Τα χρηματιστήρια αρέσκονται στο να δημιουργούν μοτίβα επαναλήψεων μέσα από τα οποία οι επενδυτές τείνουν να αυξομειώνουν την συμμετοχή τους στην Αγορά. Τα δύο πιο διαδεδομένα μοτίβα είναι το January Effect (Το φαινόμενο του Ιανουαρίου) και το «Sell in May and go Away (Πούλα τον Μάιο και πήγαινε διακοπές). Σε βάθος χρόνου τα φαινόμενα αυτά τυγχάνουν κάποιας επιτυχίας και έχουν κάποια ικανοποιητική συσχέτιση και στην Ελληνική αγορά.
Ξεκινώντας από το Δεκέμβριο, είναι ο μήνας που στο εξωτερικό (MSCI, Dow και S&P) πρέπει να είναι κανείς αγορασμένος. Τα τελευταία 31 χρόνια το 79% βρίσκει το κλείσιμο του μήνα ψηλότερα από εκεί που ήταν στο τέλος Νοεμβρίου. Πολλοί αναλυτές αποδίδουν την επίδοση αυτή στην θετική ψυχολογία που βγάζουν οι εορτές στο τέλος του μήνα καθώς και στο γεγονός ότι πλέον οι περισσότεροι θεσμικού επενδυτές κλειδώνουν τις αποδόσεις των βιβλίων τους στο τέλος του Νοεμβρίου. Αν και ο Δεκέμβριος είναι οριακά θετικός για την Ελληνική αγορά παρατηρείται μια μεγάλη υστέρηση έναντι της ανοδικής συχνότητας του εξωτερικού.
Ωστόσο εκεί που έχουμε απόλυτη συμφωνία στην άνοδο είναι Απρίλιος. Είναι ο δεύτερος πιο ανοδικός μήνας στο εξωτερικό, σχεδόν 3 στις 4 χρονιές ενώ λίγο καλύτερη συχνότητα έχει ο Γενικός Δείκτης. Μια ερμηνεία έχει να κάνει με τις επιστροφές φόρων στο εξωτερικό οι οποίες τροφοδοτούν με ρευστότητα την αγορά μετοχών ενώ στην Ελλάδα μια εξήγηση έχει να κάνει με την εκκίνηση της περιόδου των μερισμάτων και το κυνήγι των γρήγορων αποδόσεων έως την αποκοπή των σχετικών δικαιωμάτων πληρωμής.
Στον αντίποδα ο μήνας με την πιο αδύναμη εμφάνιση ανοδικής τάσης είναι ο Ιούνιος, μόλις 1 κάθε 3 χρονιές. Σε αυτό συμφωνούν όλοι οι δείκτες εντός και εκτός των τειχών. Τα μερίσματα έχουν προεξοφληθεί στις τιμές και μέρος της Αγοράς ξεκινάει σταδιακά τις καλοκαιρινές διακοπές απέχοντας από το ταμπλό. Στο εξωτερικό μάλιστα οι αμέσως επόμενοι αδύναμοι μήνες είναι ο Αύγουστος (45%) και ο Σεπτέμβριος (52%). Η υστέρηση των μηνών αυτών δεν αποδίδεται τόσο σε μια συντονισμένη πώληση μετοχών όσο στην αποχή των «δυνατών χεριών» και τις καλοκαιρινές διακοπές με αποτέλεσμα οι δείκτες να γίνονται πιο ευάλωτοι ακόμα και σε μέτριας έντασης γεγονότα.
Η Ελλάδα δεν ακολουθεί τόσο πιστά το καλοκαιρινό μοτίβο πωλήσεων του εξωτερικού ίσως επειδή ο μεγαλύτερο όγκος των πωλήσεων προεξοφλείται τον Ιούνιο γεγονός που φαίνεται στην κατακόρυφη πτώση της συναλλακτικής δραστηριότητας των μηνών που ακολουθούν έως το Σεπτέμβριο. Σε αντίθεση με το εξωτερικό ο Μάρτιος είναι μήνας πωλήσεων και αυτό έχει συμβεί μεταξύ άλλων σε οκτώ διαδοχικές αρνητικές χρονιές (1999-2005 φαινόμενο το οποίο δεν έχει προηγούμενο) αλλά και λόγω γεγονότων όπως η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία. Πιθανόν η τόσο συνεπής άνοδος του Απριλίου να ενισχύεται και σε κάποιο βαθμό από τη διόρθωση των υπερβολών της πτώσης του Μαρτίου.
Όπως και να έχει η επανάληψη αυτών των θετικών ή αρνητικών αποδόσεων διαμορφώνει ψυχολογία και στο τέλος μοιάζει και λίγο με αυτοεκπληρούμενη επιθυμία. Επομένως τα μοτίβα αυτά δεν ακολουθούνται με κλειστά μάτια, απαιτούν λίγη προσοχή στο συγχρονισμό και στα εργαλεία που υποδεικνύουν την κατεύθυνσή της τάσης. Άλλωστε οι παραδόσεις είναι για να σπάνε.
Πώς διαμορφώνονται οι μέσες αποδόσεις ανά μήνα τα τελευταία 31 χρόνια
Πηγή: Beta χρηματιστηριακή