Η αγορά ομολόγων στη Γαλλία δεν χτυπήθηκε ακόμη από τη σφοδρή θύελλα για την οποία προειδοποιούσε ο πρωθυπουργός Michel Barnier. H κατάρρευση της κυβέρνησής του, όμως, το βράδυ της Τετάρτης, θα φέρει μάλλον περισσότερο πόνο στους φορολογούμενους, τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις.
Η κυβέρνηση Barnier έπεσε, καθώς η ακροδεξιά συμμάχησε με την αριστερά, στηρίζοντας την πρόταση μομφής μετά από διαφωνίες για τον προϋπολογισμό του 2025 και τα μέτρα ύψους 60 δισ. ευρώ, για να περιοριστεί το δημοσιονομικό έλλειμμα που είναι διπλάσιο του ορίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η αγορά ομολόγων έχει ήδη αντιδράσει. Την Δευτέρα, για πρώτη φορά, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης πλήρωσε υψηλότερες αποδόσεις στα κρατικά ομόλογα απ' ό,τι η Ελλάδα.
Το πριμ ρίσκου, το spread των γαλλικών ομολόγων με τα γερμανικά διευρύνθηκε στις 90 μονάδες βάσης, στο υψηλότερο επίπεδο από το 2012 στην κλιμάκωση της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης.
Το επακόλουθο είναι να έχει ανάψει η συζήτηση για πιθανό comeback των «αυτόκλητων τιμωρών» στην αγορά ομολόγων που πιέζουν για υψηλότερες αποδόσεις από τις δανειζόμενες κυβερνήσεις, όταν διαπιστώνουν δημοσιονομικό εκτροχιασμό.
Ωστόσο, οι μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές θεωρούν την πτώση της κυβέρνησης, μετά από την πρόταση μομφής, ως το τελευταίο επεισόδιο ενός αργού ξυπνήματος. Δεν βλέπουν κάτι αντίστοιχο με αυτό που έζησε η Βρετανία στη σύντομη πρωθυπουργία της Liz Truss, της αρχηγού των Συντηρητικών, η θητεία της οποίας διήρκεσε μόνο 49 ημέρες το 2022, μετά την πρόκληση μεγάλης αναστάτωσης στην αγορά ομολόγων.
Σύμφωνα με την UBS, η πτώση της γαλλικής κυβέρνησης δεν αναμένεται να προκαλέσει μεγάλη διεύρυνση των spread από τα τρέχοντα επίπεδα, καθώς η εξέλιξη είχε ήδη τιμολογηθεί από την αγορά.
Άλλοι διαχειριστές εκτιμούν ότι πρόκειται για βραδυφλεγή κρίση που θα οδηγήσει σε διεύρυνση των spread και στην επιδείνωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Γαλλίας.
Προς το παρόν, όμως, δεν βλέπουν τα συστατικά για να τεθεί η κατάσταση εκτός ελέγχου και να πάρει τη μορφή μιας νέας κρίσης χρέους.
Πάντως, ένδειξη ότι αναμένεται περισσότερος πόνος είναι το ότι οι επενδυτές βλέπουν το spread, τη διαφορά απόδοσης, να μεγαλώνει στις 100 μονάδες βάσης. Αυτό θα είναι σημάδι ότι στα μάτια των επενδυτών, η Γαλλία θα αξιολογείται στα ίδια επίπεδα με την Ιταλία.
Χωρίς τα μέτρα που σχεδίαζε η κυβέρνηση Barnier, η πρώτη κυβέρνηση που κατέρρευσε μετά από πρόταση μομφής από το 1962, το έλλειμμα του προϋπολογισμού μπορεί να φτάσει το 7% του ΑΕΠ το 2025 αντί για το 5% που στόχευε.
Δεν είναι ξεκάθαρο, όμως, αν αυτό θα οδηγήσει σε αναθεώρηση, όσον αφορά στη βιωσιμότητα του γαλλικού δημοσίου χρέους. Την Παρασκευή, ο οίκος Standard & Poor's διατήρησε την αξιολόγηση της Γαλλίας αμετάβλητη στο ΑΑ-.
Το πριμ κινδύνου της Ιταλίας έχει κρατηθεί σταθερό τις δύο τελευταίες εβδομάδες, καθώς το γαλλικό αυξανόταν. Είναι μια διαφορετική εικόνα, σε σύγκριση με αυτήν πριν από μια δεκαετία, όταν η νευρικότητα στις αγορές παρέσυρε όλα τα ομόλογα των χωρών της Ευρωζώνης.
Το εργαλείο ΤΡΙ (Transmission Protection Instrument) της ΕΚΤ, που επιτρέπει αγορές ομολόγων μιας χώρας, της οποίας το χρέος δέχεται πίεση, έχει αυξήσει την εμπιστοσύνη της αγοράς και η νομισματική αρχή της Ευρωζώνης δεν αναμένεται να παρέμβει σύντομα.
Σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, για να συμβεί αυτό θα πρέπει η χώρα να έχει εξαντλήσει όλα τα αναγκαία μέτρα για το έλλειμμά της.
Μπορεί το άλγος στη γαλλική αγορά ομολόγων να ήταν περιορισμένο μέχρι τώρα. Η κατάρρευση της κυβέρνησης, όμως, θα δυσκολέψει την προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το πιεστικό πρόβλημα του δημοσιονομικού ελλείμματος.
Η πολιτική αβεβαιότητα κάνει τις επιχειρήσεις πιο επιφυλακτικές, καθώς ο ορίζοντας δεν είναι ξεκάθαρος για το τι θα συμβεί με τους φόρους και την ευρύτερη οικονομική πολιτική.
Αυτό μπορεί να έχει επιπτώσεις στα φορολογικά έσοδα, η αδυναμία των οποίων ήταν από τους κύριους λόγους που το έλλειμμα διογκώθηκε φέτος.
Η πολιτική αβεβαιότητα αφήνει επίσης τη Γαλλία ιδιαίτερα εκτεθειμένη σε μια φάση που η αδύναμη οικονομία της Ευρώπης αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο ενός εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ και την επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας.
Και οι «αυτόκλητοι τιμωροί» στην αγορά ομολόγων καιροφυλακτούν.