Μια από τις σημαντικότερες επενδυτικές ευκαιρίες που υφίστανται σήμερα στην Ελλάδα για επενδυτές με σημαντικά κεφάλαια και όρεξη για υπερμεγέθεις αποδόσεις είναι στον κλάδο του λιανικού εμπορίου (retail).
Ούτε στα ακίνητα αλλά ούτε και στην ενέργεια – που είναι οι δύο κλάδοι που συνήθως αναφέρονται ως επενδυτικός στόχος από ξένα και ελληνικά κεφάλαια. Τα ακίνητα και η ενέργεια, αν και πάντα ενδιαφέροντα, έχουν το χαρακτηριστικό ότι δεν είναι «κλιμακούμενες» («scalable») επενδύσεις και έχουν τα χαρακτηριστικά αποδόσεων ομολόγων. Το λιανικό εμπόριο, αντίθετα, είναι επένδυση χωρίς προφανές χρηματιστηριακό πλαφόν.
Η Ελλάδα διαθέτει σήμερα τέσσερις (αριθμητικά: 4) εταιρείες λιανικού εμπορίου που θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε παγκόσμιους πρωταθλητές χωρίς μεγάλη προσπάθεια. Ο λόγος που οι εταιρείες αυτές παρουσιάζουν τέτοιες προοπτικές είναι ότι έχουν αναπτύξει επιχειρηματικά μοντέλα που δε συναντώνται στο εξωτερικό και είναι εξαιρετικά πιθανόν να είναι το ίδιο ελκυστικά για τους Ευρωπαίους ή Ασιάτες καταναλωτές όσο είναι και για τους Έλληνες.
Οι εταιρείες αυτές είναι το Πλαίσιο, το Public, το Jumbo και το Hondos Center.
Ως κάποιος που έχει ταξιδέψει και ψωνίσει σε όλη την Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και μέρος της Ασίας, μπορώ να καταθέσω την προσωπική μου μαρτυρία ότι οι 4 εταιρείες έχουν δημιουργήσει καταναλωτικές εμπειρίες που δε συναντά κανείς εύκολα πουθενά στον κόσμο.
Τέσσερεις αμιγώς ελληνικές εταιρείες, που δημιούργησαν εκ του μηδενός μοντέλα λιανικού εμπορίου σε μεγάλου μεγέθους πολυκαταστήματα που δεν απαντώνται σε ξένες χώρες. Και πέτυχαν. Δεν είναι ανεδαφικό να σκεφτεί κανείς ότι αφού εταιρείες όπως το Media Markt, που δε διαφοροποιείται σε τίποτε από το Dixons / Κωτσόβολο, αισθάνονται ότι η ανάπτυξη τους είναι εκτός Γερμανίας, γιατί να μην ακολουθήσουν αυτήν την οδό εταιρείες όπως οι 4 ελληνικές, που έχουν αναπτύξει μοναδικά επιχειρηματικά μοντέλα;
Τα παραδείγματα επιτυχημένης διεθνούς ανάπτυξης καινοτόμων εμπόρων λιανικής είναι πολλά. Από τα πιο γνωστά, η Ισπανική Zara και η Ιρλανδική Primark, δύο εταιρείες που καινοτόμησαν στο χώρο του λιανικού εμπορίου ρούχων και δημιούργησαν τεράστιες υπεραξίες για τους μετόχους τους μέσω διεθνούς επέκτασης. Και στις δύο αυτές εξαιρετικά επιτυχημένες περιπτώσεις, η χώρα προέλευσης (Ισπανία και Ιρλανδία) δεν είχε παράδοση στον κλάδο λιανικού εμπορίου και δεν ήταν προορισμός shopping, όπως είναι το Λονδίνο, η Νέα Υόρκη ή το Παρίσι. Κι όμως, οι δύο επιχειρήσεις επινόησαν και ανέπτυξαν δύο μεγαλοφυή επιχειρηματικά μοντέλα που απευθύνθηκαν στη μαζική αγορά της μεσαίας τάξης και σύντομα βγήκαν από τα σύνορα τους και μεγαλούργησαν.
Εκτός του Hondos Center, οι άλλες τρεις εταιρείες μάλλον δεν απαιτούν οργανωτικές αλλαγές για να κάνουν το άλμα. Το Hondos Center θα μπορούσε να κάνει τη μετάβαση σε διεθνή ανάπτυξη εάν προχωρήσει σε συγκέντρωση όλων των περιουσιακών στοιχείων κάτω από μια ανώνυμη εταιρεία, και ενοποίηση της διοίκησης.
Τα επιχειρηματικά μοντέλα των 4 εταιρειών φαίνονται να είναι καλά δουλεμένα και είναι έτοιμα για «διεθνή καριέρα». Αυτό αποδείχθηκε με το παραπάνω στη διάρκεια των τελευταίων 3 ετών, και στην προσαρμοστικότητα που επέδειξαν στην αντιμετώπιση της πανδημίας και της κρίσης πληθωρισμού που διερχόμαστε.
Η διεθνής επέκταση μιας αλυσίδας λιανικού εμπορίου απαιτεί κυρίως δύο πράγματα: έμπειρα στελέχη στον τομέα ανάπτυξης δικτύου πωλήσεων σε ξένες χώρες και έμφαση στην πρόσληψη και διαχείριση ξενόγλωσσου προσωπικού που θα είναι σε θέση να εφαρμόσει επιτυχημένα το επιχειρηματικό μοντέλο καθεμιάς από τις 4 Ελληνικές εταιρείες. Επιπλέον, η διεθνής επέκταση θα απαιτήσει εξασφάλιση κατάλληλων σημείων για ανάπτυξη καταστημάτων μεγάλου μεγέθους.
Αυτό ακριβώς είναι το μοντέλο που ακολουθούν οι McDonald’s, Apple, M&S, κλπ., στο διεθνές δίκτυο τους: εξασφαλίζουν κατάλληλα ακίνητα και εκπαιδεύουν τοπικό προσωπικό για να εφαρμόσει το επιχειρηματικό μοντέλο ακριβώς όπως έρχεται από τα κεντρικά.
Στην περίπτωση των 4 ελληνικών εταιρειών, οι απαιτήσεις σε απόκτηση και διαχείριση ακινήτων θα είναι τόσο μεγάλες που σίγουρα θα είχε νόημα το εγχείρημα της διεθνούς επέκτασης να γίνει από κοινού με κάποια εταιρεία επενδύσεων σε ακίνητα, η οποία θα αγόραζε και θα εξόπλιζε τα ακίνητα που απαιτούνται και θα τα υπενοικίαζε στην εταιρεία λιανικού εμπορίου. Με τον τρόπο αυτό, το σημαντικό κομμάτι των ακινήτων θα το διαχειρίζονται άνθρωποι που το γνωρίζουν καλά ενώ θα μειωθούν σημαντικά οι ανάγκες της εταιρείας λιανικής σε κεφάλαια ανάπτυξης.
Νομίζω ότι οι εμπλεκόμενοι στην αγορά κατανοούν ή διαισθάνονται ότι βρισκόμαστε στον προθάλαμο μιας χρυσής εποχής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Όλα τα απαραίτητα συστατικά είναι παρόντα, ίσως για πρώτη φορά ύστερα από 70 χρόνια. Ακόμη και ιδιωτικά κεφάλαια από το εξωτερικό ψάχνουν για επενδυτικές ευκαιρίες στην Ελλάδα.
Είμαστε ήδη παγκόσμιοι πρωταθλητές της εμπορικής ναυτιλίας, δηλαδή στον κλάδο που είναι ο πιο ανταγωνιστικός της παγκόσμιας οικονομίας και αυτός που στηρίζεται ίσως περισσότερο από κάθε άλλον κλάδο στην καλή φήμη και τη σοβαρότητα των επιχειρηματιών. Άρα, μπορούμε να βγούμε από την Ελλάδα και να κάνουμε μεγάλα πράγματα. Το κάνουμε εδώ και 100 χρόνια.
Ο κλάδος λιανικού εμπορίου δεν ανήκει στους παραδοσιακούς κλάδους που ανατρέχει κάποιος όταν σκέφτεται κλάδους για να επενδύσει στην Ελλάδα. Αντιθέτως, σκέφτεται «ενέργεια», «κατασκευές» «τουρισμός», «ΔΕΚΟ». Όχι «πολυκαταστήματα». Γι’ αυτό οι αποδόσεις θα είναι εξαιρετικές και ανεπανάληπτες όταν οι τέσσερις εταιρείες αυτές ανοίξουν τα φτερά τους και τοποθετήσουν το logo τους σε κτίρια στο κέντρο και στα προάστεια κάθε σημαντικής Ευρωπαϊκής πόλης. Και, γιατί όχι, και παραπέρα.
Ο Περικλής Φ. Κωνσταντινίδης είναι ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της επενδυτικής εταιρίας Syracuse Main, Inc.