Οι κεντρικές τράπεζες διαμηνύουν ξεκάθαρα ότι δεν σχεδιάζουν φρενάρισμα στο τύπωμα χρήματος σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και πολύ περισσότερο μία αύξηση των επιτοκίων. Η αγορά όμως δείχνει να μην πιστεύει τις εξαγγελίες.
Η απόδειξη βρίσκεται στην αγορά ομολόγων όπου η απόδοση του 10ετους ομολόγου των ΗΠΑ ξεπέρασε το 1,4% την Τετάρτη, φθάνοντας σε υψηλό 12 μηνών. Μέχρι στιγμής φέτος η άνοδος πλησιάζει τις 50 μονάδες βάσης παρασύροντας ανοδικά το κόστος δανεισμού στην Ευρώπη και την Ιαπωνία.
Η άνοδος της απόδοσης έχει να κάνει με τις προσδοκίες ότι οι εμβολιασμοί και το δημοσιονομικό πακέτο στήριξης της αμερικανικής κυβέρνησης θα οδηγήσουν σε υψηλότερο πληθωρισμό με τις οικονομίες να ανακάμπτουν, αναγκάζοντας τις νομισματικές αρχές να φρενάρουν ή να αποσύρουν τις πολιτικές αυτές νωρίτερα από ότι υπολογίζουν.
Οι θετικές οικονομικές προοπτικές μπορεί να δικαιολογούν υψηλότερα επίπεδα αποδόσεων αλλά αυτό που φοβίζει τις αγορές είναι το ενδεχόμενο απότομης αύξησης των πραγματικών επιτοκίων. Μία τέτοια εξέλιξη θα ισοδυναμούσε με σφιχτότερη πολιτική που θα απορροφούσε χρήμα από τις χρηματιστηριακές αγορές και θα επηρέαζε τη δυναμική της ανάκαμψης.
Το σενάριο αυτό δεν φοβίζει μόνο τις αγορές αλλά και τους αξιωματούχους. Από τον επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ μέχρι τον κεντρικό τραπεζίτη της Νέας Ζηλανδίας, όλοι τονίζουν ότι η νομισματική πολιτική θα συνεχίσει να λειτουργεί υποστηρικτικά για περισσότερο χρονικό διάστημα.
Το μήνυμα τους όμως δεν φαίνεται να βρίσκει ευήκοα ώτα. Παράδειγμα οι δηλώσεις του επικεφαλής της Fed Jerome Powell ότι ο στόχος του πληθωρισμού της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας είναι τρία χρόνια μακριά. Το μόνο που κατάφερε ήταν να ρίξει τις αποδόσεις κατά δύο μονάδες βάσης μόνο. Παρόμοια η αντίδραση και στην προειδοποίηση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Christine Lagarde τη Δευτέρα ότι η ΕΚΤ «παρακολουθεί στενά» την πρόσφατη άνοδο των αποδόσεων.
Ο λόγος, σύμφωνα με την ING, είναι ότι οι αγορές έχουν αρχίσει να προεξοφλούν με αυξημένο βαθμό βεβαιότητας το τέλος της χαλαρής νομισματικής πολιτικής.
«Η πεποίθηση της αγοράς για την ανάκαμψη της οικονομίας των ΗΠΑ είναι τόσο ισχυρή και ευρεία που το πλοίο έχει ήδη σαλπάρει», αναφέρει ο επενδυτικός οίκος σε έκθεση του, προβλέποντας ότι το φρενάρισμα θα λάβει χώρα μέχρι το τέλος της φετινής χρονιάς. «Πιστεύουμε ότι το consensus της αγοράς συγκλίνει προς την άποψη μας».
Μια ματιά στην αγορά χρήματος δείχνει ότι οι επενδυτές αναμένουν αύξηση επιτοκίων από τη Fed τον επόμενο χρόνο, με μερικούς ωστόσο να το προβλέπουν νωρίτερα. Τα futures στο ευρω-δολάριο δίνουν 64% πιθανότητα μιας αύξησης 25 μονάδων βάσης μέχρι το τέλος του 2022 ενώ πριν μια εβδομάδα έδιναν πιθανότητα 52%.
Οι αγορές ανησυχούν ότι παρά τις διαβεβαιώσεις των κεντρικών τραπεζών, νέα στοιχεία μπορεί να τις κάνουν να αλλάξουν γνώμη.
Η εικόνα είναι η ίδια σε πολλά μέρη της παγκόσμιας οικονομίας. Στη Νέα Ζηλανδία η κεντρική τράπεζα επιμένει ότι υπάρχουν ρίσκα για την οικονομία αλλά η άποψη της έρχεται σε αντίθεση με την εικόνα που περιγράφουν τα οικονομικά στοιχεία. Οι αποδόσεις των ομολόγων ανέβηκαν σε υψηλό 11 μηνών, αδιαφορώντας για τα σχόλια του κεντρικού τραπεζίτη της χώρας.
Υπάρχει και το ενδεχόμενο οι διαβεβαιώσεις των κεντρικών τραπεζών ότι θα διατηρήσουν τη νομισματική πολιτική χαλαρή, να πυροδοτήσει τις πληθωριστικές προσδοκίες περισσότερο. Μπορούν οι αγορές να αναγκάσουν τις κεντρικές τράπεζες να αντιδράσουν γρηγορότερα;
Σύμφωνα με τη Morgan Stanley, την περίοδο αυτή υπάρχει μια ένταση ανάμεσα στις αγορές και τις κεντρικές τράπεζες, όχι όμως μια διαμάχη.
«Η προσέγγιση της Fed είναι ότι αν οι αγορές πιστεύουν ότι η ανάπτυξη είναι πιο δυνατή από αυτό που νομίζουμε εμείς, αυτό βοηθά τις προσδοκίες ανάπτυξης και πληθωρισμού και είναι κάτι στο οποίο η κεντρική τράπεζα δεν θα αντισταθεί, απλά δεν το πιστεύει».
Στην Ιαπωνία οι αποδόσεις των 10ετών ομολόγων βρίσκονται στο 0,12%, στο ψηλότερο επίπεδο από το 2018, εγείροντας ζήτημα αξιοπιστίας για την κεντρική τράπεζα που θέλει να κρατήσει τις αποδόσεις στο 0%.
Η ΕΚΤ επίσης που θέλει να τονώσει την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό μπορεί να αναγκαστεί να αυξήσει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων για να φρενάρει την άνοδο των αποδόσεων.