Στην πολιτική μια εβδομάδα μπορεί να συμπυκνώσει μια δεκαετία γεγονότων, πόσο μάλλον ένας μήνας στον οποίο μεσολαβούν εκλογές. Για τις αγορές ένα τέτοιο χρονικό διάστημα με ρευστό αποτέλεσμα ισοδυναμεί με άπειρο χρηματιστηριακό χρόνο.
Μετά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, η απόφαση για προσφυγή στις κάλπες στη Γαλλία στις 30 Ιουνίου και 7 Ιουλίου υπενθύμισε στους επενδυτές ότι όταν οι συνθήκες αβεβαιότητας στα δημοσιονομικά μιας χώρας ενταθούν ξαφνικά η μεταβλητότητα επιστρέφει με εμφατικό τρόπο.
Το επίσημο κρατικό χρέος της Γαλλίας είναι 3 τρισ. ευρώ, σχεδόν δεκαπλάσιο από το χρέος της Ελλάδας. Το 2023 η Γαλλία εμφάνισε έλλειμμα προϋπολογισμού 5,5% σχεδόν διπλάσιο από το σύμφωνο σταθερότητας του Mάαστριχτ.
Αυτό που «έσωσε» τα γαλλικά ομόλογα ήταν η αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,9% ωστόσο οι προβλέψεις για φέτος αναμένουν μικρότερο ρυθμό αύξησης της ανάπτυξης και έλλειμμα 4,4% μικρότερο μεν, υψηλότερο δε από το ευρωπαϊκό όριο δημοσιονομικής πειθαρχίας. Το καμπανάκι δεν άργησε να βαρέσει και η S&P στις αρχές Ιουνίου υποβάθμισε κατά μια μονάδα το γαλλικό αξιόχρεο σε ΑΑ- από ΑΑ.
Με αυτά τα οικονομικά και με την αβεβαιότητα των εκλογών η Γαλλία πηγαίνει σε ένα σενάριο διακυβέρνησης όπου οι δύο επικρατέστεροι πόλοι δεν δείχνουν διατεθειμένοι να μειώσουν τα ελλείμματα.
Αντιθέτως, νομοσχέδια που αφορούν την ασφαλιστική μεταρρύθμιση και τη δημοσιονομική σύσφιξη τίθενται υπό αναθεώρηση ενώ την ίδια στιγμή για τη χρηματοδότηση φιλολαϊκών μέτρων εξαγγέλλονται νέες δαπάνες 100 δισ. ευρώ (Υγεία, 100.000 εργατικές κατοικίες, λιγότερη εξάρτηση από ΑΠΕ και επένδυση στην πυρηνική ενέργεια κλπ).
Τα χρήματα αυτά αναζητώνται πλέον από την αύξηση της εταιρικής φορολογίας, ενώ υπάρχουν και πλάνα για την κρατικοποίηση στρατηγικών επιχειρήσεων. Όλα αυτά θα ήταν πολύ ωραία και χρήσιμα αν η Γαλλία δεν είχε να χρηματοδοτήσει το 2024 και το 2025 λήξεις και νέες εκδόσεις κρατικού χρέους ίσο με το 21% του ΑΕΠ. Μόνο για το 2024 οι ανάγκες χρηματοδότησης είναι 300 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 144,5 δισ. ευρώ αφορούν τη χρηματοδότηση του ελλείμματος του προϋπολογισμού.
Όπως πάντα οι αγορές δεν άργησαν να αντιδράσουν: Οι πωλήσεις γαλλικού χρέους στη δευτερογενή αγορά έφεραν το αγοραίο κόστος χρηματοδότησης των δεκαετών ομολόγων ακόμα και στο 3,3%, επίπεδο υψηλότερο από την κρίση του 2012 και υψηλότερο από το τρέχον κόστος δανεισμού που έχουν τα κρατικά ομόλογα της Πορτογαλίας.
Οι τράπεζες ως είθισται ήταν ο αδύναμος κρίκος στην ιστορία καθώς έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους μέρος του γαλλικού χρέους, κάνοντας ήχο συγκριτικής αποτίμησης με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές Τράπεζες. Αν ο Μακρόν δεν καταφέρει να τερματίσει δεύτερος στον πρώτο γύρο των γαλλικών εκλογών η Ευρώπη θα κρατήσει την αναπνοή της τη δεύτερη Κυριακή. Προς το παρόν οι δημοσκοπήσεις δείχνουν 10 μονάδες διαφορά από τον δεύτερο.
Κανένα μνημόνιο και κανένα πρόγραμμα διάσωσης απ' όσα έχει δει η Ευρώπη στο πρόσφατο παρελθόν δεν θα είναι αρκετό για να μαζέψει την κατάσταση αν πάμε μετά τις 7 Ιουλίου σε εκτροχιασμό. Βέβαια αποδείχθηκε πολλές φορές (Τσίπρας, Τρους, Μελόνι) ότι όταν τα έρθει η ώρα της σύγκρουσης με την πραγματικότητα οι αγορές έχουν τον τελευταίο λόγο. Ας ελπίσουμε και τώρα να γίνει έτσι.