Δασμοί που καταργούνται πριν εφαρμοστούν, δασμοί που χρησιμοποιούνται ως μπλόφα, αλλά και δασμοί που τελικά επιβάλλονται, ανατρέποντας τα καθιερωμένα στο παγκόσμιο εμπόριο και τις αγορές. Οι πρώτες είκοσι ημέρες της νέας διακυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ έχουν λίγο απ’ όλα και όχι μόνο στο πεδίο του εμπορίου.
Αγγίζουν από το εμπόριο και την παγκόσμια οικονομία, μέχρι τις γεωπολιτικές ισορροπίες και τις διεθνείς σχέσεις των ΗΠΑ. Μέσα σε όλα αυτά, το μεγάλο ερώτημα που προσπαθούν να απαντήσουν οι απανταχού αναλυτές δεν είναι άλλο από το κατά πόσο μπορεί να αποφευχθεί ένας παγκόσμιος εμπορικός πόλεμος.
Και επειδή η απάντηση δεν είναι απλή, η αβεβαιότητα ενισχύεται και οι αγορές εισέρχονται σε μία φάση που πραγματικά έχουν μπροστά τους θολό τοπίο σε πολλαπλά μέτωπα, από την πορεία των ομολογιακών αποδόσεων, μέχρι τα εταιρικά κέρδη και από τη διάθεση ανάληψης κινδύνων, μέχρι τις αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών για τα επιτόκια και την πορεία των μετάλλων και των κορυφαίων νομισμάτων.
Οι αγορές σήμερα αδυνατούν να προεξοφλήσουν το σενάριο που θέλει τις διεθνείς εξελίξεις των επόμενων τεσσάρων ετών να χαρακτηρίζονται από ακραία αβεβαιότητα και συνεχή σκαμπανεβάσματα, εξαιτίας των μπρος-πίσω της πολιτικής Τραμπ. Οι εξελίξεις τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα και ήδη, οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν δασμούς 25% σε χάλυβα και αλουμίνιο, ενώ μέσα στην εβδομάδα αναμένονται και νέες κινήσεις. Έτσι, λοιπόν, είναι πολύ πιο εύκολο να εξαχθούν ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα, παρά να γίνουν προβλέψεις που δεδομένα θα συνοδεύονταν από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας.
Ένα συμπέρασμα από τη μέχρι σήμερα στρατηγική του Τραμπ είναι ότι ο Αμερικανός πρόεδρος το εννοεί όταν λέει ότι θα επιβάλλει νέους δασμούς, αλλά την ίδια ώρα είναι έτοιμος να διαπραγματευτεί, αρκεί αυτός που θα κάνει πίσω να είναι ο «αντίπαλος». Μην ξεχνάμε ότι χώρες όπως το Μεξικό, ο Καναδάς και η Κολομβία, είδαν τους δασμούς να καταργούνται πριν εφαρμοστούν. Διότι πολύ απλά, Μεξικό και Καναδάς δεσμεύτηκαν δημόσια να αυξήσουν τους συνοριακούς ελέγχους και τις περιπολίες κατά του εμπορίου ναρκωτικών, προσφέροντας στον Τραμπ μία πρώτη νίκη. Η Κολομβία από την πλευρά της, συμφώνησε να επιτρέψει τις πτήσεις για τον επαναπατρισμό μεταναστών.
Το σκηνικό μοιάζει ιδιαίτερα επικίνδυνο για τις αγορές, καθώς είναι πολύ δύσκολο να γίνουν προβλέψεις. Για παράδειγμα, ποιος μπορεί να πει με σχετική ασφάλεια ότι ο Τραμπ θα εφαρμόσει τους ανταποδοτικούς δασμούς που ανακοίνωσε ή αν και αυτοί θα παίξουν το ρόλο διαπραγματευτικών εργαλείων;
Ένα δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι η Ουάσιγκτον δείχνει να επιλέγει πιο σκληρή στάση απέναντι στο Πεκίνο. Μέχρι βέβαια αποδείξεως του εναντίου. Οι αγορές, πάντως, περιμένουν από την κυβέρνηση Τραμπ, όταν επικυρωθεί η σύνθεσή της από τη Γερουσία, να ακολουθήσει ακόμα πιο επιθετική στρατηγική, αφού όπως όλα δείχνουν θα είναι γεμάτη αξιωματούχους που θεωρούνται «γεράκια» στο θέμα της Κίνας, ήτοι τάσσονται υπέρ μιας πιο σκληρής στάσης.
Επομένως, η λογική λέει ότι οι αγορές πρέπει να βρουν νέες ισορροπίες σε ένα περιβάλλον ακραίου ανταγωνισμού και εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ενώ, λοιπόν, η επανεκλογή Τραμπ θα μπορούσε να οδηγήσει σε επανασχεδιασμό του παγκόσμιου γεωπολιτικού χάρτη, αυτό που θα δούμε στα επόμενα τέσσερα χρόνια είναι τις οικονομίες ανά τον κόσμο να επιλέγουν «στρατόπεδο» και να συγκεντρώνονται γύρω από δύο μεγάλους πόλους, την Αμερική και την Κίνα.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για τις αγορές; Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα αφορά στο κόστος του χρήματος. Οι αποφάσεις της Fed για τη νομισματική πολιτική επηρεάζουν τις αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων και το δολάριο, διαμορφώνοντας τις συνθήκες διεθνώς. Όσο παρατηρείται αυξημένη αβεβαιότητα, τόσο ο Τζερόμ Πάουελ θα προσπαθεί να τηρεί στάση αναμονής. Όμως αν ο εμπορικός πόλεμος γενικευτεί, οι νέες πληθωριστικές πιέσεις από τους δασμούς θα έχουν ως αποτέλεσμα να μην σημειωθεί καμία μείωση επιτοκίων φέτος. Αυτή από μόνη της είναι μία εξέλιξη που θα μπορούσε να δώσει τον τόνο στα χρηματιστήρια για ολόκληρο το 2025.
Πολλά θα κριθούν από τις τελικές αποφάσεις του Τραμπ που συνεπάγεται ότι μάλλον το οικονομικό «δράμα» θα συνεχιστεί για μήνες αν όχι για χρόνια. Διότι αυτό που μας διδάσκει η εμπειρία με τον Τραμπ είναι να μην παίρνουμε τίποτα ως δεδομένο. Πάντως, σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις από τους δασμούς σε αλουμίνιο και χάλυβα, τα στοιχεία της Intracen δείχνουν ότι τα δύο αυτά εμπορεύματα αντιστοιχούν μόλις στο 3% του παγκόσμιου εμπορίου, ακόμα και όταν περιλαμβάνοντας τα προϊόντα που κατασκευάζονται από τα δύο μέταλλα. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, η οικονομία που πλήττεται περισσότερο είναι του Καναδά και ακολουθούν των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, του Μεξικού, της Νότιας Αφρικής και της Βραζιλίας.