Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο επιφύλαξε δυσάρεστες εκπλήξεις για δύο πολύ γνωστούς ηγέτες μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών.
Ο Carlos Tavares ήταν διευθύνων σύμβουλος της αυτοκινητοβιομηχανίας Stellantis (STLA NYSE, STLAM MILANO, STLAP PARIS), ιδιοκτήτριας των πασίγνωστων σημάτων Fiat, Peugeot, Vauxhall, Alfa Romeo, Maserati, Opel, Chrysler, Jeep, Dodge και Ram. Ο άνθρωπος που ήταν (κατά το Bloomberg) ο αξιωματούχος της παγκόσμιας αυτοκινητοβιομηχανίας που τον έτρεμαν φίλοι και συνεργάτες, οδηγήθηκε στον έξοδο από το Διοικητικό Συμβούλιο του πολυεθνικού ομίλου.
Ο Pat Gelsinger ήταν διευθύνων σύμβουλος της κάποτε μεγαλύτερης βιομηχανίας microchips στον κόσμο, της αμερικανικής Intel (INTC NASDAQ). Και στη δική του περίπτωση, το Διοικητικό Συμβούλιο του κατέστησε σαφές πως δεν τον θεωρεί πλέον κατάλληλο για αυτή τη θέση και ο Gelsinger διάλεξε τον δρόμο της παραίτησης. Οι δύο περιπτώσεις έχουν κάποια κοινά. Πέρα από το ότι και οι δύο αξιωματούχοι εξαναγκάστηκαν σε αποχώρηση, οι δύο εταιρείες δεν έχουν πάει καθόλου καλά το τελευταίο διάστημα, η μεν Stellantis από τη φετινή άνοιξη η δε Intel εδώ και παραπάνω από δύο χρόνια, ενώ οι μετοχές τους έχουν απογοητεύσει πλήρως τους επενδυτές, αφού έχουν πέσει κατά περίπου 50% από την αρχή του χρόνου τη στιγμή που οι δείκτες κάνουν απανωτά ρεκόρ.
Υπάρχουν, όμως, και αρκετές σημαντικές διαφορές. Στην περίπτωση του Tavares, τα προβλήματα της εταιρείας έχουν σχέση με τη γενικότερη δύσκολη κατάσταση των παραδοσιακών δυτικών αυτοκινητοβιομηχανιών αλλά και με δικά του σημαντικά στρατηγικά λάθη, τον μάλλον αυταρχικό τρόπο διοίκησης και τις πολύ κακές σχέσεις του με τις εργατικές ενώσεις και τις πολιτικές ηγεσίες των ευρωπαϊκών χωρών, στις οποίες δραστηριοποιείται.
Στην περίπτωση του Gelsinger, το βασικό πρόβλημα είναι η καθυστέρηση στην εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης της εταιρείας που εκπόνησε και ανέλαβε να εκτελέσει το 2021, όταν επέστρεψε στην επιχείρηση από την οποία ξεκίνησε την καριέρα του. Τα προβλήματα τα κληρονόμησε από τους προκατόχους του αλλά το Συμβούλιο μάλλον έχασε την υπομονή του και αποφάσισε να αναθέσει σε κάποιον άλλον τη συνέχιση της προσπάθειας ανάκαμψης, με τον ίδιο ή άλλο στρατηγικό σχεδιασμό.
Τι γίνεται από εδώ και πέρα; Πολύ δύσκολο να πούμε, καθώς η κατάσταση στις δύο μεγάλες εταιρείες είναι δύσκολη και περίπλοκη. Η Stellantis έχει να αντιμετωπίσει από τη μία μεριά την επέλαση των φθηνών κινεζικών ηλεκτρικών αυτοκινήτων στην Ευρώπη και τη μειωμένη ζήτηση για τα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα μέσα στην ήπειρό μας. Από την άλλη, πρέπει άμεσα να προσπαθήσει να διορθώσει την κατάσταση που δημιούργησαν τα λάθη του Tavares στις ΗΠΑ, όπου οι πωλήσεις έχουν μειωθεί, τα αποθέματα έχουν αυξηθεί επικίνδυνα και υπάρχουν φόβοι πως αυτή η κατάσταση μπορεί να προκαλέσει μη αναστρέψιμη ζημιά στο πιο κερδοφόρο κομμάτι της Stellantis, δηλαδή τα μεγάλα ημιφορτηγά και τα αυτοκίνητα τύπου Jeep που αρέσουν πολύ στους Αμερικανούς οδηγούς.
Πριν από σχεδόν τρεις μήνες, το Black Box είχε ασχοληθεί με το θέμα και την απόγνωση των dealers που πουλάνε από τις εκθέσεις τους τα αυτοκίνητα της Stellantis. Η ένωση των dealers είχε κατηγορήσει δημοσίως τον Tavares πως προξένησε μεγάλη ζημιά στην εταιρεία δίνοντας προτεραιότητα στην επίτευξη βραχυπρόθεσμων κερδών που ανέβασαν τη μετοχή και εκτόξευσαν τα δικά του bonus. Η σοβαρότητα της κατάστασης στις ΗΠΑ φαίνεται και από το γεγονός πως ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου John Elkann, εκπρόσωπος της ιστορικής οικογένειας Agnelli της Fiat, πήρε αμέσως μετά την απόλυση του Tavares το αεροπλάνο και ταξίδεψε στις ΗΠΑ, αφού όμως πρώτα ενημέρωσε την Ιταλίδα πρωθυπουργό.
Ο Elkann έχει αναλάβει και το δύσκολο έργο της εύρεσης του αντικαταστάτη του Tavares. Ο νέος επικεφαλής της εταιρείας θα πρέπει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα στις ΗΠΑ, να προσπαθήσει να μειώσει την απόσταση που χωρίζει τεχνολογικά την εταιρεία από τους Κινέζους πρωτοπόρους της ηλεκτροκίνησης και να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των δασμών που μπορεί να επιβάλει ο Ντόναλντ Τραμπ στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα. Πολύ δύσκολο έργο που μόνο ένας πολύ φιλόδοξος και έμπειρος γνώστης της παγκόσμιας αυτοκινητοβιομηχανίας μπορεί να το αναλάβει, γνωρίζοντας πως θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να βάλει τάξη στα αμερικανικά προβλήματα της επιχείρησης.
Μπορεί να ακούγεται λίγο παράξενο αλλά ο Gelsinger έχασε τη θέση του σε μεγάλο βαθμό γιατί τα πράγματα εξελίσσονται περίπου όπως τα είχε περιγράψει το 2022, όταν ξεκίνησε την εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης της Intel. Τότε είχε προειδοποιήσει πως θα περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι να έρθουν τα αποτελέσματα και θα χρειαστεί να κάνουν όλοι υπομονή. Αυτή η εκτίμηση έχει σε γενικές γραμμές επαληθευθεί αλλά συνοδεύθηκε και από μία σημαντική χειροτέρευση της κατάστασης στην αγορά των τύπων των μικροεπεξεργαστών που δραστηριοποιείται κυρίως η εταιρεία, δηλαδή στους προσωπικούς υπολογιστές και τα laptop και από την έκρηξη του ενδιαφέροντος για έναν τομέα, στον οποίο η εταιρεία δεν έχει καταφέρει ακόμα να κάνει πολλά πράγματα, δηλαδή αυτόν της Τεχνητής Νοημοσύνης. Τα πολύ άσχημα οικονομικά αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν στο τέλος Ιουλίου διέλυσαν τη μετοχή και χειροτέρεψαν πολύ την κατάσταση για τον Gelsinger.
Μετά τον εξαναγκασμό του σε παραίτηση, κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος για το τι θα γίνει με το γιγαντιαίο επενδυτικό πρόγραμμα της εταιρείας, το οποίο προβλέπει την ανέγερση υπερσύγχρονων εργοστασίων στις ΗΠΑ με τη βοήθεια και του αμερικανικού δημοσίου. Η Intel έχει εξασφαλίσει χρηματοδότηση σχεδόν 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων από το Chips Act και το πρόγραμμα IRA αλλά τα εργοστάσια θα αργήσουν να λειτουργήσουν. Το πρόσωπο που θα επιλεγεί να ηγηθεί της εταιρείας μπορεί να αποφασίσει να αλλάξει το σχέδιο του Gelsinger, το οποίο προβλέπει τη συνέχιση της παραγωγής των δικών της microchips αλλά και την ανάληψη συμβάσεων για την κατασκευή στα εργοστάσιά της μικροεπεξεργαστών για άλλες εταιρείες του κλάδου που δεν διαθέτουν δικές τους παραγωγικές εγκαταστάσεις.
Ο απελθών διευθύνων σύμβουλος πίστευε πως θα προλάβει να δει την Intel να παράγει και πάλι microchips που θα είναι κορυφαία από πλευράς τεχνολογίας και για την ίδια και για τους πελάτες της. Αν ο διάδοχος (ή η διάδοχος) αποφασίσει να αλλάξει αυτή τη στρατηγική, τότε ίσως δούμε την πώληση κάποιων εργοστασίων σε ανταγωνιστές. Μπορούμε να δούμε και την πώληση εξειδικευμένων τμημάτων της εταιρείας, όπως η Altera και η Mobileye. Μπορεί να δούμε και την εταιρεία να γίνεται στόχος εξαγοράς από κάποια άλλη μεγάλη επιχείρηση του κλάδου.
Όλα αυτά, όμως, τα σενάρια μπορεί να προσκρούσουν στις αντιρρήσεις εποπτικών αρχών στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες, καθώς η Intel, έστω και στην τωρινή άσχημη κατάσταση, είναι η μόνη δυτική επιχείρηση με εκτεταμένες παραγωγικές εγκαταστάσεις παραγωγής μικροεπεξεργαστών. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με τη σημαντική οικονομική ενίσχυση που έχει ήδη εξασφαλίσει, κάνουν το έργο όποιου αναλάβει τη θέση του Gelsinger εξαιρετικά δύσκολο.
Τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες θα ακούσουμε πολλές φήμες και εικασίες σχετικά με το τι θα γίνει με την εταιρεία. Πρέπει, όμως, να έχουμε στο νου μας πως ό,τι και να γίνει, ο πυρήνας της εταιρείας είναι ζωτικής σημασίας για τις ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει πως η οποιαδήποτε νέα στρατηγική της επιχείρησης θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να διασφαλίζει πως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκφυλιστεί η παραγωγική και τεχνολογική βάση της εταιρείας.
Ο χρόνος θα δείξει, αν οι δραστικές κινήσεις των διοικητικών συμβουλίων των δύο πολύ μεγάλων εταιρειών ήταν σωστές και αν ήρθαν την κατάλληλη στιγμή. Το πόσος θα είναι αυτός ο χρόνος είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση!