Σε νέα ιστορικά υψηλά αναρριχήθηκαν αυτή την εβδομάδα οι δύο από τους τρεις βασικούς δείκτες της Wall Street, S&P 500 και Nasdaq, αντικατοπτρίζοντας το θετικό κλίμα που διαμορφώνεται όσο η ανάκαμψη δείχνει να μην απειλείται από τη μετάλλαξη Δέλτα, ενώ ο βιομηχανικός Dow βρίσκεται μία ανάσα από το δικό του ιστορικό ρεκόρ που καταγράφηκε στις 16 Αυγούστου. Παρ’ όλα αυτά, οι ανησυχίες παραμένουν και αφορούν κυρίως τις υψηλές αποτιμήσεις των μετοχών καθώς και τα υψηλά εταιρικά χρέη.
Δεδομένων των χαμηλών επιτοκίων και της άπλετης ρευστότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, οι αποτιμήσεις μπορούν εύκολα να ενισχυθούν περαιτέρω, τεντώνοντας ακόμη περισσότερο το… σχοινί των αγορών, ιδιαίτερα στην περίπτωση που δεν εκτροχιαστεί η ανάκαμψη.
Το… κουβάρι των κινδύνων και το σενάριο της καταστροφής έχουν ως εξής: Το να δούμε ένα γενικευμένο ντόμινο επιχειρηματικών λουκέτων δεν είναι το βασικό σενάριο, πάντα σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα. Όμως η εικόνα θα μπορούσε να αλλάξει δραματικά, στην περίπτωση που σημειωθεί απότομη άνοδος στις αποδόσεις των ομολόγων. Αυτό μπορεί να συμβεί εξαιτίας του πληθωρισμού, ειδικά στην περίπτωση που η άνοδος των τιμών συνεχιστεί και «επιμείνει» στους επόμενους μήνες.
Υψηλές αποτιμήσεις, εταιρικά χρέη και πληθωρισμός, λοιπόν, σε ένα κοκτέιλ κινδύνων που θυμίζει άλλες εποχές.
Οι μετοχικές αποτιμήσεις σήμερα διαμορφώνονται σε επίπεδο που αντιστοιχεί στο υψηλότερο 1% που έχει παρατηρηθεί τα τελευταία 150 χρόνια. Την ίδια ώρα, σημειώνεται μεγάλη άνοδος της δραστηριότητας εξαγορών και συγχωνεύσεων τα τελευταία τρίμηνα, περιλαμβάνοντας deals υψηλής μόχλευσης. Επιπλέον, τα εταιρικά χρέη στις ανεπτυγμένες οικονομίες έχουν αυξηθεί σημαντικά μέσα στην πανδημία (ήτοι από τις αρχές του 2020), ενώ οι εκδόσεις ομολόγων υψηλών αποδόσεων είναι σε επίπεδα-ρεκόρ.
Όλα αυτά θα μπορούσαν να τρομάζουν αλλά όσο τα επιτόκια παραμένουν αρνητικά ή κοντά στο μηδέν για τους περισσότερους και πολύ χαμηλά για τους υπόλοιπους, ο κίνδυνος δεν είναι τόσο μεγάλος.
Αναφορικά με τις εξαγορές και συγχωνεύσεις, ενώ βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ, είναι χαμηλότερα από τα προηγούμενα υψηλά του 2007 και του 2015.
Επίσης, τα αυξημένα εταιρικά χρέη δεν έχουν ακόμη πυροδοτήσει έκρηξη λουκέτων. Τα ποσοστά αθέτησης πληρωμών είναι σε γενικές γραμμές χαμηλά και αν η παγκόσμια οικονομία συνεχίσει να αναπτύσσεται τα επόμενα χρόνια, τότε το πιθανότερο είναι ότι θα αποτραπεί μία κρίση εταιρικού χρέους.
Τα οικονομικά προβλήματα των επιχειρήσεων σε πολλές περιπτώσεις καλύπτονται από τις ρυθμίσεις και τα υπόλοιπα μέτρα που εφαρμόστηκαν εν μέσω κορονοϊού, με την ΕΚΤ να επισημαίνει ότι ενώ το ποσοστό των NPLs υποχωρεί τα τελευταία τρίμηνα, μεγαλώνει το κομμάτι των δανείων που έχουν ρυθμιστεί. Όμως το ποσοστό των ρυθμίσεων με βάση τα στοιχεία της ΕΚΤ είναι μόλις 2%, έναντι 1,75% το 2019 και 4% το 2014 στην Ευρώπη. Συνεπώς, θα πρέπει να αυξηθεί πολύ περισσότερο για να αποτελεί πραγματικό παράγοντα ανησυχίας.
Και επειδή οι αγορές μας έχουν μάθει σε… μόνιμη άνοδο, ποιος μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο να συνεχίσουν να κινούνται ανοδικά οι μετοχές παρά τις υψηλές αποτιμήσεις;
Η ανοδική πορεία των μετοχών θα μπορούσε να αντιστραφεί για πολλούς λόγους. Ο πρώτος είναι η ανάπτυξη, καθώς στην περίπτωση που δεν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για ισχυρή μεγέθυνση του ΑΕΠ φέτος και το 2022, τότε θα υπάρξει σημαντική αναθεώρηση των προοπτικών για τα εταιρικά κέρδη. Ο δεύτερος, είναι τα επιτόκια. Ο Τζερόμ Πάουελ της Fed έκλεισε το μάτι στις αγορές για έναρξη του tapering το 2022 και η ΕΚΤ είναι δεδομένο ότι δεν θα ξεκινήσει την απόσυρση των μέτρων στήριξης πριν τη Fed. Όμως δεν θα πρέπει να πιστεύει κανείς ότι τα επιτόκια θα είναι χαμηλά για πάντα.
Αναλυτές εκτιμούν ότι τα κρατικά ομόλογα είναι υπερτιμημένα και ο πληθωρισμός μπορεί να εκπλήξει δυσάρεστα. Ωστόσο το σενάριο να δούμε τον πληθωρισμό ψηλά για πολύ συγκεντρώνει σύμφωνα με την Oxford Economics μόλις 10%-15% πιθανότητες. Βέβαια, ακόμη και μία μικρή αύξηση του πληθωρισμού για πολύ θα έχει αρνητικές επιπτώσεις. Ακόμη και αν επιστρέψουμε στα επίπεδα που βρίσκονται οι πραγματικές αποδόσεις των ομολόγων στα τέλη του 2018, θα «κινδύνευαν» πολλές σημερινές αποτιμήσεις διαφόρων assets.