Ο Orlando Bravo είναι ένας από τους συνιδρυτές της μεγάλης αμερικανικής εταιρείας Private Equity, Thoma Bravo. Ο Carl Thoma, ο δεύτερος συνιδρυτής, είναι από τους βετεράνους της «βιομηχανίας» private equity και κατά κάποιον τρόπο μέντορας του κατά πολύ νεότερού του, Bravo. Η εταιρεία ιδρύθηκε το 2008, και αποτελεί συνέχεια των προηγούμενων εταιρειών στις οποίες συμμετείχε ο Thoma από το 1980 και στις οποίες εντάχθηκε κάποια στιγμή και ο Bravo. Αυτή την εποχή, ο πενηντάχρονος Πορτορικανός είναι ο ισχυρότερος από τους εταίρους της επιχείρησης και αυτός που τη διευθύνει.
Ο τρόπος που δουλεύει η Thoma Bravo βασίζεται στην επιχειρηματική φιλοσοφία του Carl Thoma, ο οποίος την περιγράφει με τρεις λέξεις: «buy and build», δηλαδή «αγόρασε και χτίσε», σε ελεύθερη ελληνική μετάφραση. Στην πράξη αυτό σημαίνει, πως όταν αγοράζουν μία εταιρεία φροντίζουν για την υγιή ανάπτυξή της, αποφεύγοντας τις πολύ επιθετικές κινήσεις και την υπερβολική ανάληψη χρέους.
Καθώς αυτές μεγαλώνουν, εξαγοράζουν μικρότερες ομοειδείς εταιρείες προκειμένου να επεκταθούν πιο γρήγορα ή/και να πετύχουν οικονομίες κλίμακας. Αυτό μπορεί να ακούγεται αυτονόητο, αλλά δεν είναι, αφού πολλές εταιρείες του χώρου των Private Equity εξαγοράζουν επιχειρήσεις χρησιμοποιώντας δανεισμό μεγάλου ύψους και τις «πιέζουν» προκειμένου να αναπτυχθούν πολύ γρήγορα για να τις πουλήσουν με κέρδος σε κάποιον άλλον ή να τις εισαγάγουν σε κάποιο χρηματιστήριο, με αρνητική πολλές φορές κατάληξη για την εταιρεία που έχουν αγοράσει.
Αυτή η στρατηγική της Thoma Bravo την έχει βοηθήσει να πετύχει πολύ καλές αποδόσεις στις επενδύσεις που έχει κάνει, χρησιμοποιώντας δικά της κεφάλαια ή διαχειριζόμενη κεφάλαια άλλων επενδυτών. Η στρατηγική «buy and build» όπως και η τακτική της να μην αλλάζει τη διοίκηση και τα βασικά στελέχη των εξαγοραζόμενων επιχειρήσεων, της δίνει επίσης τη δυνατότητα να πετύχει καλύτερες συμφωνίες με τις εταιρείες στόχους, καθώς οι διοικήσεις δεν φοβούνται για τη θέση τους.
Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό της TB είναι η εξειδίκευσή της σε εταιρείες που έχουν σχέση με την τεχνολογία και ειδικότερα σε εταιρείες που παράγουν λογισμικό. Όπως μπορεί να δει κανείς στην ιστοσελίδα της, το πάθος της είναι να επενδύει σε τεχνολογικές επιχειρήσεις και να τις βοηθά να αναπτυχθούν, ενώ προτιμά εταιρείες που παράγουν εφαρμογές λογισμικού και ασχολούνται με την τεχνολογική υποδομή και την ασφάλεια του διαδικτύου και των τηλεπικοινωνιών.
Από την ίδρυσή της μέχρι τώρα, έχει αγοράσει, αναπτύξει και πουλήσει πάνω από 300 εταιρείες, με αξία πάνω από 85 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ στο τέλος του 2020 διαχειριζόταν κεφάλαια ύψους 76 δις δολαρίων, τα οποία μαζί με τον δανεισμό που μπορεί να αναλάβει αποτελούν τα πυρομαχικά της στην προσπάθεια για την εξεύρεση αποδοτικών επενδύσεων.
Η εξαιρετική πορεία των χρηματιστηριακών αγορών και η μεγάλη ανάπτυξη των τεχνολογικών επιχειρήσεων έχουν φέρει πρόσφατα την Thoma Bravo στην επικαιρότητα, πολύ περισσότερο από ότι παλαιότερα. Το όνομά της ακούγεται όλο και περισσότερο στις επιχειρηματικές ειδήσεις.
Στις 26 του Απριλίου ανακοινώθηκε η οριστική συμφωνία για την εξαγορά της εταιρείας Proofpoint, έναντι 12,3 δις δολαρίων. Η Proofpoint (PFPT NASDAQ) ειδικεύεται σε θέματα κυβερνοασφάλειας και παρέχει στους πελάτες της λογισμικό προστασίας της από ηλεκτρονικές απειλές.
Στις 22 του Απριλίου ανακοινώθηκε η ολοκλήρωση της εξαγοράς της Real Page (RP NASDAQ), για 10,2 δις δολάρια. Η Real Page φτιάχνει λογισμικό και παρέχει υπηρεσίες ανάλυσης δεδομένων σε επιχειρήσεις που ασχολούνται με την διαχείριση ακίνητης περιουσίας. Μέσα στον Μάρτιο μάθαμε πως θα εξαγοράσει την εταιρεία Calypso, η οποία παρέχει λογισμικό σε επιχειρήσεις του χρηματοοικονομικού τομέα, για 3,7 δισ. δολάρια.
Επίσης, μέσα στον Μάρτιο, ανακοινώθηκε πως η εταιρεία τύπου SPAC Thoma Bravo Advantage (TBA NYSE), που μόλις τον Ιανουάριο είχε εισαχθεί στο χρηματιστήριο υποστηριζόμενη από την Thoma Bravo, θα απορροφήσει την ισραηλινή IronSource που παρέχει υπηρεσίες στους κατασκευαστές εφαρμογών για κινητά τηλέφωνα.
Η Thoma Bravo δεν αγοράζει μόνο, πουλάει κιόλας. Το περασμένο φθινόπωρο πούλησε στην Intercontinental Exchange (ICE NYSE), μητρική εταιρεία του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης, την εταιρεία Ellie Mae, η οποία παρέχει υπηρεσίες επεξεργασίας δεδομένων σε επιχειρήσεις που παρέχουν στεγαστικά δάνεια, με τίμημα περίπου 11 δισ. δολαρίων, αποκομίζοντας κέρδη τουλάχιστον 7 δις μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια.
Οι καλές της επιδόσεις όλα αυτά τα χρόνια αναγνωρίζονται από όλη τη «βιομηχανία» private equity.
Σε έρευνα του γαλλικού πανεπιστημίου HEC Paris, αναδείχθηκε η πρώτη σε αποδόσεις από όλες τις γνωστές επιχειρήσεις του κλάδου για τις επενδύσεις που έγιναν από το 2005 μέχρι το 2014 (οι επενδύσεις των εταιρειών private equity είναι συνήθως πολυετούς διαρκείας).
Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με την εξειδίκευσή της σε εξαγορές τεχνολογικών επιχειρήσεων, σημαίνει πως είναι φρόνιμο να παρακολουθεί κανείς με προσοχή τις διάφορες κινήσεις της, όπως και τις απόψεις του Orlando Bravo, που είναι η ψυχή της εταιρείας.
Ο Bravo δήλωσε τον περασμένο Δεκέμβριο, πως η εποχή που κάποιος μπορούσε να πετύχει μεγάλες αποδόσεις με τη χρήση δανεισμού και την καταφυγή σε ευφάνταστα χρηματοοικονομικά τεχνάσματα, έχει περάσει στο παρελθόν.
Σύμφωνα με τον Bravo, οι καλές επιδόσεις και αποδόσεις θα έλθουν μέσα από την οργανική ανάπτυξη των επιχειρήσεων και ιδίως αυτών που δραστηριοποιούνται στον χώρο της τεχνολογίας παρέχοντας υπηρεσίες συνδρομητικού χαρακτήρα μέσα από το διαδικτυακό σύννεφο «cloud», πράγμα που ισχύει για τις περισσότερες επιχειρήσεις στις οποίες έχει επενδύσει η TB.
Επίσης, με την ευκαιρία της συμφωνίας της απορρόφησης της IronSource από το SPAC της Thoma Bravo, ο Bravo εξέφρασε τη μεγάλη του ικανοποίηση για την πορεία του πρώτου SPAC που οργάνωσε η εταιρεία του και υποσχέθηκε πως δεν θα αργήσει να έρθει το επόμενο.
Επειδή δεν είναι καθόλου εύκολο για έναν επενδυτή να συμμετέχει στις επιτυχίες εταιρειών όπως η Thoma Bravo, η επένδυση σε ένα εγχείρημα όπως τα SPAC της μπορεί να αποδειχθεί ένα ενδιαφέρον υποκατάστατο.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.