Ο Χέρμαν Μέλβιλ αναγνωρίζεται διεθνώς ως φωτεινή σελίδα της λογοτεχνίας του 19ου αιώνα. Αγέραστος στο χρόνο παραμένει μεγάλος ως τις μέρες μας. Ο Αμερικανός συγγραφέας που είναι περισσότερο γνωστός για το βιβλίο του «Μόμπι Ντικ», παρέμεινε εν πολλοίς άγνωστος, παρόλο που οι χαρακτήρες του - όπως ο Starbuck που έδωσε έμπνευση στην κορυφαία αλυσίδα καφέ ή η «λευκή φάλαινα» που στην αγγλική συμβολίζει κάθε υπέρμετρη φιλοδοξία - έχουν περάσει στη γλώσσα και στην ποπ κουλτούρα.
Η συλλογή Herman Melville του William S. Reese έρχεται από τον Christie’s και μας μπάζει στον ωκεανό του ίδιου του συγγραφέα. Περιλαμβάνει 100 λαχνούς, μια συλλογή από επιστολές, βιβλία, οικογενειακά κειμήλια και μερικά από τα προσωπικά αντικείμενα του γραφιά (1-14 Σεπτεμβρίου στον Christie’s Online).
Γεννημένος την 1η Αυγούστου 1819 στην πόλη της Νέας Υόρκης, ο Χέρμαν ήταν το τρίτο από τα οκτώ παιδιά που έφεραν στον κόσμο ο Άλαν και η Μαρία Μέλβιλ. Όταν ο Χέρμαν ήταν δέκα ετών, ο πατέρας του - ένας άλλοτε ευκατάστατος έμπορος - κήρυξε πτώχευση. Ακολούθησαν δύο χρόνια οικονομικής δυσχέρειας, στη διάρκεια των οποίων η οικογένεια μετακόμισε στο Όλμπανι. Οι δυσκολίες επιδεινώθηκαν το 1831, όταν ο πατριάρχης πέθανε, αφήνοντας πίσω λίγα χρήματα στη γυναίκα και τα παιδιά του.
Για να ξεπλύνει την ντροπή της χρεοκοπίας - ίσως και πρακτικά για να αποφύγει τις τράπεζες - η μητέρα του Melville πρόσθεσε ένα «e» στο οικογενειακό όνομα. Έκανε δουλειές του ποδαριού και, τελικά, πήρε πτυχίο νομικής, γεγονός που είναι άθλος για τα μέτρα της εποχής. Αντίστοιχα, ο Μέλβιλ πέρασε από διάφορες δουλειές, ώσπου μπάρκαρε σε πλοίο - φορτηγό και στη συνέχεια σε φαλαινοθηρικό (1841).
Στις 3 Ιανουαρίου 1841, ο Μέλβιλ απέπλευσε με το σκάφος Acushnet από το New Bedford του Κονέκτικατ. Ως μέλος του πληρώματος, ταξίδεψε από το Cape Horn, μέσω των νησιών Γκαλαπάγκος αγκυροβολώντας τελικά στο Nuku Hiva των νησιών Marquesas κοντά στην Ταϊτή. Ωστόσο, δεν επέστρεψε στο πλοίο. Οι συνθήκες εργασίας την εποχή εκείνη στα πλοία ήταν απίστευτα σκληρές, καθώς ο καπετάνιος είχε απόλυτη εξουσία στους ναύτες του. Έτσι, προτίμησε να το σκάσει μαζί με τον συνάδελφο - λιποτάκτη πια - Richard Tobias “Toby” Green και να γνωρίσουν τη νησιωτική ζωή για σχεδόν ένα μήνα. Αυτή θα ήταν η βάση για το μυθιστόρημά του «Typee» το 1846. Η ιστορία για την ανταρσία και τον κανιβαλισμό που οι δύο ναύτες γνώρισαν, φάνηκε τόσο ακραία που οι κριτικοί αρχικά αρνήθηκαν να πιστέψουν ότι είναι αληθινή. Πράγματι, μόνο όταν η σχέση του Μέλβιλ με τον Τόμπι έγινε γνωστή, αποδείχθηκε ότι ήταν μια ρεαλιστική περιγραφή του τι πέρασαν οι δυο φίλοι.
Ενώ δούλευε στο Acushnet, ο Μέλβιλ έλαβε ένα βιβλίο για το Έσσεξ, ένα πλοίο που δέχθηκε επίθεση και βυθίστηκε από σπερματοφάλαινα το 1820. Το γεγονός του έδωσε τροφή για να ξεκινήσει ένα από τα μεγαλύτερα ναυτικά μυθιστορήματα που γράφτηκαν ποτέ. Όπως έμαθε, το Essex αναχώρησε από το Ναντάκετ τον Αύγουστο του 1819 με πλήρωμα 21 ατόμων κατευθυνόμενο προς στα ανοιχτά της δυτικής ακτής της Νότιας Αμερικής (περιοχή που προσφερόταν για το κυνήγι της φάλαινας). Φθάνοντας εκεί μετά από σχεδόν ένα χρόνο ταξιδιού, δεν κατόρθωσαν σπουδαία πράγματα, αλλά πήραν για συμβουλή πως έπρεπε να συνεχίσουν πιο δυτικά - χιλιάδες μίλια από τη στεριά και βαθιά στα νησιά του Νότιου Ειρηνικού.
Όταν έφτασαν, αρχές Νοεμβρίου του 1820, δεν συνάντησαν καμία φάλαινα για τουλάχιστον μια εβδομάδα. Αλλά στις 20 Νοεμβρίου, χτυπήθηκαν δύο φορές από σπερματοφάλαινα, ένα κήτος μήκους περίπου 85 ποδιών, καταφέρνοντας τρύπα στο καράβι που άρχισε να μπάζει νερά. Αντί να κατευθυνθούν με τις μικρότερες βάρκες τους στα νησιά της Πολυνησίας - που πίστευαν ότι κατοικούνται από κανίβαλους - αποφάσισαν να ταξιδέψουν προς τη δυτική ακτή της Νότιας Αμερικής, επιχειρώντας μια απόσταση τέσσερις φορές μεγαλύτερη!
Η ειρωνεία είναι ότι σε αυτό το ατελείωτο ταξίδι των 90 ημερών, το ίδιο το πλήρωμα κατέφυγε στον κανιβαλισμό από πείνα. Μόνο πέντε μέλη κατάφεραν να γυρίσουν στη στεριά. Όταν έγραφε τον Moby Dick, ο Μέλβιλ πήρε συνέντευξη από τον καπετάνιο του πλοίου, Τζορτζ Πόλαρντ, ο οποίος, αφού επέζησε από την κόλαση, έγινε νυχτοφύλακας στο Ναντάκετ και ποτέ δεν ξανακυβέρνησε πλοίο.
Προτού μπαρκάρει σε φαλαινοθηρικό, ο Μέλβιλ εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος, δάσκαλος κι αγρότης. Τελικά, κρατώντας στα χέρια ένα καμάκι, έγραψε με τη φωνή του Ισμαήλ πως «ένα φαλαινοθηρικό υπήρξε το μεγάλο πανεπιστήμιο της ζωής μου, το Γέιλ και το Χάρβαρντ μου». Όμως αυτό δεν ήταν αρκετό για να ζήσει από τη συγγραφή. Ούτε 3.000 αντίτυπα του Μόμπι Ντικ στη διάρκεια του βίου του, ενώ και το μυθιστόρημα «Mardi» δεν τα πήγε καλύτερα. Ο Μέλβιλ αναγκάστηκε στο τέλος να εργαστεί ως τελωνειακός επιθεωρητής.
Ωστόσο, παρέμεινε αδηφάγος αναγνώστης σε όλη του τη ζωή. Από τα δημοπρατούμενα αντικείμενα, την προσοχή μας τράβηξε μια έκδοση της Θείας Κωμωδίας του Δάντη με εκτεταμένο σχολιασμό. Επιτρέπει στον σημερινό αναγνώστη να ανακαλύψει τι σκεφτόταν για συγκεκριμένους στίχους, ενώ φέρει χρονικές σημάνσεις εν είδει ημερολογίου, που επιτρέπουν να μάθουμε πού ακριβώς βρισκόταν στα ταξίδια του, καθώς τον συντρόφευε (για παράδειγμα, σε σημείωση στο περιθώριο αναφέρει: «Ειρηνικός Ωκεανός Κυριακή απόγευμα, 22 Σεπτεμβρίου, 1860»). Ο σχολιασμός του βιβλίου – λένε οι άνθρωποι του οίκου - υπενθυμίζει την ανθρωπιά του συγγραφέα, δείχνοντας πώς βίωσε τον κόσμο του Δάντη στην απεραντοσύνη της θάλασσας.
Θα ήταν ευχής έργο να δούμε θεματικές δημοπρασίες κι από τους εγχώριους οίκους. Ιδιόχειρα ποιήματα και πρώτες εκδόσεις, λογουχάρη του Καβάφη, γίνονται ανάρπαστα στους συλλεκτικούς κύκλους. Ο Ανδρέας Βέργος έκανε επιτυχημένο άνοιγμα στα κρασιά. Γιατί όχι και σε ονόματα που καθόρισαν την ιδιοπροσωπία του νεότερου ελληνισμού;
Περισσότερα για τη δημοπρασία εδώ