Η «κουβέρτα ασφάλειας» που προσέφερε η ανάπτυξη της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία τις τελευταίες δύο δεκαετίες αποσύρεται; Είναι κάτι που ανησυχεί τις αγορές μετά τις τελευταίες κινήσεις της κεντρικής τράπεζας της Κίνας.
Η διαφορά στις ομολογιακές αποδόσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα διευρύνθηκε σε υψηλό 16ετίας την Τετάρτη μετά την έκπληξη της μείωσης του παρεμβατικού επιτοκίου με τους επενδυτές να ποντάρουν ότι η κεντρική τράπεζα της Κίνας θα χαλαρώσει τη νομισματική πολιτική περισσότερο, ακόμη και αν αυτό προκαλέσει πιέσεις στο γουάν.
Η κινεζική κεντρική τράπεζα αιφνιδίασε τις αγορές με μείωση του παρεμβατικού επιτοκίου για δεύτερη φορά το τελευταίο τρίμηνο την περασμένη Τρίτη, ένδειξη ότι εντείνει την προσπάθεια χαλάρωσης για να στηρίξει την ανάκαμψη της οικονομίας.
Η Κίνα παραμένει η εξαίρεση ανάμεσα στις κεντρικές τράπεζες του κόσμου καθώς ενώ αυτή χαλαρώνει τη νομισματική της πολιτική για να τονώσει την ανάκαμψη, άλλες και ιδιαίτερα η Fed των ΗΠΑ, συνεχίζουν τον κύκλο σύσφιξης, μαχόμενες τον πληθωρισμό.
Η αποκλίνουσα πορεία της νομισματικής πολιτικής στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου διεύρυνε τη διαφορά απόδοσης των 10ετων ομολόγων στις 164 μονάδες βάσης που είναι η υψηλότερη από το 2007.
Τα στοιχεία της οικονομικής δραστηριότητας στην Κίνα τον Ιούλιο, οι λιανικές πωλήσεις, η βιομηχανική παραγωγή και οι επενδύσεις, ήταν κάτω από τις προσδοκίες των αγορών και πυροδότησαν ανησυχίες ότι η επιβράδυνση της οικονομίας είναι βαθύτερη.
Δεν είναι η πρώτη φορά που τα στοιχεία δεν ικανοποιούν τις προβλέψεις της αγοράς. Ο κώδωνας κινδύνου για την ανάπτυξη ήχησαν και στην παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008-09 και το 2015 όταν τρόμαξε τις αγορές η φυγή κεφαλαίων. Η Κίνα κατάφερε να ξεφύγει από τις κρίσεις αυτές με κινήσεις που τόνωσαν τις επενδύσεις σε υποδομές και στα ακίνητα.
Όμως, η αναβάθμιση των υποδομών δημιούργησε πολύ χρέος και η «φούσκα» στα ακίνητα έχει ήδη σπάσει προκαλώντας κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Με τις εξαγωγές να επιβραδύνονται μαζί με την παγκόσμια οικονομία και τις επενδύσεις σε υποδομές και ακίνητα να έχουν κορυφωθεί, η Κίνα έχει μόνο μια άλλη πηγή ζήτησης για να βοηθήσει την οικονομία, την κατανάλωση των νοικοκυριών.
Πολλά θα κριθούν από το αν πετύχει να πείσει τα νοικοκυριά να ξοδεύουν περισσότερο και να αποταμιεύουν λιγότερο, όπως και από το αν αυτά θα ανταποκριθούν σε βαθμό που η καταναλωτική ζήτηση να μπορεί να αντισταθμίσει τις αδυναμίες σε άλλους τομείς της οικονομίας.
Σε αντίθεση με τους καταναλωτές στη Δύση, η ανάκαμψη της κατανάλωσης που περίμεναν οι οικονομολόγοι μετά την άρση των περιορισμών της πανδημίας Covid 19 στην Κίνα δεν ήρθε.
Οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν από τις χαμηλότερες πριν από την πανδημία και μια σημαντική μακροοικονομική ανισορροπία για την κινεζική οικονομία που είχε υπερβολική εξάρτηση στις επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από χρέος.
Τα μακροοικονομικά στοιχεία για την οικονομική δραστηριότητα τον Ιούλιο δημιουργούν ανησυχίες για το αν η Κίνα καταφέρει να πιάσει τον στόχο του 5% σε ρυθμό ανάπτυξης φέτος χωρίς περισσότερη δημοσιονομική τόνωση.
Η μείωση επιτοκίων την Τρίτη ήταν έκπληξη για τις αγορές, αλλά οι οικονομολόγοι τη θεωρούν πολύ μικρή για να κάνει ουσιαστική διαφορά. Από την άλλη, μεγαλύτερες μειώσεις ενέχουν κινδύνους εξασθένησης του γουάν και εκροών κεφαλαίων, κάτι που θέλει να αποφύγει η Κίνα.