Παρόλο που τα μάτια ολόκληρης της παγκόσμιας επενδυτικής κοινότητας είναι στραμμένα πάνω στις πολεμικές εξελίξεις και τις ειρηνευτικές προσπάθειες, στο πίσω μέρος του μυαλού της, το μεγάλο ερωτηματικό παραμένει ο πληθωρισμός. Η πορεία του πληθωρισμού, καθώς και η επιρροή του πάνω στις χρηματιστηριακές αγορές.
Η αλήθεια είναι ότι ο πληθωρισμός είχε αρχίσει να «τσιμπάει» μέσα στο Q3 του 2021, με τις κεντρικές τράπεζες και τις κυβερνήσεις, να μην δίνουν ιδιαίτερη σημασία. Άλλωστε μιλούσαν για παροδικότητα, για εποχικότητα και για ένα ανώτατο όριο γύρω στο 2%.
Τα πράγματα όμως άλλαξαν. Η εξίσωση του πληθωρισμού του 2021, είχε τέσσερις βασικές παραμέτρους.
Η πρώτη ήταν η υπερβολική προσφορά χρήματος, στην οποία προέβαιναν διαχρονικά οι κεντρικές τράπεζες, σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν την ανάπτυξη.
Η δεύτερη ήταν η αύξηση των δημοσίων δαπανών, που ακολουθούσαν και ακολουθούν ως στρατηγική οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο, σε μια προσπάθεια να αναπληρώσουν τις οικονομικές απώλειες από την υγειονομική κρίση και να εκκινήσουν και πάλι, την πραγματική οικονομία.
Η τρίτη ήταν η πρωτοφανής αύξηση της ζήτησης προϊόντων, αμέσως μετά από τη λήξη των μέτρων του lock down και των περιορισμών που είχαν τεθεί στην εργασιακή και κοινωνική ζωή των πολιτών.
Και η τέταρτη ήταν η αναποτελεσματικότητα της εφοδιαστικής αλυσίδας να ανταποκριθεί στην αυξημένη ζήτηση, όχι μόνο λόγω της μειωμένης προσφοράς, αλλά και λόγω της ανεπάρκειας μέσων μεταφοράς των προϊόντων. Με αποτέλεσμα να υπάρχει αυξημένο κόστος, σε χρόνο και χρήμα.
Οι χρηματιστηριακές αγορές έδειξαν πως είχαν προσαρμοστεί σε αυτά τα νέα δεδομένα και στον αντίστοιχο κύκλο μέτρων που είχαν αρχίσει να υιοθετούν τόσο οι κεντρικές τράπεζες όσο και οι κυβερνήσεις. Ώσπου, ήρθε η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, να βάλει μια ακόμα παράμετρο στην εξίσωση του πληθωρισμού.
Και η παράμετρος αυτή, είναι ο πόλεμος. Και όχι μόνο ο πόλεμος στο πεδίο της μάχης, αλλά και ο οικονομικός πόλεμος, ο πόλεμος των κυρώσεων, ο πόλεμος των φυσικών πόρων, ο πόλεμος των πρώτων υλών και των εμπορευμάτων, ο πόλεμος των ηλεκτρονικών τραπεζικών συναλλαγών και πάνω από όλα, ο νομισματικός πόλεμος.
Με δυο λόγια ουδείς μπορεί να προδικάσει το μέγεθος και τη διάρκεια του πληθωριστικού τσουνάμι, που κτυπάει ταυτόχρονα την επιχειρηματικότητα και τα νοικοκυριά.
Είναι σίγουρο πως ο πληθωρισμός κτυπάει και απομειώνει της τραπεζικές καταθέσεις. Είναι επίσης σίγουρο πως «τρώει» τις επιτοκιακές αποδόσεις των τίτλων σταθερού εισοδήματος, των κρατικών ομολόγων και των ομολογιακών δανείων. Με το χρηματιστήριο τι γίνεται; Πώς αντιδρούν οι μετοχές σε περιβάλλον πληθωρισμού;
Πριν απαντήσουμε όμως σε αυτό το ερώτημα, πρέπει να προσδιοριστεί η φύση του πληθωρισμού. Μιλάμε για έναν απλό πληθωρισμό, κατά τη διάρκεια του οποίου αυξάνονται οι τιμές και υποχωρεί η αγοραστική δύναμη των πολιτών, και οι κεντρικές τράπεζες προσαρμόζουν τα ιστία τους για να αποφευχθεί η μετάδοση του προβλήματος στην ανάπτυξη και στην απασχόληση; Ή μήπως μιλάμε για ένα στασιμοπληθωρισμό, όπου εκτός που την άνοδο στις τιμές των προϊόντων, έχουμε ταυτόχρονα ασθενή ή μηδενική ανάπτυξη και υψηλούς ρυθμούς ανεργίας;
Σε περιβάλλον απλού πληθωρισμού τα πράγματα είναι σχετικά ελεγχόμενα και οι επενδυτές μπορούν να το παλέψουν. Όμως σε περιβάλλον στασιμοπληθωρισμού, θα είναι καλύτερα οι επενδυτές να πάνε στο σπίτι τους.
Υπάρχουν εκατοντάδες ακαδημαϊκές, στατιστικές και εμπειρικές μελέτες για τον τρόπο με τον οποίο ο πληθωρισμός επηρεάζει τα χρηματιστήρια. Σε γενικές γραμμές ο πληθωρισμός αναγκάζει σε υποχώρηση τις αποτιμήσεις των εταιρειών και συνεπακόλουθα την πορεία των μετοχών τους.
Οι περισσότερες μελέτες έχουν γίνει πάνω στην πορεία του αντιπροσωπευτικότερου δείκτη της Wall Street, που είναι ο S&P 500. Έτσι, εκ του αποτελέσματος προκύπτει, ότι οι καλύτερες αποδόσεις του S&P 500, πραγματοποιήθηκαν μέσα σε ένα πληθωριστικό περιβάλλον της τάξης του 2% με 3%.
Συνήθως ο πληθωρισμός έχει αρνητική επίπτωση στις λογιστικές καταστάσεις των εταιρειών, διότι αυξάνει τα κόστη δανεισμού, τα κόστη πρώτων υλών, τα μισθολογικά κόστη, ενώ ταυτόχρονα μειώνει τις προσδοκίες για ανάπτυξη και κερδοφορία. Αυτός μπορεί να είναι ο γενικός κανόνας, όμως υπάρχουν και εξαιρέσεις.
Υπάρχουν εταιρείες που μπορούν να μετακυλήσουν το κόστος στον πελάτη, οπότε δεν μειώνουν τα περιθώρια του κέρδους τους. Υπάρχουν εταιρείες τα προϊόντα των οποίων δεν υπόκεινται στην ελαστικότητα των εταιρειών της παραδοσιακής και κυκλικής οικονομίας, των καταναλωτικών αγαθών, των τροφίμων και του εμπορίου. Τέτοιες εταιρείες είναι για παράδειγμα, οι φαρμακευτικές ή οι εταιρείες παροχής ψηφιακών υπηρεσιών.
Ένας τομέας ο οποίος δεν πλήττεται από τον πληθωρισμό είναι αυτός των ακινήτων. Οι αξίες των ακινήτων παίρνουν την ανιούσα, παρ’ όλο που μπορεί οι ενοικιάσεις με συμβόλαια που δεν προβλέπουν αυξήσεις με ρήτρα πληθωρισμού, να μην είναι τόσο αποδοτικές για κάποιο χρονικό διάστημα. Η ιστορία έχει δείξει ότι το Real Estate, όχι μόνο αντιστέκεται στις πληθωριστικές πιέσεις, αλλά την επόμενη ημέρα βρίσκεται αρκετά κερδισμένο.
Ένας τομέας που όχι μόνο δεν πλήττεται από τον πληθωρισμό, αλλά προσφέρει τη δυνατότητα κερδοσκοπίας είναι αυτός των εμπορευμάτων και των πρώτων υλών. Εμπορεύματα όπως είναι ο χρυσός, οι φυσικοί πόροι και οι πρώτες ύλες, προσφέρονται παραδοσιακά σε όποιον επιθυμεί να κάνει αντιστάθμιση του πληθωριστικού κινδύνου.
Δεν προσφέρουν επιτοκιακές αποδόσεις. Ούτε και κέρδη από μερίσματα. Ωστόσο, προσφέρουν μια σιγουριά απέναντι στον κίνδυνο, εξάχνωσης των οικονομιών των νοικοκυριών. Έτσι αυτό που «πονάει τα νοικοκυριά», που ανατρέπει τα σχέδια των επιχειρήσεων και παραμορφώνει μέρος της πραγματικής οικονομίας, αποδίδει κέρδη σε όσους επιλέγουν να επενδύσουν σε εμπορεύματα.
Οι παγκόσμιες αγορές προσφέρουν σήμερα, μια μεγάλη ποικιλία από εξειδικευμένα προϊόντα στο χώρο των εμπορευμάτων, που χαρακτηρίζονται από διασπορά κινδύνου και από ευελιξία.
Πάντως, γνωρίζοντας ότι ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ «χτυπάει» συνεχώς νέα υψηλά 40ετίας, που είχαν οδηγήσει παλαιότερα σε καταστροφικές χρηματιστηριακές χρονιές, μπορούμε χωρίς δισταγμό να πούμε η σχέση πληθωρισμού και μετοχών μοιάζει με «μονομαχία στο El Paso». Ωστόσο, κάτω από πολύ καλά μελετημένες επιλογές, μπορεί η σχέση αυτή να μετατραπεί σε «tango για δύο».