Ένα από τα μεγάλα ερωτηματικά που συνοδεύουν την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο είναι το τι θα γίνει με τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα και ιδίως στον τομέα των εμπορικών σχέσεων των δύο υπερδυνάμεων.
Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πως γνωρίζει τι τελικά θα κάνει ο νέος πρόεδρος σε αυτόν τον τομέα, και δεν είμαστε σίγουροι πως το ξέρει και ο ίδιος ο νέος πρόεδρος. Αυτό που μπορούμε να προσπαθήσουμε να κάνουμε όμως, είναι να δούμε πως προετοιμάζεται η Κίνα για να υποδεχθεί τη δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ και την εμπορική του πολιτική. Δύο αρκετά διαφωτιστικά άρθρα του Bloomberg από την προηγούμενη εβδομάδα μας δίνουν αρκετές πληροφορίες σχετικά με την κινεζική προετοιμασία σε ορισμένους κρίσιμους τομείς.
Ο πρώτος τομέας είναι αυτός της ενεργειακής ασφάλειας. Την Παρασκευή που μας πέρασε δημοσιεύθηκαν, από την εθνική στατιστική υπηρεσία της Κίνας, τα στοιχεία για την εγχώρια παραγωγή ορισμένων ενεργειακών πρώτων υλών. Ξεκινώντας από το αργό πετρέλαιο, βλέπουμε πως η ετήσια εγχώρια παραγωγή αυξήθηκε κατά 1,8% σε σχέση με το 2023, σημειώνοντας τη δεύτερη υψηλότερη επίδοση στην ιστορία. Την ίδια στιγμή όμως, μειώθηκε κατά 1,6% η παραγωγή των διυλιστηρίων αργού πετρελαίου της χώρας, φθάνοντας τα 708 εκατομμύρια τόνους.
Η μείωση της ζήτησης για ντίζελ και βενζίνη δεν προκαλεί έκπληξη, καθώς η αυτοκινητοβιομηχανία της χώρας στρέφεται όλο και πιο αποφασιστικά προς τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, και η βιομηχανία φορτηγών προς το φυσικό αέριο. Το γεγονός πως αυξήθηκε η εγχώρια παραγωγή αργού πετρελαίου ενώ μειώθηκε η συνολική ζήτηση για αυτό, δείχνει πως οι Κινέζοι προσπαθούν να μειώσουν την εξάρτησή τους από τις εισαγωγές, έστω και αν γνωρίζουν πως η ζήτηση για αργό πετρέλαιο πιθανότατα θα βαίνει μειούμενη με την πάροδο του χρόνου.
Η απόφαση της Κίνας να προσπαθήσει να μειώσει τις εισαγωγές καυσίμων φαίνεται και κοιτώντας την παραγωγή εγχώρια παραγωγή φυσικού αερίου, η οποία ανέβηκε κατά 6,2% σε σχέση με το 2023. Φαίνεται ακόμα περισσότερο και από το γεγονός πως είχαμε αύξηση και στην παραγωγή θερμικού άνθρακα, η οποία αυξήθηκε κατά 1,3% σε σχέση με το 2023 και έφθασε τα 4,76 δισεκατομμύρια τόνους.
Σύμφωνα με άρθρο του Bloomberg από την 9η Ιανουαρίου, η παραγωγή θερμικού άνθρακα αναμένεται να αυξηθεί και το 2025, κατά 1,5% σε σχέση με το 2024. Το ενδιαφέρον εδώ είναι πως η ζήτηση αναμένεται να αυξηθεί το 2025 μόνο κατά 1%, κάτι που σημαίνει πως η ηγεσία της χώρας έχει αποφασίσει να κρατά υψηλά τα αποθέματα θερμικού άνθρακα.
Αυτό, σύμφωνα με το διεθνές πρακτορείο, έχει σχέση με την επιθυμία της Κίνας να εξασφαλίσει την ενεργειακή της ασφάλεια, έχοντας αρκετά αποθέματα άνθρακα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν άμεσα σε περίπτωση που ανεβούν απότομα οι διεθνείς τιμές στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο και την ίδια στιγμή λειτουργούν ως φρένο για τις εγχώριες τιμές. Αν λάβουμε υπόψη μας και την τεράστια πρόοδο που κάνει η χώρα στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, κυρίως από την ηλιακή ακτινοβολία, και το μαζικό πρόγραμμα κατασκευής πυρηνικών εργοστασίων, γίνεται σαφές πως η Κίνα γίνεται σταδιακά όλο και πιο αυτόνομη ενεργειακά.
Η προσπάθεια της Κίνας να αποκτήσει ενεργειακή αυτονομία δεν έχει άμεση σχέση με τους δασμούς που θα επιβάλει ο Ντόναλντ Τραμπ, αλλά σίγουρα έχει ενταθεί από τη στιγμή που φαίνεται αρκετά πιθανός ένας εμπορικός πόλεμος και μία περαιτέρω χειροτέρευση των σχέσεων των δύο χωρών. Μία άλλη προσπάθεια όμως, αυτή της διαφοροποίησης των προμηθευτών της χώρας σε αγροτικά προϊόντα, σχετίζεται πιο πολύ με το ζήτημα των δασμών αλλά και με την πάγια προσπάθεια της Κίνας να ενισχύει την ασφάλειά της σε κάθε τομέα.
Όπως φαίνεται καθαρά σε ένα εκτενές άρθρο του Bloomberg από την 15η Ιανουαρίου, τα τελευταία χρόνια εξελίσσεται μία σαφής στροφή της Κίνας στις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής να είναι οι κυρίως ωφελούμενες, μαζί και με χώρες της Ασίας και της Αφρικής, και τις ΗΠΑ μαζί με τις υπόλοιπες δυτικές χώρες να χάνουν σταθερά έδαφος. (Στις δυτικές χώρες περιλαμβάνονται οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία και η Ευρωπαϊκή Ένωση).
Όπως φαίνεται στους πίνακες που ετοίμασε το διεθνές πρακτορείο βασιζόμενα στα στοιχεία των κινεζικών τελωνείων, οι αλλαγές είναι σημαντικές σε πολλούς τομείς. Στα αγροτικά προϊόντα μαζικής καλλιέργειας (δημητριακά, ρύζι, σόγια κ.α.) οι εισαγωγές από τις δυτικές χώρες έπεσαν το 2024 κατά 12,3% από την προηγούμενη χρονιά και βρέθηκαν κάτω από τα 150 δισεκατομμύρια δολάρια για πρώτη φορά μετά το 2018, ενώ το 2021 και το 2022 η αξία τους ήταν μεγαλύτερη από 200 δισεκατομμύρια δολάρια. Την αντίθετη πορεία έχουν ακολουθήσει οι εισαγωγές από τις χώρες της Κεντρικής και της Νότιας Αμερικής, με τη Βραζιλία να έχει σημειώσει τη μεγαλύτερη πρόοδο, παίρνοντας πολύ μεγάλο μερίδιο αγοράς από τις ΗΠΑ στον τομέα της σόγιας και του καλαμποκιού.
Οι εισαγωγές από αυτές τις χώρες ήταν το 2024 της τάξης των 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ το 2018 δεν είχαν ξεπεράσει τα 70 δισεκατομμύρια. Εκτός όμως από αυτές τις μαζικές εισαγωγές, φαίνεται πως η Κίνα προσπαθεί να ανοίξει νέους εμπορικούς δρόμους και σε άλλα προϊόντα όπου παραδοσιακά έκανε εισαγωγές από δυτικές χώρες. Ένα σχετικά ακραίο παράδειγμα είναι οι αστακοί, όπου τα προβλήματα στις σχέσεις της Κίνας με την Αυστραλία σχεδόν μηδένισαν σε ένα χρόνο τις εξαγωγές αστακών, από τους 15.000 τόνους το 2019.
Σχεδόν αυτομάτως, τη θέση της Αυστραλίας πήρε το Βιετνάμ, το οποίο φαίνεται πως διοχέτευσε σχεδόν όλη την παραγωγή του προς την Κίνα. Η Κίνα έχει διευρύνει και τις εμπορικές της σχέσεις με πολλές αφρικανικές χώρες, ξεκινώντας αξιόλογες εισαγωγές διαφόρων προϊόντων, όπως αβοκάντο, διάφορων ειδών ξηρών καρπών, μελιού από τη Νότια Αφρική, την Κένυα και τη Ζιμπάμπουε. Αντίστοιχες κινήσεις έχουν γίνει και προς τους παραγωγούς κρέατος σε χώρες της Νότιας Αμερικής, όπως η Βολιβία και η Ουρουγουάη, ενώ οι αρχές της Κίνας έχουν επιτρέψει και πάλι τις εισαγωγές χοιρινού κρέατος από τη Ρωσία και κοτόπουλων από την Ταϊλάνδη.
Όλα αυτά βέβαια δε σημαίνουν πως η Κίνα σκοπεύει να σταματήσει τις εισαγωγές δημητριακών, σόγιας, ρυζιού, κρεάτων και άλλων τροφίμων και αγροτικών προϊόντων από τις δυτικές χώρες. Είναι όμως βέβαιο πως η χώρα επιθυμεί να μειώσει όσο το δυνατόν περισσότερο τους κινδύνους για την επισιτιστική ασφάλειά της, κρατώντας ανοικτούς όσο περισσότερους εμπορικούς δρόμους γίνεται, έτσι ώστε να μπορεί να στραφεί σε κάποιον άλλο προμηθευτή αν προκύψουν σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις της με τις δυτικές χώρες. Οι κινεζικές προετοιμασίες μας θυμίζουν το γνωστό μας «των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν».
Αν η κατάσταση παραμείνει ομαλή και οι δασμοί του Ντόναλντ Τραμπ δε φέρουν μεγάλη αναταραχή, τότε θα συνεχίσουν να αγοράζουν σημαντικές ποσότητες από τις δυτικές χώρες. Αν όχι, θα προσπαθήσουν να αντικαταστήσουν τα δυτικά τρόφιμα με αντίστοιχες προμήθειες μέσω των εμπορικών δρόμων που έχουν ανοίξει με όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Ό,τι και να συμβεί τελικά, η Κίνα θέλει να είναι όσο το δυνατόν πιο έτοιμη γίνεται στο τομέα της επάρκειας τροφίμων, κάτι αντίστοιχο με αυτό που προσπαθεί να κάνει, όπως είδαμε πιο πριν, και με την ενεργειακή ασφάλεια.