Οι ματωμένες Πασχαλιές του Έθνους
Shutterstock
Shutterstock

Οι ματωμένες Πασχαλιές του Έθνους

Πάσχα Ελλήνων. Γιορτή της Αγάπης, της Συγχώρεσης, της Ελπίδας και της Νίκης επί του θανάτου μετά τον Γολγοθά και τη Σταύρωση του Θεανθρώπου. Αλλά και μέρα που σε μας τους Έλληνες θυμίζει τους αγώνες για την Ελευθερία και την Πίστη μας. Τότε που οι ματωμένες Πασχαλιές ταυτίζονταν με τις θυσίες για την Πατρίδα. Τότε που το πασχαλινό ξεφάντωμα συμπορευόταν με το γλέντι στα πεδία των μαχών. Αλλά και με τις πιο μαύρες σελίδες της Ιστορίας μας… 
 
Δευτέρα του Πάσχα του 1770 γεννήθηκε ο Γέρος του Μοριά, Δευτέρα του Πάσχα του 1824 άφηνε την τελευταία του πνοή στο πολιορκημένο Μεσολόγγι ο μεγάλος φιλέλληνας ποιητής Λόρδος Μπάιρον. 
Ανήμερα το Πάσχα ήταν όταν, εξαντλημένος ο Λόρδος Μπάιρον, με δυσκολία πρόφερε τις τελευταίες του λέξεις πριν πέσει σε κώμα: «Έδωσα τα πάντα για την Ελλάδα, τώρα της δίνω και την ζωή μου. Τώρα θέλω να κοιμηθώ». Την επομένη, ο φίλος του, ο Ελβετός φιλέλληνας Ιωάννης Ιάκωβος Μάγερ, που δυο χρόνια αργότερα, μια εβδομάδα πριν από το Πάσχα του 1826, θα σκοτωνόταν κατά την Έξοδο του Μεσολογγίου (Σάββατο του Λαζάρου προς Κυριακή των Βαΐων, 10 προς 11 Απριλίου), έγραφε στην εφημερίδα του «Ελληνικά Χρονικά»:  

«Απαρηγόρητα θρηνεί μεταξύ των χαρμοσύνων του Πάσχα ημερών η Ελλάς, διότι αιφνιδίως στερείται από τας αγκάλας της τον λαμπρόν Λόρδον Νόελ Βύρωνα». 

Είχε προηγηθεί το πικρό Πάσχα του Απριλίου του 1825. Εκεί, στο Μεσολόγγι, στο «ένδοξο αλωνάκι», οι λιμοκτονούντες αγωνιστές πληροφορήθηκαν πως στο Ναύπλιο γλεντούσαν σα να μην υπήρχε αύριο. Είχε φθάσει το (κουτσουρεμένο) αγγλικό δάνειο, αλλά ο Κολοκοτρώνης βρισκόταν στη φυλακή. 

Στο καθημαγμένο Μεσολόγγι, τα «Ελληνικά Χρονικά» έγραφαν: 
«Να λείψη πάσα κατάχρησις… Το δάνειον είναι ιερόν.. Οι Βουλευταί χρεωστείτε να επαγρυπνύσετε εις το συμφερώτατον τούτον έργον, δια να μην υποπέσητε εις έγκλημα!» 

Όποιος πεθαίνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει 

Μάταιες παραινέσεις. Η Ελλάδα έγλειφε τις πληγές της από τον δεύτερο ήδη εμφύλιο, που έληξε με την σύλληψη και φυλάκιση του Κολοκοτρώνη. 

Σ’ εκείνον τον «φράχτη», σ’ εκείνο το «αλωνάκι», η θλιβερή είδηση έκανε τα στόματα πιο πικρά και από τις πικραλίδες. Αλλά συνέχισαν να πολεμούν για την Ελευθερία, αποστρέφοντας το βλέμμα από τις γητειές της Άνοιξης: 

Και ο Διονύσιος Σολωμός στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους»: 
 
«O Aπρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,  
Kι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε… 
Mάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη, 
H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι· 
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει· 
Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει». 
 
«Όλοι κλαύστε αποθαμένος ο αρχηγός της Εκκλησιάς» 

Κυριακή του Πάσχα του 1821 (10 Απριλίου, 21 Απριλίου με το Γρηγοριανό Ημερολόγιο), μετά από φριχτά βασανιστήρια, απαγχονίστηκε ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ και το σώμα του έμεινε για τρεις μέρες κρεμασμένο στη μεσαία θύρα του Πατριαρχείου. 
Στο μαρτύριό του ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός αφιέρωσε επτά στροφές από τον Ύμνο προς την Ελευθερία, τον Εθνικό μας Ύμνο: 
 
Πνίγοντ’ όλοι οι πολεμάρχοι 
Και δεν μνέσκει ένα κορμί 
Χάρου, σκιά του Πατριάρχη, 
Που σ’ επέταξαν εκεί. 
 
Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι 
Με τς εχθρούς τους τη Λαμπρή, 
Και τους έτρεμαν τα χείλη 
Δίνοντάς τα εις το φιλί. 
 
Κειές τες δάφνες που εσκορπίστε 
Τώρα πλέον δεν τες πατεί, 
Και το χέρι οπού εφιλήστε 
Πλέον, α! Πλέον δεν ευλογεί. 
 
Όλοι κλαύστε. Αποθαμένος 
Ο αρχηγός της Εκκλησιάς 
Κλαύστε, κλαύστε κρεμασμένος 
Ωσάν νά 'τανε φονιάς. 
 
Έχει ολάνοικτο το στόμα 
Π’ ώρες πρώτα είχε γευθή 
Τ’ Άγιον Αίμα, τ’ Άγιον Σώμα 
Λες πως θε να ξαναβγή. 
 
Η κατάρα που είχε αφήσει 
Λίγο πριν να αδικηθή 
Εις οποίον δεν πολεμήση 
Και ημπορεί να πολεμή. 
 
Την ακούω, βροντάει, δεν παύει 
Εις το πέλαγο, εις τη γη, 
Και μουγκρίζοντας ανάβει 
Την αιώνιαν αστραπή. 
 
«Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη!» 

Μισό αιώνα μετά, ανήμερα της 25ης Μαρτίου 1872, πραγματοποιήθηκαν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του εθνοϊερομάρτυρα στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τότε που ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης προκάλεσε ρίγη συγκίνησης απαγγέλλοντας τον Ύμνο προς τον Ελληνομάρτυρα Πατριάρχη και συνδέοντας την θυσία του με τις θυσίες των Ελλήνων, που ακολουθώντας το παράδειγμά του ελευθέρωσαν το Έθνος: 
Πώς μας θωρείς ακίνητος;... Πού τρέχει ο λογισμός σου, 
τα φτερωτά σου τα όνειρα;... Γιατί ’ς το μέτωπο σου 
Να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσαις χρυσαίς αχτίδαις 
Όσαις μας δίδ' η όψη σου παρηγοριαίς κ' ελπίδαις;... 
 
Γιατί ’ς τα ουράνια χείλη σου να μη γλυκοχαράξη, 
Πατέρα, ένα χαμόγελο;... Γιατί να μη σπαράζη 
Μέσα ’ς τα στήθη σου η καρδιά; Και πώς ’ς το βλέφαρο σου 
ούτ' ένα δάκρυ επρόβαλε, ούτ' έλαμψε το φως σου;... 
Ολόγυρά σου τα βουνά κ' οι λόγγοι στολισμένοι 
Το λυτρωτή τους χαιρετούν... Η θάλασσ' αγριωμένη 
Από μακρά σ' εγνώρισε και μ' αφρισμένο στόμα 
Φιλεί, πατέρα μου γλυκέ, το ελεύθερο το χώμα 
 
Που σε κρατεί ’ς τα σπλάχνα του... Θυμάται την ημέρα, 
Οπού κι αυτή ’ς τον κόρφο της, σαν τρυφερή μητέρα, 
Πατέρα μου, σ' εδέχτηκε... Θυμάται ’ς το λαιμό σου 
Το ματωμένο το σχοινί, και ’ς τ' άγιο πρόσωπο σου 
Τ' άτιμα τα ραπίσματα...το βόγκο...τη λαχτάρα... 
Του κόσμου την ποδοβολή... Θυμάται την αντάρα... 
Την πέτρα, που σου εκρέμασαν... τη γύμνια του νεκρού σου 
Το φοβερό το ανάβασμα του καταποντισμού σου... 
 
Δεν ελησμόνησε τη γη που σώγινε πατρίδα, 
Ούτε το χέρι που εύσπλαχνο μ’ ολόχρυση χλαμίδα 
Τη σάρκα σου εσαβάνωσε τη θαλασσοδαρμένη 
Όταν, Πατέρα μου, άκαρδοι, γονατισμέν' οι ξένοι 
Το αίμα σου έγλυφαν κρυφά ’ς τα νύχια του φονιά σου... 
Τώρα σε βλέπει γίγαντα, πατέρα, η θάλασσα σου... 
Το λείψανο σου το φτωχό, το ποδοπατημένο, 
Τ' ανάστησε η αγάπη μας κ' εδώ μαρμαρωμένο 
Θα στέκη ολόρθο, ακλόνητο, κ' αιώνια θα να ζήση, 
Νάναι φοβέρα αδιάκοπη ’ς Ανατολή και Δύση... 
 
Πενήντα χρόνοι πέρασαν σαν νάτανε μια μέρα!... 
Για σας που είσθε αθάνατοι φεύγουν γλυκαίς, Πατέρα 
Πετούν οι ώραις άμετραις’ς του τάφου το λιμάνι... 
Για μας... και μόνη μια στιγμή αρκεί να μας μαράνη... 
Πενήντα χρόνοι επέρασαν κι' ακόμ’ η ανατριχίλα 
βαθειά μας βόσκει την καρδιά... Με τα χλωρά τα φύλλα 
ανθοβολεί κι' ο τάφος σου και’ ς το μνημόσυνο σου 
υψώνεται’ς τον ουρανό το νεκρολίβανο σου 
με των ανθών την μυρωδιά και με το καρδιοχτύπι 
του κόσμου, που εζωντάνεψες... Γέροντα, τι σου λείπει;... 
 
Πώς μας θωρείς ακίνητος;... Πού τρέχει ο λογισμός σου;... 
Ποιός είν' ο πόθος σου ο κρυφός και ποιό το μυστικό σου;... 
 
Είχαν ξυπνήσει ανέλπιστα οι νεκρωμένοι δούλοι... 
Κι' από το γέρο Δούναβη ως τ' άγριο Κακοσούλι 
Έβραζε γη και θάλασσα... σεισμός, φωτιά, τρομάρα, 
Σπαθί και ξεθεμέλιωμα και δάκρυ και κατάρα... 
Εβρόντουν κι' άστραφταν παντού τα κλέφτικα λημέρια 
Γοργά του Χάρου εθέριζαν τ' αχόρταγα τα χέρια 
Κ' ήτον ο πόλεμος χαρά, τα φονικά παιχνίδια... 
Με μιας θολώνουν του Όλυμπου τα χιονισμένα φρύδια 
Και μαύρα νέφη απλώνονται ’ς του Κίσσαβου τη ράχη. 
Ανατριχιάζουν τα κλαριά και τα νερά κ' οι βράχοι 
Μένουν παράλυτα, νεκρά, σαν νάχε διαπεράσει 
Κρυφό μαχαίρι αυτή τη γη κ' εσκότωσε την πλάση... 
 
Είχε προβάλει από μακρά πουλί κυνηγημένο 
Σα σύγνεφο με το βοριά και μαυροφορεμένο, 
Σκοτείδιασε τον ουρανό με τα πλατειά φτερά του, 
Και με φωνή που εξέσχιζε σκληρά τα σωθικά του, 
Ερέκαξε κ' εμούγκρισε... “Χτυπάτε, πολεμάρχοι!... 
Απ' άκρη ’ς άκρη ο χαλασμός... Κρεμούν τον Πατριάρχην!"... 
 
Του μυστικού διαλαλητή πέφτει ’ς τη γη ’ς το κύμα 
Το φλογερό το μήνυμα κι' από ένα τέτοιο κρίμα 
Εφύτρωσε άσβεστη φωτιά και με τη δύναμη σου 
Εθέριεψε, εζωντάνεψε τ' άτιμο το σχοινί σου 
Κ' έγεινε φίδι φτερωτό ’ςτον κόρφο του φονιά σου... 
Καλόγερε, πως δεν ξυπνάς να ιδής τα θαύματα σου;... 
 
Αναστηλώνεται ο Μωριάς... η Ρούμελη μουγκρίζει... 
Ιδρώνουν αίμα τα βουνά, το δάκρυ πλημμυρίζει... 
Παντού παράπονο βαθύ, κι’ αλαλαγμοί και θρήνοι... 
Διαβαίνει η μαύρ' η άνοιξη... τα ρόδα μας, οι κρίνοι 
Λησμονημένοι τήκονται και τα πουλιά σκασμένα 
Αφήνουν έρμη τη φωλιά και φεύγουνε ’ς τα ξένα... 
Σ’ του Γερμανού το μέτωπο κρυφά γλυκοχαράζει 
Του Γένους το ξημέρωμα... Πάσα ματιά του σφάζει... 
 
Διωγμέν' από τον Κάλαμο, με την ψυχή ’ς το στόμα, 
Χιλιάδες γυναικόπεδα δε βρίσκουν φούχτα χώμα 
Να μείνουν ακυνήγητα και ο Χάρος δεκατίζει... 
Ρυάζεται ο Βάλτος, σα θεριό τη χαίτη του ανεμίζει... 
Φλόγα παντού και σίδερον... δεν θ' απομείνη λόθρα... 
’Σ την Κιάφα νεκρανάσταση...’Σ του Πέτα καταβόθρα... 
Πέτρα δε μένει ασάλευτη... κλαρί χωρίς κρεμάλα... 
Εριμιά και ξεθεμέλιωμα ’ς την Τρίπολη, ’ςτου Λάλα... 
Κι' όταν το χέρι εχόρταινε και έπεφτε στομωμένο 
Να ξανασάνη το σπαθί ’ς τη θήκη ξαπλωμένο, 
Εφώναζε ο αντίλαλος... “Χτυπάτε, πολεμάρχοι!... 
Απ' άκρη σ' άκρη ο χαλασμός... Κρεμούν τον Πατριάρχη!”. 
 
Φριμάζουν τα Καλάβρυτα... Καπνίζει το Ζητούνι... 
κ' η Μάνη η ανυπόμονη τεντώνει το ρουθούνι 
Σαν το καθάριο τ’ άλογο, να μυρισθή τ' αγέρι 
Που, ταχυδρόμος τ' ουρανού, με τα φτερά του φέρει 
Του Διάκου τη σπιθοβολή και την αναλαμπή του... 
Ο γυιός τ' Ανδρούτζου ‘ς τη Γραβιά στηλώνει το κορμί του 
Κ' επάνω του, σαν νάτανε θεόκτιστο κοτρώνι, 
Συντρίβεται η Αρβανητιά με τον Ομέρ Βρυώνη... 
Φεγγοβολούν τα πέλαγα ’ς την Τένεδο, ’ς την Σάμο 
Και κάθε κύμα πώρχεται να ξαπλωθή ’ς τον άμμο 
Ξερνώντας αίμα και φωτιά, φωνάζει... “Πολεμάρχοι!... 
Εκδίκηση... άσπλαχνη... παντού... Κρεμούν τον Πατριάρχη!”. 
 
Το Σούλι το ανυπόμονο ψηλά ’ς το Καρπενήσι 
Του Βότζαρή σου την ψυχή για να σε προσκυνήση 
Σου στέλλει αιματοστάλαχτη… ’Σ τον τάφο του κλεισμένο 
Το Μισολόγγι σκέλεθρο, γυμνό, ξεσαρκωμένο, 
Δεν παραδίδει τ’ άρματα, δεν γέρνει το κεφάλι... 
Κρατεί για νεκροθάφτη του το Χρήστο τον Καψάλη, 
Το ράσο του Δεσπότη του φορεί για σάβανο του, 
Και φλογερό μετέωρο πετά ’ς τον ουρανό του 
Και θάφτεται ολοζώντανο… ’Σ το διάβα του τρομάζουν 
Τ' αστέρια που το κύτταζαν, και ταπεινά μεριάζουν... 
Κλαρί δε φαίνεται χλωρό και το στερνό χορτάρι 
Πώμεν’ ακόμα πράσινο, τ' αράπικο ποδάρι 
Το μάρανε, το σκότωσε... Χορτάσαν οι κοράκοι… 
’Σ τη Ράχοβα, ’ς το Δίστομο με τον Καραϊσκάκη 
Αδελφωμένο πολεμά της Λιάκουρας το χιόνι... 
Θερίζει τ' άσπλαχνο σπαθί κι' ο πάγος σαβανώνει... 
 
Πλαταίνει πάντα η ερημιά και το σχοινί σου σφίγγει 
Του λύκου μας του εφτάψυχου τ' αχόρταγο λαρύγκι... 
Ο κόσμος ανταριάζεται... Και τα σκυλόδοντα του 
Ξερριζωμένα πνίγονται με τα ρυασήματά του 
’Σ του Ναβαρίνου τα νερά... και φεύγει... Ανάθεμά τον!... 
Εσκόρπισαν τα σύγνεφα με τ' αστραπόβροντά των 
Και κούφια απέμεινε η βοή του μαύρου καταρράχτη... 
Μ' αυτά... μ' αυτά τα κόκκαλα, τα τρίμματα, τη στάχτη 
Εχτίσαμε, πατέρα μου, τη πτωχική φωλιά μας. 
Κ' εκείθε εφύτρωσε η μυρτιά και τα δαφνόκλαρά μας, 
Π' ανθοβολούν τριγύρω σου. Γιατί τα δάχτυλά σου 
Ακίνητα δεν ευλογούν τα μαύρα τα παιδιά σου;... 
Σ’ τ’ ανδρειωμένα σπλάχνα σου, μακράν από την Ελλάδα 
Ερρίζωσε τόσο βαθειά του Χάρου η φαρμακάδα, 
Π' ούτε του Ρήγα η συντροφιά, καλόγερε, δε φθάνει 
Τα σφραγισμένα χείλη σου ν' ανοίξη να γλυκάνη... 
Ούτε το φως το ακοίμητο που ’ς το πλευρό σου χύνει 
Αυτό μας το περίφανο, το φλογερό καμίνι;... 
Ούτε, τα δέντρα, τα πουλιά, τα πράσινα χορτάρια... 
Ούτε τα βασιλόπουλα, του Θρόνου μας βλαστάρια, 
Που θάρχωνται να χαιρετούν του ποιητού τη λύρα, 
Και να ρωτούν πώς έγεινε το ράσο σου πορφύρα;... 
 
Τι θέλεις, γέροντ', από μας;... Δε νοιώθεις μια ματιά σου 
Πόσαις θα εφλόγιζε καρδιαίς κι' από τα σωθηκά σου 
Πόση θα εβλάσταινε ζωή;... Πώς δεν ξυπνάς, πατέρα;... 
Δε φέγγει μεσ’ ’ς το μνήμα σου ούτε μια τέτοια μέρα;... 
 
Το μάρμαρο μένει βουβό... Και θα να μείνη ακόμα 
Ποιος ξέρει ως πότ' αμίλητο το νεκρικό του στόμα... 
Κοιμάται κι' ονειρεύεται... και τότε θα ξυπνήση, 
Όταν ’ς τα δάση, στα βουνά, στα πέλαγα, βροντήση 
Το φοβερό μας κήρυγμα... “Χτυπάτε, πολεμάρχοι!... 
Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη!”. 
 
Δωδεκάνησα: Το ματωμένο Πάσχα του 1919 

Αντιγράφω από τον Κωνσταντίνο Χολέβα:  
«Αιματηρό ήταν το Πάσχα του 1919 που εορτάσθηκε στις 7 Απριλίου. Ο Ελληνισμός των νησιών διαδήλωσε ειρηνικά υπέρ της ενσωματώσεως των νησιών στη Μητέρα Ελλάδα, αλλά οι Ιταλοί απήντησαν με πυροβολισμούς. Αίμα αθώων χύθηκε και τα πρώτα θύματα ήσαν ο ιερωμένος παπά Λουκάς και η Ανθούλα Μανωλά-Ζερβού από το Παραδείσι της Ρόδου. Πολλοί άλλοι Έλληνες φυλακίσθηκαν. Τέτοιες Πασχαλινές ημέρες ας μην λησμονούμε το ματωμένο Πάσχα του 1919, όπως και το πολύ πιο ματωμένο Πάσχα του 1821. Πάντα οι κατακτητές άρχιζαν τον χορό του αίματος με τον φόνο Ορθοδόξων κληρικών. Το 1821 ήταν ο Πατριάρχης Γρηγόριος, το 1919 ένας απλός Ροδίτης ιερεύς.  

Ο Μητροπολίτης Απόστολος αναφέρει αυτή τη σύμπτωση των επετείων στην επιστολή διαμαρτυρίας προς τον Ιταλό Στρατηγό Ελία: 

«Όσον αφορά το ευτελές άτομόν μου σάς βεβαιώ ότι γαλήνιος και ατάραχος αναμένω έν τέλος τόσον ένδοξον, έν μαρτύριον το οποίον άλλοτε η υμετέρα εξοχότης απέκρουσε μετά τόσου αποτροπιασμού. Το μαρτύριον ενός Πατριάρχου, του οποίου κατά σύμπτωσιν σήμερον η επέτειος καθηγίασεν την απελευθέρωσιν της Ελλάδος».  

Το σχοινί του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ καθοδηγεί τη σκέψη του Επισκόπου της Ρόδου». 

Ο φίλος και σπουδαίος μελετητής των εθνικών και θρησκευτικών αγώνων Κώστας Χολέβας, μας θυμίζει επίσης πως «ο μακαριστός Μητροπολίτης Δρυινουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης κυρός Σεβαστιανός υπήρξε ο εθνικός αγωνιστής που κάθε Πάσχα και Δεκαπενταύγουστο έστηνε μεγάφωνα στο Μαυρόπουλο ή στη Μολυβδοσκέπαστο για να ακούν τη Θεία Λειτουργία τα χωριά των καταπιεζομένων Βορειοηπειρωτών».
 
Η απαγωγή του Κράιπε 

Ανήμερα το Πάσχα του 1944 (16 Απριλίου) ο Βρετανός αξιωματικός Πάτρικ Λη Φέρμορ ξεκίνησε για την συνάντησή του με τον Βρετανό λοχαγό Στάνλεϊ Μος και τους Κρητικούς αντιστασιακούς πατριώτες στη σπηλιά της Κασταμονίτσας, που αποτέλεσε το πρώτο τους κρησφύγετο πριν από την θρυλική απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Κράιπε. Εκείνο το βράδυ γιόρτασαν με τρικούβερτο γλέντι την μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης. 
Είχα το προνόμιο να ακούσω πολλές φορές τον αείμνηστο Γιώργο Χαροκόπο, μέλος της αντιστασιακής ομάδας που έφερε με επιτυχία σε πέρας την παράτολμη αποστολή, να μου διηγείται αυτήν την ηρωική σελίδα της Ιστορίας μας. 

«Εφέτος στους Κορφούς, του χρόνου στον Μοριά» 

Πάσχα του 1919, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης βρέθηκε φιλοξενούμενους του υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας και μετέπειτα Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, στο αρχοντικό του στην Κέρκυρα. 
Ήταν τότε που ο Καποδίστριας ψιθύρισε στο αυτί του Γέρου του Μοριά: 
«Εφέτος κάνουμε Πάσχα εδώ στους Κορφούς και του χρόνου στην Πατρίδα σου, τον Μοριά». 

Για να του απαντήσει ο Κολοκοτρώνης: 
«Εσύ με φιλεύεις αρνί, του είπε ο Κολοκοτρώνης κι εγώ στην Πατρίδα μου τον μόσχο τον σιτευτό». 
Κράτησε την υπόσχεσή του. Όταν κηρύχτηκε η Επανάσταση, μήνυσε στον Καποδίστρια να κατηφορίσει στην Αρκαδία για να φάνε το αρνί.  

Πάσχα Ρωμέικο και Παπαδιαμάντης 

Ο «Άγιος των Γραμμάτων» μας και δημοσιογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είχε αφιερώσει πολλά από τα διηγήματά του στο Πάσχα των Ελλήνων. Γραμμένα με ευλάβεια, κατάνυξη, αλλά και σκωπτική διάθεση για τα κακώς κείμενα της εποχής. 

Ο φίλος και συνάδελφος δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιώργος Παπαθανασόπουλος μας θυμίζει: 
«Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημά του «Λαμπριάτικος Ψάλτης» εκφράζει την πικρία του, που οι εκδότες του δυσφορούσαν και δεν ήθελαν να δημοσιεύσουν θρησκευτικού περιεχομένου διηγήματα, με την ευκαιρία των εορτών του Πάσχα και των Χριστουγέννων. Θα προτιμούσαν, όπως γράφει, να γεμίσουν τη σελίδα με ένα έγκλημα, ή με ένα οικογενειακό δράμα, ότι “γηραιός ανήρ εφόνευσε την συμβίαν του χωρίς καν να είναι γνωσταί αι αιτίαι του φονικού”»… 

Χρόνια πολλά με υγεία, ειρήνη και εθνική αυτογνωσία! 


*Η Σοφία Βούλτεψη είναι βουλευτής Β3 Νοτίου Τομέα Αθηνών ΝΔ, δημοσιογράφος