Τους καταλύτες που θα πυροδοτήσουν μία δυναμική ανοδική αντίδραση και θα φέρουν νέα διαδοχικά ρεκόρ, όπως συνέβη πολλές φορές κατά τη διάρκεια του 2024, αναζητούν οι αγορές. Μπορεί οι μεγαλύτεροι χρηματιστηριακοί δείκτες του κόσμου να βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, ωστόσο το γενικότερο κλίμα χαρακτηρίζεται από αυξημένη αβεβαιότητα. Και αυτό διότι το μείγμα επίμονου πληθωρισμού και δασμών θεωρείται ικανό να «φρενάρει» τις μειώσεις επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες.
Με τα σημερινά δεδομένα φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο να επαναληφθεί η φρενίτιδα του 2024 που οδήγησε τον S&P 500 σε 57 νέα ιστορικά υψηλά, τον Dow Jones σε 47 και τον τεχνολογικό Nasdaq σε 38 ρεκόρ. Μέσα στο 2025, ο S&P 500 έχει κλείσει μόλις μία φορά σε νέο ιστορικό υψηλό, στις 23 Ιανουαρίου και στις 6.118 μονάδες. Την Παρασκευή ο κορυφαίος δείκτης της Wall έκλεισε στις 6.114 μονάδες, ολοκληρώνοντας την εβδομάδα με κέρδη 1,5% παρά τις ανησυχίες για τον πληθωρισμό.
Τα επίσημα στοιχεία έδειξαν ότι ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ ενισχύθηκε κατά 0,5% τον Ιανουάριο, που είναι η μεγαλύτερη μηνιαία άνοδος από τον Ιούλιο του 2023. Εύλογα, λοιπόν, οι επενδυτές ανησυχούν ότι η Fed θα σταματήσει επ’ αόριστον τις μειώσεις επιτοκίων, ενώ δεν αποκλείεται ακόμα και το ενδεχόμενο να εξεταστεί η αύξηση των επιτοκίων στην περίπτωση που ο πληθωρισμός επιταχύνει περαιτέρω. Τα επενδυτικά… πνεύματα ηρέμησαν κάπως προς το τέλος της εβδομάδας καθώς νέα στοιχεία προμηνύουν επιβράδυνση του δείκτη προσωπικών καταναλωτικών δαπανών, τον οποίο παρακολουθεί στενά η Fed για να αξιολογεί την πορεία των τιμών.
Την ίδια ώρα, στο μέτωπο των δασμών, ο Ντόναλντ Τραμπ απειλεί να βάλει φωτιά στο διεθνές εμπόριο, να κλιμακώσει τις παγκόσμιες εμπορικές εντάσεις και να αναθερμάνει τον πληθωρισμό, επιβάλλοντας «ανταποδοτικούς» δασμούς. Οι ανταποδοτικοί δασμοί τελικά δεν ανακοινώθηκαν μέσα στην εβδομάδα και οι επενδυτές ελπίζουν ότι θα μείνουν εργαλείο διαπραγμάτευσης και δε θα τεθούν σε εφαρμογή. Όμως πλησιάζει ο Απρίλιος, όταν ο Αμερικανός πρόεδρος θα έχει στα χέρια την έκθεση για τους δασμούς που πρέπει να επιβληθούν.
Η αφορμή ή το «καύσιμο» για μία νέα ανοδική πορεία των μετοχών θα προέλθουν, σύμφωνα με αναλυτές, είτε από την οικονομία, είτε από τον Τραμπ, διότι η Fed εκτιμάται πως θα τηρήσει στάση αναμονής τουλάχιστον για το επόμενο δίμηνο. Η αποφυγή ενός παγκόσμιου εμπορικού πολέμου θεωρείται σήμερα ο βασικός καταλύτης για τη συνέχεια.
Μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο, οι δείκτες της Wall Street ενώ παρουσιάζουν ορισμένα ανοδικά ξεσπάσματα, δεν εντυπωσιάζουν και υποαποδίδουν σε σύγκριση με τους ευρωπαϊκούς δείκτες. Στην Ευρώπη, η εικόνα είναι διαφορετική γιατί η ΕΚΤ παραμένει σε τροχιά χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής. Ανησυχίες φυσικά και υπάρχουν, καθώς ο Τραμπ δηλώνει έτοιμος να επιβάλλει δασμούς στις εισαγωγές ευρωπαϊκών προϊόντων, ωστόσο οι ευρωπαϊκές μετοχές υπεραποδίδουν των αμερικανικών μέσα στο 2025.
Για του λόγου το αληθές, ο γερμανικός DAX σημείωσε νέο ιστορικό υψηλό την περασμένη Πέμπτη, μετά από ένα εντυπωσιακό ανοδικό κρεσέντο. Ο βασικός δείκτης του χρηματιστηρίου της Φρανκφούρτης έχει κλείσει με αρνητικό πρόσημο μόλις 5 φορές τον τελευταίο μήνα, ενώ στο ίδιο διάστημα καταγράφει κέρδη της τάξης του 12%, έναντι 4,8% για τον S&P 500 και 5% για τον Nasdaq. Οι αποδόσεις των ευρωπαϊκών δεικτών φέτος ξεχωρίζουν, με τον DAX στο +13%, τον γαλλικό CAC στο +10,8% και τον πανευρωπαϊκό STOXX 50 στο +12,2%.
Εκτός από τις ανησυχίες για πιθανό παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο, παρατηρείται και αυξημένη αβεβαιότητα σχετικά με το κατά πόσο μπορεί να συντηρηθεί το επενδυτικό ενδιαφέρον μόνο από την τεχνητή νοημοσύνη. Μην ξεχνάμε ότι η AI mania ήταν ο βασικός λόγος που ο S&P 500 σημείωσε κέρδη άνω του 20% τόσο το 2023, όσο και το 2024. Πλέον, το ενδιαφέρον για τις Magnificent 7 έχει κάπως ατονήσει και οι επενδυτές αναζητούν νέες αφορμές για να συνεχιστεί το ράλι.
Βλέπετε, συμπληρώνονται 25 χρόνια από τη στιγμή που έσκασε η φούσκα των dot.com και δε λείπουν οι παραλληλισμοί με τη μεγάλη άνοδο των μετοχών που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη. Υπενθυμίζεται πως όταν έληξε η bull market που οφείλονταν στην ανάπτυξη του διαδικτύου, η bear market που ακολούθησε παρέσυρε την αμερικανική οικονομία σε ύφεση, μετά τη μεγαλύτερη περίοδο μεγέθυνσης του ΑΕΠ στη σύγχρονη ιστορία της.