Μην περιμένετε «τρελές» αποδόσεις στις αμερικανικές και ευρωπαϊκές μετοχές το 2022 και το 2023. Αυτό είναι το μήνυμα που στέλνουν τελευταία οι αναλυτές των μεγαλύτερων επενδυτικών οίκων. Ένα μήνυμα που αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία μετά τη νύξη του προέδρου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ για το tapering. Ο Τζερόμ Πάουελ είπε ότι η Fed θα αποφασίσει μέσα στο Δεκέμβριο για την ταχύτητα της σταδιακής απόσυρσης των μέτρων στήριξης, αφήνοντας να εννοηθεί ότι είναι πολύ πιθανό να έχουμε την πρώτη αύξηση των επιτοκίων ταχύτερα από τις αρχικές εκτιμήσεις.
Η νύξη του Πάουελ για επιτάχυνση του tapering το 2022 υπενθύμισε στις αγορές ότι η παροχή ρευστότητας δεν μπορεί να είναι αέναη.
Ανεξάρτητα όμως από το tapering της Fed, οι οιωνοί δεν είναι καλοί για τα χρηματιστήρια καθώς διεθνώς οι τιμές αυξάνονται με ρυθμό που ιστορικά έχει προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στις αγορές. Οι προσδοκίες για το 2022 χαμηλώνουν ακόμη περισσότερο καθώς η Bank of America προβλέπει πτώση άνω του 10% για τις ευρωπαϊκές μετοχές, ενώ Capital Economics και Goldman Sachs δίνουν στη Wall Street περιθώρια ανόδου της τάξης του 3% την επόμενη διετία.
Μία από τις πιο bullish προβλέψεις αυτή τη στιγμή είναι της JPMorgan που βλέπει περιθώρια ανόδου έως 9% και μία από τις πιο bearish προβλέψεις είναι της Morgan Stanley που βλέπει πτώση 6%.
Ακόμα, λοιπόν, και η πιο αισιόδοξη πρόβλεψη απέχει πολύ από το πάρτι που γίνεται στις αγορές τα τελευταία 13 χρόνια. Από το 2009 έως και το 2021 (μέχρι σήμερα) ο S&P 500 έχει δώσει τέσσερις φορές κέρδη άνω του 20% και έχει κλείσει αρνητικά στο έτος μόλις τρεις φορές και αυτές με απώλειες 1% το 2011, 0,73% το 2015 και 6,24% το 2018. Τις υπόλοιπες χρόνιες όπως φαίνεται και στον πίνακα το πάρτι ήταν ξέφρενο, με αρκετές δόσεις απληστίας.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι από το 1930 μέχρι σήμερα, ο δείκτης αναφοράς για τις παγκόσμιες αγορές, S&P 500, έχει αποδώσει κατά μέσο όρο 9,79% ετησίως. Όμως ενώ ένας χρηματιστής θα έλεγε σε έναν επενδυτή να αναμένει μέση ετήσια απόδοση της τάξης του 10% επενδύοντας σε μετοχές, η αλήθεια είναι ότι σε αυτά τα 90 χρόνια η πραγματική ετήσια απόδοση του S&P 500 διαμορφώθηκε μόλις τέσσερις φορές μεταξύ 8% και 12%. Αυτό σημαίνει ότι ο μέσος όρος του 9,79% προκύπτει από μεγάλες διαφορές. Φέτος για παράδειγμα, ο S&P 500 κερδίζει 23% μέχρι στιγμής, πέρσι ενισχύθηκε κατά 16,26%, το 2019 σημείωσε άνοδο 28,8% και το 2018 έκλεισε με απώλειες 6,24%.
Οι δύο βασικότεροι κίνδυνοι για το outlook των μετοχών είναι ο πληθωρισμός και η απότομη στροφή της Fed. Κανένας από τους δύο δεν είναι ικανός να προκαλέσει ούτε «κραχ», ούτε και πολύ μεγάλη διόρθωση, τονίζει η Capital Economics, προσθέτοντας ότι σε καμία περίπτωση ο S&P 500 δεν βρίσκεται σε συνθήκες φούσκας που είναι έτοιμη να σκάσει. Παράλληλα, ο οίκος προειδοποιεί ότι οι επενδυτές πιθανώς έχουν υποτιμήσει το πόσο επίμονες θα αποδειχθούν οι πληθωριστικές πιέσεις, κάτι που φαίνεται από τις αισιόδοξες εκτιμήσεις τους για τα εταιρικά περιθώρια αλλά και από τις πολύ χαμηλές πραγματικές αποδόσεις των μακροπρόθεσμων ομολόγων.
Όπως και να’ χει, ο πληθωρισμός θα είναι ένας από τους παράγοντες που θα συμβάλλουν στο να τελειώσει το πάρτι στις αγορές, σε συνδυασμό πάντα με το tapering και την αύξηση των επιτοκίων. Γι’ αυτούς τους λόγους, ακόμη και αν μετριαστούν οι ανησυχίες για τη μετάλλαξη Όμικρον, η Capital Economics προβλέπει ότι ο S&P 500 δεν θα ξεπεράσει τις 4.700 μονάδες στο τέλος όχι του 2022 αλλά του 2023.
Τέλος, η JPMorgan βλέπει περιθώρια περαιτέρω ανόδου κοντά στον ετήσιο μέσο όρο, αλλά πολύ πιο ήπιας από τα προηγούμενα χρόνια, καθώς θα αρχίσουν να επιλύονται τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες, θα βελτιωθούν οι συνθήκες στην Κίνα και θα επιστρέψουν στην κανονικότητα οι καταναλωτικές συνήθειες, ενώ οι κεντρικές τράπεζες θα συνεχίζουν να προσφέρουν στήριξη.