Του Απόστολου Σκουμπούρη
Ένα χρηματιστήριο αντανακλά την εικόνα της οικονομίας μιας χώρας, προεξοφλεί τα μέλλοντα, «διαβάζει» από έξι έως οκτώ μήνες νωρίτερα τα μελλούμενα, γενικώς καθρεφτίζει το θετικό ή αρνητικό momentum των επενδυτικών κεφαλαίων προς τη χώρα.
Ασχέτως αν σήμερα υπάρξει αντίδραση (ανοδική διόρθωση) μετά την υπερπώληση των τελευταίων ημερών, το ελληνικό χρηματιστήριο πιστοποιεί – και στους πλέον αδαείς επί των αγορών – ότι κάθε άλλο παρά θετική προεξόφληση κάνει, για τα τεκταινόμενα στην πολιτική και την οικονομία.
Ο Γενικός Δείκτης πλέον απέχει μόλις 9 μονάδες από τα χαμηλά 52 εβδομάδων και τις 701 μονάδες, έχοντας συμπληρώσει 4ήμερο ισχυρής πτώσης σε ποσοστό περί το 4,70%, ενώ ο τραπεζικός κλάδος δέχεται καταιγισμό ρευστοποιήσεων, οδηγούμενος σε χαμηλά εννέα και πλέον μηνών.
Παράλληλα, καταγράφεται μεγάλη επιδείνωση στα spreads και στα ομόλογα με το 10ετές να ανέρχεται χθες στο 4,56%, επίπεδα που ουσιαστικά θέτουν εκτός πρωτογενούς αγοράς την Ελλάδα, καθώς το επιτόκιο αυτό δεν είναι βατό για να δικαιολογεί δανεισμό από το ελληνικό δημόσιο.
Η Ελλάδα δεν είναι success story σε καμία περίπτωση, ακόμη και τα hedge funds που έχουν επενδύσει στα ελληνικά ομόλογα ρευστοποιούν.
Πέραν του διεθνούς παράγοντα και των όντως αφιλόξενων συνθηκών για επενδύσεις ειδικά στις αναδυόμενες οικονομίες, η μεγάλη επιδείνωση στα ομόλογα οφείλεται πρωτίστως σε ενδογενείς παράγοντες, πολιτικούς και οικονομικούς.
Φαίνεται πως κάποιοι παράγοντες συνδυαστικοί μεταξύ τους, έχουν ενεργοποιήσει έντονα αρνητικά και αμυντικά αντανακλαστικά από τα ξένα χαρτοφυλάκια ως προς το πως κρίνουν επενδυτικά την Ελλάδα.
Η επιβράδυνση του ελληνικού ΑΕΠ στο β'' τρίμηνο 2018, οι «φόβοι» για έξαρση της παροχολογίας από την κυβέρνηση με αφορμή τη ΔΕΘ και το άλλοθι της λήξης των μνημονίων, τα αποτελέσματα των τραπεζών που δείχνουν ότι τα προβλήματά τους παραμένουν άλυτα, αλλά και η (εύλογη) ανησυχία για τη «γύμνια» της χώρας μακριά από την ομπρέλα των προγραμμάτων στήριξης, είναι οι παράγοντες που οδηγούν τους ξένους σε ρευστοποιήσεις.
Ακόμη και ισχυρά funds με σημαντική και μακροχρόνια παρουσία στην Ελλάδα, φαίνεται πως... κουράζονται μετά τόσα χρόνια όπου βρίσκονται στο ίδιο έργο θεατές, με τη χώρα να βολοδέρνει να εφαρμόσει το έλασσον των μεταρρυθμίσεων – ώστε να παίρνει τις δόσεις – κυνηγώντας στην ουσία την ουρά της.
Είναι σαφές πως το αφήγημα της «απόδρασης» από τα μνημόνια δεν λειτουργεί θετικά προς τους ξένους επενδυτές, όπως δε θα έπρεπε να λειτουργεί θετικά για κανέναν εντός της χώρας. Εκτός μνημονίων, εκτός αυστηρής επιτήρησης αλλά – κυρίως – εκτός από τη φθηνή χρηματοδότηση των προγραμμάτων, είναι αμφίβολη η πορεία της ελληνικής οικονομίας αλλά και η συνέχιση των όποιων μεταρρυθμίσεων. Και αυτό, οι ξένοι το γνωρίζουν καλά.
Η Ελλάδα – τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν – δεν έχει πείσει ότι μπορεί (και ότι θέλει) να πορευτεί με αξιοπιστία στη «θάλασσα» της ελεύθερης αγοράς, ούτε έχει δείξει ότι έχει τη βούληση να εφαρμόσει πολιτικές που θα την αποτρέψουν από νέες χρεοκοπίες στο μέλλον.
Άλλωστε, μετά από μια 9ετία σχεδόν στα μνημόνια και στα προγράμματα στήριξης, η χώρα δεν έχει απαντήσει στον εαυτό της, ούτε έχει υπάρξει μια εθνική συμφωνία για το αν τα μνημόνια έφεραν την κρίση ή αν η κρίση έφερε τα μνημόνια. Πρόκειται για μια παθογένεια που – μεταξύ άλλων – μαρτυρά τη δομική και στρατηγική αδυναμία προσέγγισης της πραγματικότητας.
Αν μέσα σ'' όλα τα παραπάνω προστεθεί και συνδυαστεί και το γεγονός ότι οι τράπεζες εξακολουθούν να είναι εγκλωβισμένες στα εγχώρια… τοξικά και οι ρυθμοί εκκαθάρισης των χαρτοφυλακίων τους είναι εξαιρετικά αργοί, για τις απαιτήσεις των καιρών, τότε καταλαβαίνουμε τους λόγους που τα διεθνή χαρτοφυλάκια δεν αναλαμβάνουν νέα επενδυτικά ρίσκα στη χώρα μας.
Χωρίς ενεργές τράπεζες, δύσκολα μπορεί να περπατήσει με καλούς ρυθμούς και η πραγματική οικονομία. Μοιραία, ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται, ενώ πλέον η χώρα καλείται να πορευτεί εκτός της ομπρέλας των μνημονίων, με ό,τι συνεπάγεται αυτό.
Η αγορά λοιπόν, είναι σκοτωμένη, χωρίς όραμα και καταλύτες. Μοιραία σέρνεται κοντά στα χαμηλά έτους εδώ και καιρό, αδυνατώντας να βρει οποιοδήποτε momentum, ενώ οι αποτιμήσεις στον τραπεζικό κλάδο έχουν γίνει φύλλο και φτερό.
Εξαΰλωση των κεφαλαιοποιήσεων στις τράπεζες
Σημαντική είναι η εξαΰλωση αποτιμήσεων στις ελληνικές τράπεζες, που χάνουν διαδοχικά τις θέσεις που είχαν στην κατάταξη με τις κεφαλαιοποιήσεις του Χ.Α., κάτι που μειώνει νομοτελειακά και τη βαρύτητά τους στο Γενικό Δείκτη αλλά και στον FTSE 25.
H Εθνική έχασε χθες τα 2 δισ. ευρώ κεφαλαιοποίηση έχοντας πέσει στην 7η θέση των αποτιμήσεων, ενώ η Alpha Bank έχασε την 4η θέση καθώς την υποσκέλισε η Motor Oil.
Οι ελληνικές τράπεζες είχαν κεφαλαιοποίηση πριν λίγο καιρό 9 δισ. και σήμερα η χρηματιστηριακή τους αξία έχει υποχωρήσει – συνολικά – περίπου στα 6,8 δισ. ευρώ.
Ο τραπεζικός δείκτης χθες όχι μόνο έχασε το όριο των 700 μονάδων, αλλά έκλεισε στις 667,50 μονάδες με πτώση 5,87%, επίπεδα που είχε να δει από τις 27 Νοεμβρίου 2017.
Η μετοχή της Εθνικής απώλεσε το 7,23% της αξίας της κλείνοντας στα 2,18 ευρώ, έχοντας το διήμερο του Σεπτεμβρίου πτώση άνω του 11%. Η Πειραιώς υποχώρησε κατά 6,61% (μετά το -5,42% τη Δευτέρα), η Alpha Bank -6,32% και η Eurobank -3,42%.