Το ψηφιακό κενό της Ελλάδας

Η Ελλάδα βρίσκεται ξανά μπροστά σε μια πρόκληση που θα καθορίσει την οικονομική της μοίρα για τις επόμενες δεκαετίες. Η πρόσφατη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας με τίτλο «Το Επιχειρείν Σήμερα» αποκαλύπτει ότι παρά τα βήματα προόδου που έγιναν την τελευταία δεκαετία, οι ελληνικές επιχειρήσεις παραμένουν αισθητά πίσω σε ψηφιακό επίπεδο έναντι των ευρωπαϊκών ανταγωνιστών τους. Και ενώ η Ευρώπη επιταχύνει με τη «Ψηφιακή Δεκαετία» της, η Ελλάδα ακόμη παλεύει με θεμελιώδη ζητήματα ψηφιακής μετάβασης και δεξιοτήτων.

Σύμφωνα με τη μελέτη, μόλις το 54% των ελληνικών επιχειρήσεων χρησιμοποιεί βασικά ψηφιακά εργαλεία, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι ήδη στο 74%. Επιπλέον, η Ελλάδα βρίσκεται μόλις στο μισό του ευρωπαϊκού επιπέδου σε ποσοστό εργαζομένων με εξειδικευμένες ψηφιακές δεξιότητες (2,5% έναντι 5%). Αντίστοιχα χαμηλή είναι και η συμμετοχή των ελληνικών επιχειρήσεων σε πιο εξελιγμένες τεχνολογίες όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη και το cloud computing.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι πώς κλείνουμε αυτό το ψηφιακό χάσμα. Το κράτος φυσικά έχει τον δικό του ρόλο, και πράγματι έγιναν βήματα όπως η επέκταση του δικτύου 5G και η βελτίωση των ψηφιακών υπηρεσιών του δημοσίου. Ωστόσο, η λύση δεν βρίσκεται σε περισσότερες κρατικές παρεμβάσεις, αλλά στην ενδυνάμωση της αγοράς, στην ενίσχυση του ανταγωνισμού και στην απελευθέρωση των δημιουργικών δυνάμεων του ιδιωτικού τομέα.

Πρώτον, η Ελλάδα πρέπει να απλοποιήσει το ρυθμιστικό περιβάλλον για τις ψηφιακές επενδύσεις, μειώνοντας δραστικά τη γραφειοκρατία και διευκολύνοντας τη δημιουργία νεοφυών επιχειρήσεων τεχνολογίας. Η γραφειοκρατία, άλλωστε, είναι ένα μεγάλο αντικίνητρο που αποθαρρύνει την ανάπτυξη της πληροφορικής και κρατά τις επιχειρήσεις δέσμιες απαρχαιωμένων διαδικασιών.

Δεύτερον, απαιτείται δραστική μείωση των φόρων στον τομέα της ψηφιακής τεχνολογίας. Η μελέτη της Εθνικής Τράπεζας τονίζει ότι παρότι οι ελληνικές επιχειρήσεις επενδύουν πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε τεχνικό εξοπλισμό, υστερούν σημαντικά σε επενδύσεις λογισμικού—δηλαδή εκεί που πραγματικά παράγεται προστιθέμενη αξία. Χαμηλότεροι φόροι στις επενδύσεις λογισμικού και καινοτομίας θα δώσουν το απαραίτητο κίνητρο ώστε οι επιχειρήσεις να κάνουν το άλμα.

Τρίτον, η πολιτεία οφείλει να επενδύσει στρατηγικά στην ανάπτυξη ψηφιακών δεξιοτήτων, αλλά μέσω της αγοράς και όχι με συγκεντρωτικά κρατικά προγράμματα. Αντί να στήνει νέα γραφειοκρατικά κέντρα εκπαίδευσης, το κράτος πρέπει να αξιοποιήσει ιδιωτικούς φορείς και εκπαιδευτικά ιδρύματα, δίνοντας vouchers ή φορολογικά κίνητρα στις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους για να αποκτήσουν οι ίδιοι τις απαραίτητες ψηφιακές δεξιότητες. Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται ένα ευέλικτο και αποτελεσματικό πλαίσιο εκπαίδευσης που ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες της αγοράς και όχι στις απαιτήσεις της κρατικής γραφειοκρατίας.

Η έρευνα της Εθνικής Τράπεζας είναι ξεκάθαρη: κάθε ποσοστιαία μονάδα αύξησης του μεριδίου του τομέα πληροφορικής στο ΑΕΠ μεταφράζεται σε ενίσχυση της παραγωγικότητας κατά 15%. Οι στόχοι που έχει θέσει η Ευρώπη είναι φιλόδοξοι αλλά ρεαλιστικοί. Αν η Ελλάδα δεν ακολουθήσει, θα παραμείνει ουραγός, καταδικασμένη να βλέπει τους ανταγωνιστές της να την προσπερνούν.

Η αγορά και η ελεύθερη πρωτοβουλία είναι τα μόνα εργαλεία που μπορούν να κλείσουν το ψηφιακό κενό γρήγορα, αποτελεσματικά και βιώσιμα. Αντί για περισσότερο κράτος, είναι ώρα να εμπιστευτούμε τους επιχειρηματίες, την καινοτομία και τον ανταγωνισμό. Είναι η μόνη συνταγή που μπορεί να φέρει πραγματικά αποτελέσματα.