Οι μεγάλες εξαγορές των τελευταίων εβδομάδων στον χώρο της ενέργειας είναι μία καλή αφορμή για να δούμε τη στρατηγική που ακολουθούν οι μεγάλες ευρωπαϊκές και αμερικανικές εταιρείες του κλάδου και τα σχέδια των μεγάλων αραβικών δυνάμεων.
Χωρίς αμφιβολία, οι δύο πολύ μεγάλες εξαγορές που ανακοινώθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες στις ΗΠΑ δημιούργησαν αίσθηση λόγω του μεγέθους τους και έριξαν λίγο περισσότερο φως στη στρατηγική που ακολουθούν πλέον οι αμερικανικές ενεργειακές επιχειρήσεις. Οι δύο μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρείες του κλάδου, η Exxon Mobil (XOM NYSE) και η Chevron Texaco (CVX NYSE) συμφώνησαν να εξαγοράσουν την Pioneer Natural Resources (PXD NYSE) και τη Hess Corporation (HES NYSE) αντίστοιχα.
Διαβάζοντας τις αναλύσεις των ειδικών δημοσιογράφων και των χρηματιστηριακών αναλυτών και ακούγοντας τις δηλώσεις των πρωταγωνιστών των δύο μεγάλων επιχειρηματικών συμφωνιών μπορούμε να βγάλουμε ένα βασικό συμπέρασμα: οι μεγάλες ενεργειακές επιχειρήσεις στις ΗΠΑ έχουν αποφασίσει πως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο δεν πρόκειται να εξαφανιστούν σύντομα από την παγκόσμια ενεργειακή αγορά αλλά οι συνθήκες είναι τέτοιες που απαιτούν τη δημιουργία ακόμα πιο μεγάλων εταιρειών με διαφοροποιημένα ενεργειακά χαρτοφυλάκια και ισχυρή οικονομική θέση.
Τα χαρτοφυλάκια θα προσελκύουν τους μεγάλους επενδυτές και θα τις διασφαλίζουν από τις πιθανές έντονες μεταβολές των τιμών των υδρογονανθράκων και η οικονομική υγεία θα τους επιτρέπει να μοιράζουν τα μερίσματα που απαιτούν οι μέτοχοι και ταυτόχρονα να πραγματοποιούν τις απαραίτητες επενδύσεις. Το γεγονός πως και οι δύο εξαγορές θα γίνουν μόνο με ανταλλαγή μετοχών και χωρίς καταβολή μετρητών δείχνει ότι οι αγοραστές και οι πωλητές έχουν εμπιστοσύνη στο μέλλον του κλάδου τους αλλά αντιλαμβάνονται την ανάγκη μεγέθυνσής τους.
Όσον αφορά στα χαρτοφυλάκιά τους, είναι εύκολο να δούμε πως η νέα Exxon Mobil θα είναι η μεγαλύτερη δύναμη στα πολύτιμα σχιστολιθικά κοιτάσματα πετρελαίου του Τέξας και η νέα Chevron Texaco θα γίνει πολύ δυνατή στα αντίστοιχα κοιτάσματα της περιοχής της Βόρειας Ντακότας.
Την ίδια στιγμή, οι δύο αυτές επιχειρήσεις θα κατέχουν το 75% των κοιτασμάτων έξω από τις ακτές της Γουιάνας στη Νότιο Αμερική (η XOM είχε ήδη το 45% και η CVX αποκτά το 30% με την εξαγορά της Hess, ενώ το υπόλοιπο 25% παραμένει σε κινεζικά χέρια), δηλαδή θα ελέγχουν ένα από τα λίγα ταχέως αναπτυσσόμενα πετρελαϊκά πεδία στον κόσμο.
Όπως διαβάσαμε σε άρθρο του Bloomberg, οι δύο μεγάλες επιχειρήσεις θα ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος των κοιτασμάτων που είναι έξω από τον έλεγχο του ΟΠΕΚ+. Κοιτάζοντας λίγο παραπέρα, αντιλαμβανόμαστε πως οι αμερικανικές επιχειρήσεις ξέρουν πως τα σχιστολιθικά κοιτάσματα δεν έχουν απεριόριστη διάρκεια ζωής και θέλουν να μετατοπίσουν σταδιακά το κέντρο βάρος των δραστηριοτήτων τους προς τα υποθαλάσσια κοιτάσματα στη Γουιάνα και αλλού.
Όσο πιο δυνατές οικονομικά είναι τόσο πιο εύκολα θα μπορέσουν να κινηθούν. Η λογική λέει πως σύντομα θα δούμε και άλλες συμφωνίες μεταξύ μικρότερων εταιρειών με σκοπό τη μεγαλύτερη συγκέντρωση δυνάμεων.
Λαμβάνοντας υπόψη μας και το γεγονός ότι σε δύο περίπου χρόνια θα έχουν ολοκληρωθεί οι επενδύσεις για τη σημαντική αύξηση της δυναμικότητας των εγκαταστάσεων υγροποίησης φυσικού αερίου για εξαγωγές LNG από τις ΗΠΑ προς τον υπόλοιπο κόσμο μπορούμε να συνοψίσουμε τις βασικές γραμμές της αμερικανικής στρατηγικής: προσεκτική εκμετάλλευση των σχιστολιθικών κοιτασμάτων από πιο ισχυρές εταιρείες, σταδιακή ενίσχυση των δραστηριοτήτων σε υποθαλάσσια κοιτάσματα σε ασφαλείς περιοχές και διεκδίκηση όλο και μεγαλύτερου μεριδίου στην παγκόσμια αγορά LNG, με τις επενδύσεις για όλα αυτά να γίνονται με τέτοιο τρόπο που να περισσεύουν αρκετά χρήματα για γενναία μερισματική πολιτική.
Αν δούμε τις κινήσεις των ευρωπαϊκών μεγάλων επιχειρήσεων όπως η Shell (SHELL AMSTERDAM) η BP (BP LONDON) και η Total Energies (TTE PARIS), είναι δύσκολο να περιμένουμε κάποια σημαντική εξαγορά σαν και αυτές που είδαμε στις ΗΠΑ. Το κλίμα στην Ευρώπη είναι πολύ διαφορετικό, καθώς η κοινωνική και πολιτική πίεση για απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα είναι ακόμα πολύ αισθητή και η εξαγορά μίας τέτοιας επιχείρησης θα συναντούσε πολλές αντιδράσεις.
Επίσης, οι αποτιμήσεις των μετοχών τους είναι πολύ πιο χαμηλές από τις αμερικανικές σε σχέση με τα κέρδη και τις ταμειακές ροές τους, κάτι που σημαίνει πως αν θέλουν να εξαγοράσουν κάποια εταιρεία θα πρέπει να προσφέρουν στους μετόχους της πολύ μεγαλύτερο αριθμό μετοχών απ’ ότι έκαναν οι Αμερικανοί συνάδελφοί τους.
Αν θελήσουν να εξαγοράσουν κάποια μεγάλη επιχείρηση που ασχολείται με τη «πράσινη ενέργεια» ίσως αντιμετωπίσουν άλλου τύπου δυσκολίες καθώς σε αρκετές περιπτώσεις στους μετόχους τέτοιων επιχειρήσεων περιλαμβάνονται και κυβερνήσεις κρατών που δεν θα είναι καθόλου πρόθυμες να πουλήσουν. Αυτό ίσως να εξηγεί το γεγονός πως οι περισσότερες σημαντικές κινήσεις αυτών των εταιρειών έχουν σχέση με το LNG και την εξασφάλιση πολυετών μεγάλων συμβολαίων προμήθειας από παραγωγούς χώρες όπως το Κατάρ.
Και εδώ βέβαια δεν υπάρχει καμία διάθεση για μεγαλεπήβολα σχέδια που θα απαιτήσουν επενδύσεις που θα απειλήσουν τη γενναία μερισματική πολιτική των εταιρειών.
Τα πράγματα στην Αραβική χερσόνησο είναι αρκετά διαφορετικά. Ενώ οι αμερικανικές και οι ευρωπαϊκές εταιρείες περιμένουν πως η ζήτηση από τις κύριες αγορές τους τα επόμενα χρόνια δεν πρόκειται να αυξηθεί σημαντικά και ίσως και να μειωθεί, οι αραβικές χώρες κινούνται έχοντας την προοπτική της αύξησης της ζήτησης από τις υπόλοιπες ασιατικές χώρες.
Οι μεγάλες επενδύσεις εκσυγχρονισμού των διυλιστηρίων τους και των πετροχημικών εργοστασίων γίνονται με το μάτι στην Ασία και όχι στην Ευρώπη και την Αμερική. Χαρακτηριστικό αυτής της τάσης είναι η πρόσφατη επένδυση της Aramco σε μία κινεζική εταιρεία πετροχημικών και διύλισης πετρελαίου με αντάλλαγμα την προμήθειά της με 480.000 βαρέλια σαουδαραβικού πετρελαίου την ημέρα, για είκοσι χρόνια.
Αυτά στον πετρελαϊκό τομέα, γιατί στον τομέα του φυσικού αερίου και του υγροποιημένου φυσικού αερίου γίνονται πολύ μεγάλες επενδύσεις και για την ανάπτυξη νέων μεγάλων κοιτασμάτων με το μυαλό και στην Ευρώπη. Προ εβδομάδων είχαμε δει (Το άνοιγμα της Σαουδικής Αραβίας στην αγορά φυσικού αερίου | Liberal.gr) τις τεράστιες επενδύσεις της Σαουδικής Αραβίας στον τομέα αυτόν, όπου η ανάπτυξη μόνο ενός κοιτάσματος θα κοστίσει περίπου 110 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2030.
Οι αντίστοιχες επενδύσεις του Κατάρ, οι οποίες αναμένεται να ολοκληρωθούν αρκετά πιο σύντομα, ανέρχονται και αυτές σε δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια και ήδη φαίνεται πως στέφονται με επιτυχία αν κρίνουμε από τα συμβόλαια πώλησης LNG προς τις μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες που υπεγράφησαν τις προηγούμενες εβδομάδες.
Εδώ βέβαια πρέπει να επισημάνουμε πως η μεγάλη ευρωπαϊκή ζήτηση για LNG είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των συνεπειών της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Προφανώς, στην περίπτωση των αραβικών χωρών τα μερίσματα που θα λαμβάνουν οι μέτοχοι δεν παίζουν τόσο σημαντικό ρόλο όσο στις δυτικές επιχειρήσεις.
Αυτό που παίζει όμως μεγάλο ρόλο είναι οι ανάγκες των κρατικών προϋπολογισμών για τη χρηματοδότηση του μετασχηματισμού των οικονομιών τους, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό της Σαουδικής Αραβίας και του σχεδίου του διαδόχου Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν. Όσο οι τιμές του αργού πετρελαίου και του φυσικού αερίου βρίσκονται στα επιθυμητά επίπεδα θα περισσεύουν και τα χρήματα για τις μεγάλες επενδύσεις.
Σε αντίθετη περίπτωση, ο υπουργός οικονομικών θα πρέπει να αποφασίσει αν θα δώσει προτεραιότητα στον κρατικό προϋπολογισμό ή στη συνέχιση των επενδύσεων. Βλέποντας τα πράγματα κάτω από αυτό το πρίσμα μπορούμε να πούμε πως η διαφορά δεν είναι και πολύ μεγάλη από τα διλήμματα όσων διευθύνουν τις μεγάλες δυτικές επιχειρήσεις, μόνο που αυτοί έχουν να αντιμετωπίσουν τη δυσαρέσκεια των μετόχων τους και όχι τις διαμαρτυρίες των πολιτών.
Θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να δούμε πόσο επιτυχημένη θα αποδειχθεί η στρατηγική των τριών από τους πιο βασικούς παράγοντες της παγκόσμιας αγοράς ενέργειας. Οποιαδήποτε πρόβλεψη είναι εξαιρετικά ριψοκίνδυνη αφού όλα θα εξαρτηθούν από την εξέλιξη της ζήτησης για υδρογονάνθρακες στις διάφορες περιοχές του κόσμου τα επόμενα χρόνια.
Όποιος ισχυριστεί πως γνωρίζει την απάντηση σε αυτό το αίνιγμα παίρνει σίγουρα ένα πολύ μεγάλο ρίσκο. Εμείς σίγουρα δεν πρόκειται να το πάρουμε.