Σαν πυροτέχνημα έσκασε προ ημερών η είδηση για την «κατάργηση του πετροδολαρίου». Μια είδηση της οποίας ο ερχομός θα έφερνε τα πάνω κάτω όχι μόνο στην αγορά του πετρελαίου και στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Όχι μόνο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στις χρηματιστηριακές αγορές. Αλλά και στις ισορροπίες του παγκόσμιου γεωπολιτικού συστήματος. Ωστόσο, δεν χρειάστηκαν περισσότερες από δυο - τρεις ώρες, για να φανεί ότι η συγκεκριμένη είδηση αποτελούσε ένα ακόμα επεισόδιο από το σίριαλ των «fake news».
Η «είδηση» είχε δημοσιευτεί σε αρκετά ψηφιακά μέσα μαζικής ενημέρωσης που δραστηριοποιούνται σε πολύ συγκεκριμένες χώρες και ειδικότερα στις χώρες που ανήκουν ή βρίσκονται πολύ κοντά στις BRICS. Δηλαδή στη Βραζιλία, στη Ρωσία, στην Ινδία, στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, στη Νότια Αφρική, στην Αίγυπτο, στην Αιθιοπία, στο Ιράν, στη Σαουδική Αραβία και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Η αλήθεια είναι ότι πράγματι έληξε η 50ετής συμφωνία που είχε υπογραφεί ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Σαουδική Αραβία στις 8 Ιουνίου 1974. Τι προέβλεπε η συγκεκριμένη συμφωνία; Ότι η Σαουδική Αραβία κατά πρώτον θα πουλάει το εξαγόμενο πετρέλαιο σε δολάρια και κατά δεύτερον θα επενδύει το δολαριακό πλεόνασμα από τις πωλήσεις πετρελαίου, σε ομόλογα του Αμερικανικού Δημοσίου. Σαν αντάλλαγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσφέρουν αμυντική προστασία και στήριξη στο Σαουδαραβικό Βασίλειο.
Για να αντιληφθούμε καλύτερα της σημασία της συμφωνίας, θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι χρονικά τοποθετείται μετά από την πετρελαϊκή κρίση του 1973 και μετά από την απόφαση των ΗΠΑ να μην ακολουθούν τον «κανόνα του χρυσού».
Για την εποχή της, η συμφωνία αποτελούσε αυτό που σήμερα ονομάζουμε «win - win». Αφ' ενός οι ΗΠΑ αποκτούσαν πρόσβαση σε μια σταθερή πηγή ορυκτών καυσίμων και σε μόνιμους αγοραστές για τις εκδόσεις Δημοσίου Χρέους. Αφ' ετέρου το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας αποκτούσε στρατιωτική ασφάλεια επικεντρώνοντας την προσοχή της, στην οικονομική της ανάπτυξη και ευημερία.
Η απόφαση για την παράταση ή για τον τερματισμό της συμφωνίας του «πετροδολαρίου» όπως ονομάζεται, θα ληφθεί σε μια περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας υπάρχουν σημαντικές εξελίξεις.
Στον ενεργειακό τομέα η στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) και η αύξηση της κατανάλωσης φυσικού αερίου έχει μειώσει ως ένα βαθμό την εξάρτηση της ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας από το πετρέλαιο.
Και παρατηρούμε ότι ακόμα και το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας στοχεύει στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι το 2030 κατά 50% από ΑΠΕ και φυσικό αέριο. Ενώ παράλληλα σκοπεύει να φυτέψει 10 δισεκατομμύρια δένδρα στα πλαίσια της μετάβασης σε ένα περιβάλλον μηδενικών ρύπων μέχρι το 2060. Το συνολικό κόστος αυτής της παρέμβασης υπολογίζεται στα $188 δισ. Ταυτόχρονα, η αύξηση της εξόρυξης ορυκτών καυσίμων στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στη Βραζιλία, αλλά και σε άλλες χώρες, αμφισβητεί και αυτή με τη σειρά της, την σπουδαιότητα του αραβικού πετρελαίου.
Όσον αφορά τον υποβόσκοντα οικονομικό και εμπορικό πόλεμο, είναι σαφής η βούληση των χωρών που συνθέτουν τις BRICS να κινηθούν προς την κατεύθυνση της «αποδολαριοποίησης». Δηλαδή προς την κατάργηση του δολαρίου, ως κυρίαρχου βασικού νομίσματος τόσο στον χώρο του παγκόσμιου εμπορίου και των διεθνών χρηματαγορών, όσο και στον χώρο των συναλλαγματικών αποθεμάτων. Οι διευρυμένες BRICS αντιπροσωπεύουν έναν πληθυσμό της τάξης των 3,5 δισ., ή το 45% του συνολικού πληθυσμού του πλανήτη. Αντιπροσωπεύουν με οικονομικούς όρους το 28% του παγκόσμιου ΑΕΠ, δηλαδή $28,5 τρισ. Και τέλος ελέγχουν την παραγωγή του 44% του παγκόσμιου πετρελαίου. Ο στόχος της αποδολαριοποίησης σύμφωνα με τους εμπνευστές της, μπορεί να επιτευχθεί ακόμα πιο εύκολα, καθώς οι BRICS ελέγχουν και ένα μεγάλο μέρος των κρίσιμων πρώτων υλών και ορυκτών που απαιτεί η παγκόσμια βιομηχανική παραγωγή και τεχνολογία.
Το άρμα της αποδολαριοποίησης το σέρνει τόσο η Κίνα, όσο και η Ρωσία, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μια. Η Κίνα για να κυριαρχήσει στην παγκόσμια οικονομία, ως ένας παραγωγικός και εμπορικός γίγαντας και η Ρωσία για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της μετά από στο σύνθετο πλαίσιο κυρώσεων της Δύσης απέναντι της. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια οι κεντρικές τράπεζες και των δυο χωρών συνεχίζουν να αυξάνουν τις θέσεις τους σε φυσικό χρυσό, αντικαθιστώντας με αυτόν τον τρόπο τα δολαριακά συναλλαγματικά τους αποθέματα.
Ωστόσο, δεν αρκεί για τις BRICS να «βγει το δολάριο από τη ζωή τους», δηλαδή να μην αποτελεί πλέον το βασικό σημείο αναφοράς και εκκαθάρισης των μεταξύ τους εμπορικών συναλλαγών. Διότι οι εμπορικές συναλλαγές πρέπει να εξακολουθούν να πληρώνονται. Διότι οι συναλλαγματικές ισοτιμίες πρέπει να εξακολουθούν να υπολογίζονται. Το ίδιο και οι αποτιμήσεις των εταιρειών που είναι εισηγμένες στα χρηματιστήρια. Επομένως, πρέπει να βρεθεί ένα νέο σημείο αναφοράς, το οποίο να αντικαταστήσει το αμερικανικό δολάριο.
Η απάντηση και ταυτόχρονα πρόταση της Ρωσίας στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι η δημιουργία ενός νομίσματος, του οποίου η τιμή θα προσδιορίζεται από ένα «καλάθι πολύτιμων μετάλλων, εμπορευμάτων και πρώτων υλών».
Δεν γνωρίζουμε πόσο κοντά ή πόσο μακριά βρισκόμαστε μπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, όσο σύνθετο και αν είναι. Εκείνο που γνωρίζουμε όμως είναι, ότι η μη ανανέωση της συμφωνίας ΗΠΑ - Σαουδικής Αραβίας για τους Χ ή Ψ λόγους, θα οδηγήσει στη μείωση της ζήτησης για αμερικανικά δολάρια.
Που σαν αποτέλεσμα θα οδηγήσει σε αύξηση των επιτοκίων, σε αύξηση του πληθωρισμού και σε εξασθένηση της δυναμικής της αγοράς αμερικανικών ομολόγων.
Το πιθανότερο είναι, η συμφωνία να παραταθεί, αφού δύσκολα η Σαουδική Αραβία θα θελήσει «να πυροβολήσει τα πόδια της» απαξιώνοντας τις επενδύσεις της, που βασίζονται στη βαρύτητα και τη σταθερότητα του δολάρια. Και έτσι θα διαλυθούν όλες οι ανησυχίες της αγοράς και των επενδυτών. Ωστόσο, η παγκόσμια κυριαρχία του αμερικανικού δολαρίου αμφισβητείται ανοικτά και δεν είναι εγγυημένη.