάν τα κέρδη των διυλιστηρίων σε κάποια συγκεκριμένη οικονομική χρήση υποχωρήσουν, τότε θα πρέπει να χαρακτηρισθούν σαν «υποκέρδη»; Και να απαιτήσουν οι εταιρείες διύλισης ενίσχυση από το κράτος;

Όταν το 2020 τα καθαρά κέρδη της HelleniQ Energy (πρώην ΕΛΠΕ) ήταν μόλις 5 εκατ. ευρώ, δεν θυμάμαι η κυβέρνηση να ασχολείται με το οριακά θετικό αποτέλεσμα του ισολογισμού της εταιρείας. Δεν θυμάμαι την κυβέρνηση να ανησυχεί για την πρωτοφανή πτώση της ζήτησης καυσίμων ή για την αποκλιμάκωση των διεθνών περιθωρίων διύλισης. Οι οποίες μαζί με τα διαδοχικά lockdown είχαν οδηγήσει σε απώλεια λειτουργικών κερδών άνω των 350 εκατ. ευρώ. Ενώ παράλληλα η υποτίμηση των αποθεμάτων λόγω της πτώσης τιμών είχε υπερβεί τα 500 εκατ. ευρώ.

Πώς ακριβώς προκύπτουν τα υπερκέρδη λοιπόν; Από τις διεθνείς τιμές πετρελαίου; Από την παραγωγικότητα των μονάδων διύλισης; Από τις επενδύσεις που έχουν γίνει; Από τη μείωση του κόστους λειτουργίας; Από τις υπερτιμήσεις των αποθεμάτων; Από τις μεταβολές στη σύνθεση των εσόδων των εισηγμένων εταιρειών; Ή από την κερδοσκοπία απέναντι στους καταναλωτές;

Όχι, η κυβέρνηση δεν αναφέρεται σε κερδοσκοπία. Το πρόβλημα της αγοράς καυσίμων είναι γνωστό. Μιλάμε για μια κλειστή αγορά με στρεβλώσεις και με ανύπαρκτο ανταγωνισμό, που μαζί με την υπερβολική κρατική φορολόγηση επιβαρύνει τα παραγωγικά και μεταφορικά κόστη, καθώς και τους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών. Η ακρίβεια στα καύσιμα απαιτεί λοιπόν άλλες προσεγγίσεις.

Εάν η κυβέρνηση θέλει να βάλει τάξη, να βοηθήσει τους καταναλωτές και να αναζητήσει διαφυγόντα φορολογικά έσοδα, τότε ας προσπαθήσει να επιλύσει τις παγιωμένες παθογένειες της αλυσίδας των καυσίμων. Ας θέσει ξεκάθαρους κανόνες για έναν υγιή ανταγωνισμό και για ένα πραγματικό και ουσιαστικό άνοιγμα της αγοράς. Μέσω αυτών των παρεμβάσεων να επιτύχει αφ’ ενός τη μείωση των τιμών και αφ’ ετέρου την αποκάλυψη και σύλληψη της «χαμένης» φορολογικής ύλης.

Αλλιώς τιμωρεί τις εταιρείες που κατάφεραν να αυξήσουν τα κέρδη τους, χωρίς να παραβούν τους κανόνες της αγοράς. Και αυτό είναι από μόνο του προβληματικό.

Στο αυριανό τρίτο άρθρο θα αναλύσουμε τις επιπτώσεις της κυβερνητικής απόφασης για τη φορολόγηση των «υπερκερδών», στην επενδυτική κοινότητα.