Η αναταραχή που προκάλεσαν οι δηλώσεις του υποψήφιου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για την Ταϊβάν και την βιομηχανία μικροεπεξεργαστών της νησιωτικής χώρας έγινε χθες αφορμή για μία σημαντική πτώση του Nasdaq και του S&P. Μόνο ο Dow Jones Industrial συνέχισε τη θετική πορεία που ξεκίνησε στα αμερικανικά χρηματιστήρια από τη στιγμή που φάνηκε η ξεκάθαρη αδυναμία του προέδρου Μπάιντεν στην τηλεοπτική μονομαχία του με τον Ντόναλντ Τραμπ, και εντάθηκε μετά την απόπειρα δολοφονίας που έγινε το βράδυ του Σαββάτου, οι επενδυτές στο αμερικανικό χρηματιστήριο έχουν οδηγήσει αρκετά πιο ψηλά τους χρηματιστηριακούς δείκτες.
Στην θετική πορεία των τελευταίων ημερών δεν έχουν συμμετάσχει όμως, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει συνήθως, οι χρηματιστηριακές αγορές στην Ευρώπη και στις χώρες της Ασίας που είναι στενά συνδεμένες με τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Υπάρχουν βέβαια αρκετοί δικοί τους λόγοι για αυτό, όπως π.χ. η υστέρηση των μετοχών των ευρωπαϊκών εταιρειών ειδών πολυτελείας και η συνεχιζόμενη πολιτική αβεβαιότητα στη Γαλλία. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία πως ένα σημαντικό μέρος αυτής της υστέρησης έχει άμεση σχέση με την προοπτική ανάληψης της εξουσίας από τον Ντόναλντ Τραμπ για μία δεύτερη τετραετία μετά από ένα τετραετές διάλειμμα. Για να είμαστε ειλικρινείς, αυτό δεν είναι και τόσο παράλογο. Πολλά από τα στοιχεία της πολιτικής που έχει δηλώσει πως θα ασκήσει ή που πιθανολογείται πως θα ασκήσει, δεν είναι καθόλου θετικά για πολλές επιχειρήσεις αλλά και για αρκετές χώρες στη Δυτική Ευρώπη, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και την Ταϊβάν.
Η συνέντευξη του ρεπουμπλικανού υποψηφίου που δημοσιεύθηκε προχθές στο Bloomberg Businessweek δεν άφησε και πολλές αμφιβολίες για μερικά από τα πράγματα που προβληματίζουν τους Ευρωπαίους και Ασιάτες συμμάχους των ΗΠΑ.
Από οικονομική/εμπορική άποψη, το πρώτο που απασχολεί την πολιτική και επιχειρηματική ηγεσία των «συμμάχων» των ΗΠΑ είναι η εκπεφρασμένη επιθυμία του Τραμπ να επιβάλει εισαγωγικούς δασμούς ύψους τουλάχιστον 10% σε όλα τα προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ. Η θέση αυτή επαναδιατυπώθηκε πολύ καθαρά στην συνέντευξή του, κατά την διάρκεια της οποίας ξεκαθάρισε πως οι δασμοί θα αποτελέσουν έναν από τους πιο βασικούς μοχλούς της πολιτικής του.
Ανάμεσα σε άλλα, ο Τραμπ είπε πως η επιβολή δασμών ή απλά η απειλή επιβολής δασμών, είναι μία πολύ αποτελεσματική μέθοδος για την διεξαγωγή διαπραγματεύσεων. Αυτό δεν ακούγεται πολύ κακό για τις ΗΠΑ αλλά καθόλου ευχάριστο για όλους τους άλλους. Εκτός από αυτό όμως, ο υποψήφιος πρόεδρος κατηγόρησε τις ευρωπαϊκές χώρες και την Ιαπωνία πως φέρονται στις ΗΠΑ και τα προϊόντα των εταιρειών της με πολύ κακό τρόπο, για την ακρίβεια με βίαιο τρόπο.
Μιλώντας συγκεκριμένα για την Ευρώπη, αναφέρθηκε στο γεγονός πως τα αμερικανικά αυτοκίνητα και τα αμερικανικά γεωργικά προϊόντα δεν βρίσκουν «ανοικτές πόρτες» από τις ευρωπαϊκές χώρες. Παρόμοια σχόλια έκανε και για την Ιαπωνία. Το ζήτημα των δασμών δεν αφορά μόνο στο γενικό ποσοστό 10% αλλά και στον φόβο πως ο Τραμπ μπορεί να αναστατώσει το διεθνές εμπόριο επιβάλλοντας παντού υψηλούς δασμούς, κάτι που μπορεί να ζημιώσει ακόμα περισσότερο τις επιχειρήσεις. Ο δισταγμός των επενδυτών να αγοράσουν μετοχές βιομηχανικών και άλλων επιχειρήσεων στα ευρωπαϊκά και ασιατικά χρηματιστήρια είναι απόλυτα λογικός, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια πως πρέπει να αναμένουμε μαζική καταστροφή επιχειρήσεων.
Ένα άλλο πολύ σοβαρό ζήτημα είναι αυτό της διαφωνίας του Τραμπ με το πρόγραμμα IRA της κυβέρνησης Μπάιντεν, μέσω του οποίου έχουν δοθεί δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε επιχορηγήσεις και ενισχύσεις σε διεθνείς επιχειρήσεις για να αποκτήσουν, μέσα στις ΗΠΑ, παραγωγικές εγκαταστάσεις στον τομέα της πράσινης ανάπτυξης και των ηλεκτρικών οχημάτων.
Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος πως ο Τραμπ δεν θα προσπαθήσει να ανατρέψει τις προβλέψεις αυτού του προγράμματος και να ακυρώσει την ενίσχυση των διεθνών επιχειρήσεων. Η αντίθεση του Τραμπ σε αυτό το πρόγραμμα είναι διπλή, αφού είναι φανατικός εχθρός της ενίσχυσης της πράσινης οικονομίας και της ενίσχυσης επιχειρήσεων που δεν είναι αμερικανικές. Δεν είναι καθόλου παράλογο να υποθέσουμε πως πολλές μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν ξεκινήσει σοβαρές επενδύσεις στις ΗΠΑ με βάση το πρόγραμμα IRA, μπορεί να αντιμετωπίσουν προβλήματα με την χρηματοδότησή τους. Πολλές δυτικοευρωπαϊκές εταιρείες εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία, όπως και αρκετές από τη Νότιο Κορέα, την Ιαπωνία και την Ταϊβάν. Οι μέτοχοι αυτών των επιχειρήσεων είναι σίγουρο πως δεν νοιώθουν και πολύ καλά.
Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν ο Τραμπ θα «πείραζε» το πρόγραμμα ΙRA στην περίπτωση εκλογής του. Αν το έκανε όμως, ίσως βοηθούσε έμμεσα την ευρωπαϊκή οικονομία, καθώς πολλά από τα εργοστάσια που σχεδιάζονται στις ΗΠΑ με τη βοήθεια αυτού του προγράμματος ήταν αρχικά προγραμματισμένο να γίνουν στην Ευρώπη.
Δεν είναι εύκολο να εκτιμήσουμε πως ακριβώς επηρεάζουν τα χρηματιστήρια οι φόβοι για σημαντικές αλλαγές στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Σίγουρα όμως βαραίνουν το κλίμα. Δεν γνωρίζουμε αν ο Τραμπ όντως θα ζητήσει αποζημίωση 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων από την Ευρώπη για τη βοήθεια που έχουν δώσει οι ΗΠΑ στην Ουκρανία (έχει προβεί σε σχετικές δηλώσεις στο παρελθόν).
Είναι σχεδόν βέβαιο όμως πως θα πιέσει όλες τις χώρες του ΝΑΤΟ και πιθανότατα και κάποιες ασιατικές, προκειμένου αυτές να μεγαλώσουν σημαντικά την αμυντικές τους δαπάνες ή να αποζημιώσουν τις ΗΠΑ για την αμυντική στήριξη που τις παρέχουν. Παρά το γεγονός πως μακροπρόθεσμα αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί θετικό για αυτές τις χώρες, αυτή τη στιγμή είναι κάτι που θα δημιουργήσει μεγάλη αναστάτωση και ανασφάλεια (όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο), κάτι που είναι προφανές πως δημιουργεί προβληματισμό και στα χρηματιστήρια.
Στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής εντάσσεται και η «ρουκέτα» που εκτόξευσε μιλώντας στο Bloomberg. Η αναφορά του στην Ταϊβάν έκανε αίσθηση, καθώς φάνηκε να απομακρύνεται από την πάγια θέση των ΗΠΑ πως θα προστατεύσουν την Ταϊβάν και την δημοκρατία της. Η παρατήρησή του σχετικά με την απόσταση Ταϊβάν – ΗΠΑ και Ταϊβάν – Κίνας και την προφανή δυσκολία των ΗΠΑ να προστατεύσουν το νησί έξω από την Κίνα είναι βέβαιο πως θα τάραξε αρκετά την ηγεσία της μικρής νησιωτικής χώρας. Αυτό που τάραξε όμως τα χρηματιστήρια ήταν η αναφορά του στη βιομηχανία μικροεπεξεργαστών της μικρής αυτής χώρας, η οποία κατέχει δεσπόζουσα θέση παγκοσμίως.
Ο Τραμπ υποστήριξε πως η Ταϊβάν «έκλεψε» από τις ΗΠΑ την βιομηχανία microchips και εξ αυτού του λόγου είναι εξαιρετικά πλούσια και θα πρέπει να πληρώσει τις ΗΠΑ αν θέλει την προστασία της. Επειδή όταν κάποιος αναφέρεται στη βιομηχανία μικροεπεξεργαστών της Ταϊβάν στην ουσία μιλάει για την Taiwan Semiconductor (TSM NYSE, 2330 TAIPEI), οι διεθνείς αγορές εξέλαβαν τα σχόλια αυτά του Τραμπ ως απειλητικά για αυτή την εταιρεία, η οποία κατασκευάζει τα microchips για τις περισσότερες μεγάλες τεχνολογικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ.
Οι επενδυτές επιτέθηκαν στη μετοχή της, η οποία έπεσε στη Νέα Υόρκη μέχρι και κατά 8%, αλλά επιτέθηκαν και στις μετοχές των μεγάλων πελατών της, καθώς άρχισαν να ανησυχούν για την ασφάλεια της εφοδιαστικής αλυσίδας της TSM. Έτσι, η Nvidia (NVDA NASDAQ), η AMD (AMD NASDAQ), η Qualcomm (QCOM NASDAQ), η Broadcom (AVGO NASDAQ) και αρκετές άλλες που βασίζονται στην TSM για την παραγωγή των προϊόντων που σχεδιάζουν, υπέφεραν κατά την χθεσινή συνεδρίαση, σημειώνοντας πτώση που σε μερικές περιπτώσεις πλησίασε προς το 10%.
Η βιαιότητα της αντίδρασης οφείλεται λογικά και στο γεγονός πως οι μετοχές αυτών των επιχειρήσεων, όπως και της TSM, έχουν σημειώσει μετεωρική άνοδο τους τελευταίους μήνες οπότε πολλοί επενδυτές πωλούν απλά για να προστατεύσουν τα κέρδη τους. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, είναι γεγονός πως η αναφορά του Τραμπ στην βιομηχανία microchip της Ταϊβάν προκάλεσε πραγματικό προβληματισμό. Αυτό φάνηκε και από το γεγονός πως η Intel (INTC NASDAQ) και η Global Foundries (GFS NASDAQ), δύο εταιρείες που κατασκευάζουν microchips και έχουν ισχυρή παραγωγική βάση στις ΗΠΑ, είδαν ξαφνικά τις μετοχές τους να σημειώνουν αξιόλογη άνοδο ενώ γενικά βρίσκονται τελευταία στο επενδυτικό περιθώριο.
Εκτός από τις μετοχές των εταιρειών μικροεπεξεργαστών, αξιόλογη πτώση σημείωσαν και αυτές των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών, κυρίως της Meta Platforms (META NASDAQ), Amazon (AMZN NASDAQ) και Apple (AAPL NASDAQ), μάλλον γιατί και αυτές χρησιμοποιούν μεγάλο αριθμό microchips που κατασκευάζει κατά παραγγελία τους η TSM.
Άποψή μας είναι πως οι χρηματιστηριακές αντιδράσεις ενόψει της, εξαιρετικά πιθανής, εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ είναι μάλλον πρόωρες γιατί δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τις κρίσιμες λεπτομέρειες της πολιτικής που θα ακολουθήσει. Τα χρηματιστήρια όμως είναι προεξοφλητικοί μηχανισμοί, οπότε καταλαβαίνουμε πως για μερικούς μήνες θα βλέπουμε σημαντικές χρηματιστηριακές κινήσεις με αφορμή πιθανολογούμενες ενέργειες του Ντόναλντ Τραμπ. Κινήσεις που θα περάσουν αρκετοί μήνες για να δούμε αν θα δικαιωθούν ή όχι. Όπως πάντα, η σοβαρή μελέτη και η καλή πληροφόρηση θα κρίνουν την επιτυχία τους.