Οι ρυθμιστικοί κανονισμοί ως οδηγός του επενδυτικού ρίσκου
Shutterstock
Shutterstock
Χρηματιστήρια

Οι ρυθμιστικοί κανονισμοί ως οδηγός του επενδυτικού ρίσκου

Σε προηγούμενο άρθρο είχαμε επισημάνει πως η πολιτική πόλωση επιδρά στις επενδυτικές αποφάσεις. Το αποτέλεσμα των εκλογών σαφώς και έχει μεγαλύτερη σημασία, επιδρώντας στην οικονομία, τις επιχειρήσεις και τις χρηματιστηριακές αποδόσεις. Οι Baris Ince και Han Ozsoylev ποσοτικοποίησαν ένα φαινόμενο, που αν και προφανές, είναι δύσκολο να μετρηθεί: Την επίδραση της κρατικής παρέμβασης μέσα από τη ρύθμιση των Αγορών

Είναι αναμενόμενο, η ρύθμιση της αγοράς οδηγεί σε αύξηση του κόστους για τις επιχειρήσεις. Θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τη συγκεκριμένη κατηγορία κόστους σε τρεις κατηγορίες: Ορισμένες από αυτές τις δαπάνες είναι σταθερές, όπως η ανάγκη τήρησης αρχείων και αναφοράς δεδομένων στους εποπτικούς φορείς. Κάποια κόστη είναι μεταβλητά, όπως τα έξοδα των τακτικών ή έκτακτων επιθεωρήσεων, με βάση την ποσότητα των προϊόντων που παράγονται ή το μερίδιο της αγοράς, που έχει η εταιρεία στον κλάδο. Και τέλος, υπάρχουν έμμεσες δαπάνες που προέρχονται από τη διάθεση του νομοθέτη να αποφύγει φαινόμενα ολιγοπωλίων ή ανεπιθύμητης προέλευσης εσόδων, όπως χαμένες δραστηριότητες ή «αποθαρρυμένες επενδύσεις», λόγω υπερβολικών ρυθμιστικών εμποδίων ή την αύξηση του μεριδίου αγοράς σε σημείο που να δημιουργείται θέμα δεσπόζουσας θέσης.

Χάρη στα εργαλεία ανάλυσης κειμένου και την πληθώρα διαθέσιμων δεδομένων μπορούμε πλέον να κατατάξουμε πολύ καλύτερα τον αριθμό και τον τύπο των κανονισμών στους οποίους υπόκεινται διαφορετικοί οικονομικοί κλάδοι και επιχειρήσεις. Στη συνέχεια, η έρευνα επικεντρώθηκε στο ειδικό ρίσκο που αφορά τις επιχειρήσεις που υπάγονται σε αυτούς τους κανονισμούς με κύριο σημείο αναφοράς το σταθερό κόστος που δημιουργείται από αυτούς.

Εάν μια εταιρεία αντιμετωπίζει υψηλότερα πάγια κόστη λόγω αυξημένων ρυθμιστικών απαιτήσεων, δημιουργούνται πρόσθετοι κίνδυνοι για τα κέρδη και τις ταμειακές ροές της με τη μορφή αυξημένης λειτουργικής μόχλευσης. Όσο μικρότερα είναι τα περιθώρια κέρδους μιας επιχείρησης, τόσο μεγαλύτερη είναι αυτή η ρυθμιστική λειτουργική μόχλευση (ROL), επειδή τα κέρδη μπορούν να εξατμιστούν γρήγορα, εάν παρουσιαστεί επιβράδυνση στα έσοδα (πωλήσεις). Το παρακάτω διάγραμμα δείχνει το μέσο ROL για τις αμερικανικές εταιρείες από το 2000.

Από το διάγραμμα προκύπτει ότι οι αλλαγές στους ρυθμιστικούς κανόνες έρχονται κατά κύματα, συνήθως μετά από ύφεση ή οικονομική κρίση. Μπορούμε να δούμε τρεις περιόδους αυξανόμενης ρυθμιστικής μόχλευσης. Μία στις αρχές της δεκαετίας του 1990, στην πρώτη θητεία του Μπιλ Κλίντον, μία μετά τα εταιρικά σκάνδαλα των αρχών της δεκαετίας του 2000, υπό την προεδρία του Τζορτζ Μπους και μία υπό τον Ομπάμα, στον απόηχο της οικονομικής κρίσης. Αυτές οι ρυθμιστικές κινήσεις ακολουθούνται στη συνέχεια από εκτεταμένες περιόδους απορρύθμισης και μείωσης του ROL, π.χ. στη δεύτερη θητεία του Κλίντον, του Μπους και του Ομπάμα και υπό τον Ντόναλντ Τραμπ.

Ωστόσο, δεν υπόκειται κάθε κλάδος στο ίδιο ROL. Ακολουθεί ένα διάγραμμα του μέσου όρου ROL ανά κλάδο στις ΗΠΑ. Γενικά, οι μεταποιητικές επιχειρήσεις τείνουν να έχουν το υψηλότερο ROL, είτε πρόκειται για ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό, μηχανήματα, χημικά προϊόντα ή τρόφιμα και καπνό. Ο κλάδος των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και οι υπηρεσίες γενικά τείνουν να έχουν σχετικά χαμηλό ROL, κυρίως επειδή οι ρυθμιστικές απαιτήσεις για υπηρεσίες επικεντρώνονται στην τήρηση αρχείων που είναι μια σχετικά φθηνή δραστηριότητα και επειδή οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών τείνουν να έχουν υψηλότερα λειτουργικά περιθώρια και επομένως χαμηλότερη λειτουργική μόχλευση. Παραδόξως, δραστηριότητες όπως η εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου και γενικά η μεταλλευτική δραστηριότητα έχουν επίσης σχετικά χαμηλό ROL, παρόλο που θεωρούνται κλάδοι που υπόκεινται σε κάποιες αυστηρές ρυθμίσεις.

Διάμεσος ROL ανά κλάδο

Εάν οι κανονιστικές απαιτήσεις αποτελούν πηγή κινδύνου, αυτός ο κίνδυνος θα πρέπει να ανταμείβεται στις χρηματοπιστωτικές αγορές με τη μορφή υψηλότερων αποδόσεων. Εξάλλου, τα κέρδη των εταιρειών με υψηλή ρυθμιστική λειτουργική μόχλευση μπορεί να μειωθούν γρήγορα εάν τα έσοδα επιβραδύνουν ή εάν εγκριθεί κάποιος νέος κανονισμός που αυξάνει το ήδη υψηλό πάγιο κόστος για την υπάρχουσα κανονιστική συμμόρφωση. Πράγματι, οι εταιρείες με υψηλότερο ROL τείνουν να υπερτερούν των εταιρειών με χαμηλότερο ROL. Αυτή η υπεραπόδοση είναι ιδιαίτερα έντονη για τις μικρότερες εταιρείες που δεν έχουν τις οικονομίες κλίμακας των μεγαλύτερων ανταγωνιστών τους και άρα είναι πιο ευάλωτες σε τέτοιες αλλαγές.

Αυτή η έρευνα επιβεβαιώνει κάτι που ήδη γνωρίζουμε. Περισσότερες ρυθμίσεις αυξάνουν το κόστος και μειώνουν τα κέρδη. Η χρησιμότητά της είναι ότι μπορούμε να εστιάσουμε σε επιχειρήσεις με υψηλότερο ROL, όπου μια ρύθμιση ή αλλαγή/εξάλειψη ενός κανόνα έχει τεράστιο αντίκτυπο στις τιμές των μετοχών. Και προφανώς, τα περισσότερα από αυτά τα παραδείγματα επιχειρήσεων μπορούν να βρεθούν στην κλασική κατασκευαστική δραστηριότητα και τη βιομηχανία.