Tο ρίσκο φρεναρίσματος της πολιτική απλόχερης ρευστότητας από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες νωρίτερα από ό,τι περιμένουν οι αγορές, ήταν ο κύριος λόγος για το πρόσφατο ξεπούλημα στην αγορά ομολόγων στις ΗΠΑ που είχε σοβαρές παρενέργειες και στις χρηματιστηριακές αγορές.
Η πρόσφατη άνοδος των αποδόσεων προκάλεσε αναστάτωση, ενώ ο προβληματισμός δεν έχει εκλείψει καθώς οι μετακινήσεις κεφαλαίων είναι βέβαιο ότι θα συνεχίσουν να επηρεάζουν την πορεία των χρηματιστηρίων.
Η Goldman Sachs, σε έκθεση της με τίτλο «Tapering without Tantrum», εκτιμά πως η Fed και οι υπόλοιπες μεγάλες κεντρικές τράπεζες θα λάβουν σοβαρά υπόψη το μάθημα από τον προηγούμενο κύκλο.
Ότι δηλαδή οι χρηματοοικονομικές συνθήκες μπορεί να σφίξουν απότομα και σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι θα δικαιολογούσε μια αναδιάρθρωση χαρτοφυλακίων, όταν οι αγορές αντιδρούν σε αρνητικές ειδήσεις στο μέτωπο της ποσοτικής χαλάρωσης.
Πέρυσι η Fed, η ΕΚΤ, η Τράπεζα της Ιαπωνίας, η Τράπεζα της Αγγλίας και η Τράπεζα του Καναδά επέκτειναν τους ισολογισμούς τους κατά 10% με 20% του ΑΕΠ μέσα σε δύο τρίμηνα, αγοράζοντας μεγάλα ποσά ομολόγων από την αγορά.
Η Τράπεζα της Αυστραλίας που πρόσφατα υιοθέτησε πολιτική ελέγχου της καμπύλης αποδόσεων, είναι η μόνη κεντρική τράπεζα των χωρών του G10 της οποίας ο ισολογισμός μεγεθύνθηκε πολύ λιγότερο.
Μετά τη συγχρονισμένη και ταχεία μεγέθυνση ο συνολικός ισολογισμός των κεντρικών τραπεζών των δέκα ισχυρότερων οικονομιών έχει φουσκώσει στα 30 τρισ. δολάρια, ποσό που ισοδυναμεί με το 60% του συνολικού ΑΕΠ των οικονομιών των G10.
«Η προσεκτική έξοδος από το QE (ποσοτική χαλάρωση) σημαίνει ότι η απογείωση των επιτοκίων θα αργήσει. Η άποψη μας είναι ότι οι περισσότεροι αξιωματούχοι πρώτα θα αρχίσουν να αποσύρουν τη διευκολυντική πολιτική επέκτασης των ισολογισμών με προσοχή, πριν αρχίσουν να ανεβάζουν τα επιτόκια. Είναι ο κύριος παράγοντας που εξηγεί την πρόβλεψη μας όσον αφορά στην πορεία των επιτοκίων, τα οποία θα παραμείνουν χαμηλά για μακρύτερο διάστημα», σημειώνει η αμερικανική τράπεζα.
Οι προβλέψεις της Goldman Sachs για τις κεντρικές τράπεζες
FΕD
«Εκτιμούμε ότι οι πρώτες ενδείξεις για ένα περιορισμό της επεκτατικής πολιτικής θα έλθουν μόνο στο δεύτερο εξάμηνο της φετινής χρονιάς εφόσον τα στοιχεία δείξουν ξεκάθαρα σημάδια σημαντικής προόδου στο μέτωπο της ανεργίας και παράλληλα σταθερότητα των τιμών».
Το λεγόμενο tapering δεν θα αρχίσει πριν από το τέταρτο τρίμηνο και πιθανότατα το 2022. Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ θα μειώσει τις μηνιαίες αγορές των 120 δισ. δολάρια κατά τη διάρκεια των επόμενων 12 μηνών, με βήματα των 15 δισ. ανά συνεδρίαση του συμβουλίου της. Κατόπιν θα σταματήσει για να αξιολογήσει την κατάσταση για τουλάχιστον ένα με δύο τρίμηνα.
«Αυτό σημαίνει ότι μια αύξηση των επιτοκίων δεν θα τεθεί στο τραπέζι μέχρι τα μέσα του 2023. Με την αγορά να προεξοφλεί τρεις αυξήσεις επιτοκίων μέχρι το τέλος του 2023, εξακολουθούμε να προβλέπουμε απογείωση στις αρχές του 2024».
ΕΚΤ
«Προβλέπουμε επιτάχυνση των αγορών στο πρόγραμμα PEPP από τα 15 δισ. ευρώ στα 20 δισ. περίπου σε εβδομαδιαία βάση το δεύτερο τρίμηνο και εκτιμούμε ότι όλα τα πυρομαχικά των 1,8 τρισ. του PEPP θα χρησιμοποιηθούν μέχρι τα μέσα του 2022, που είναι συνεπές με την καθοδήγηση της ΕΚΤ ότι το πρόγραμμα PEPP θα συνεχιστεί μέχρι τουλάχιστον το τέλος του Μαρτίου του 2022 και έως ότου κρίνει ότι η κρίση της πανδημίας έχει παρέλθει».
«Δεν βλέπουμε αυξήσεις επιτοκίων μέχρι το 2025 καθώς η ευρωζώνη έχει μακρύ δρόμο να διανύσει μέχρις ότου οικονομία της να επανακτήσει την πλήρη δυναμική της με τον δομικό πληθωρισμό να προσεγγίζει το 1,5% προς το τέλος του 2024».
Tράπεζα της Αγγλίας
«Εκτιμούμε ότι η BoE θα συρρικνώσει τον ισολογισμό της πριν αρχίσει τις αυξήσεις επιτοκίων το 2025. Η κεντρική τράπεζα έχει ήδη προϊδεάσει ότι σχεδιάζει να επιβραδύνει τις αγορές ομολόγων στο μέλλον και ότι είναι εντός χρονοδιαγράμματος για να ολοκληρώσει το πρόγραμμα των 150 δισ. στερλινών φέτος. Προβλέπουμε ότι θα ξεκαθαρίσει την σταδιακή της έξοδο από το πρόγραμμα αγορών κάποια στιγμή το καλοκαίρι».