Ο πρόεδρος των ΗΠΑ και ο επικεφαλής της Fed αποφάσισαν να συναντηθούν, ύστερα από πολύ καιρό. Δεν χρειάζεται να μας πουν ακριβώς τι συζήτησαν, το καταλαβαίνουμε μόνοι μας. Θα καταπολεμηθεί ο πληθωρισμός χωρίς να προκληθεί ύφεση στην οικονομία; Αυτό απασχολεί και τις αγορές, οι οποίες ελπίζουν πως κάποια πρώτα σημάδια συγκράτησης του πληθωρισμού θα είναι αρκετά για να μαλακώσουν λίγο τις άγριες διαθέσεις του Τζέι Πάουελ.
Από τη στιγμή που ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν πρότεινε στη Γερουσία την παραμονή του Τζέι Πάουελ στο τιμόνι της ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας (Fed) τον περασμένο Νοέμβριο, οι δύο τους δεν είχαν συναντηθεί καθόλου. Αυτό ήταν μάλλον λογικό, αφού η τελική έγκριση για την παράταση της θητείας του Πάουελ για τέσσερα ακόμα χρόνια δόθηκε από τη Γερουσία στις αρχές του Μαΐου.
Τώρα πλέον δεν πρόκειται να τους παρεξηγήσει κανείς, μάλλον το αντίθετο θα προκαλούσε απορία, δεδομένων των προβλημάτων που απασχολούν αυτούς τους δύο, τις αγορές και φυσικά τους Αμερικανούς (και όχι μόνον αυτούς) πολίτες. Είναι αλήθεια βέβαια, πως οι δύο άνδρες δεν έχουν στενές σχέσεις ούτε προσωπικές επαφές μεταξύ τους.
Όπως μαθαίνουμε από τον αμερικανικό Τύπο, ο πρόεδρος της Fed έχει συχνές επαφές με τον Μπράιαν Ντης, επικεφαλής του οικονομικού συμβουλίου του Λευκού Οίκου και με την υπουργό Οικονομικών (και προκάτοχό του στη θέση του επικεφαλής της Fed) Τζάνετ Γιέλλεν.
Η επίσημη ανακοίνωση του Λευκού Οίκου για τη συνάντηση Μπάιντεν – Πάουελ έγινε την Κυριακή που μας πέρασε. Σύμφωνα με αυτήν, κατά τη συνάντηση επρόκειτο να συζητηθεί η κατάσταση της οικονομίας στις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο. Παρά την αρκετά αόριστη αλλά προφανώς ακριβή ανακοίνωση, ο πρόεδρος Μπάιντεν φρόντισε να μας πει λίγα περισσότερα πράγματα, μέσω ενός άρθρου του που δημοσιεύθηκε την Δευτέρα στη Wall Street Journal.
Σε αυτό το άρθρο γνώμης, ο Μπάιντεν επανέλαβε για μία ακόμα φορά πόσο σέβεται την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, σε αντίθεση με κάποιους από τους προκατόχους του, όπως ο Ρίτσαρντ Νίξον, ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, ο Τζωρτζ Μπους ο πρεσβύτερος και φυσικά ο Ντόναλντ Τραμπ.
Όλοι αυτοί οι πρώην πρόεδροι απεύχονταν την αύξηση των επιτοκίων αναφοράς από την Κεντρική Τράπεζα και την πίεζαν να μην τα ανεβάσει, φοβούμενοι το επακόλουθο αδυνάτισμα της οικονομίας και τον αντίκτυπό του στο ποσοστό αποδοχής τους από τους Αμερικανούς πολίτες.
Για να αποφευχθούν πιθανές παρεξηγήσεις, ο Τζο Μπάιντεν επανέλαβε πως ο έλεγχος του πληθωρισμού είναι το βασικό καθήκον της Κεντρικής Τράπεζας, προσθέτοντας πως συμφωνεί με την εκτίμηση της Fed πως η καταπολέμηση του πληθωρισμού είναι η βασική πρόκληση που αντιμετωπίζει αυτή την στιγμή η χώρα τους σε οικονομικό επίπεδο.
Εδώ πρέπει να προσθέσουμε πως υπάρχει μία άποψη, όχι εντελώς περιθωριακή, η οποία υποστηρίζει πως η δημόσια στήριξη στον Πάουελ και την κεντρική τράπεζα έχει και έναν άλλο σκοπό: τη δημιουργία ενός εξιλαστήριου θύματος στην περίπτωση που τα πράγματα δεν πάνε καλά.
Υποθέτουμε λοιπόν πως, πέρα από τα συγχαρητήρια του Μπάιντεν στον Πάουελ για την επανεκλογή του και την πιθανολογούμενη υπενθύμιση προς αυτόν πως θα είναι ο βασικός υπεύθυνος για τη μάχη κατά της ακρίβειας, η συζήτηση ξεκίνησε και τελείωσε με ένα θέμα: το πώς πάνε τα πράγματα στο μέτωπο του πληθωρισμού, αφού η κεντρική τράπεζα έχει ήδη ξεκινήσει την αύξηση των επιτοκίων και το σφίξιμο της νομισματικής πολιτικής.
Πιθανολογούμε πως ο Μπάιντεν έκανε δύο βασικές ερωτήσεις προς τον Πάουελ, αν βλέπει σημάδια συγκράτησης των πληθωριστικών πιέσεων και αν πιστεύει πως η επιβράδυνση της οικονομίας που θα έρθει φυσιολογικά λόγω της αλλαγής της νομισματικής πολιτικής θα είναι ομαλή ή απότομη, αν δηλαδή η αμερικανική οικονομία θα μπορέσει να αποφύγει την ύφεση. Φυσικά δεν περιμέναμε να μάθουμε τι απάντησε ο Πάουελ.
Το επίσημο ανακοινωθέν του Λευκού Οίκου ανέφερε πως ο Μπάιντεν αναγνωρίζει πως ο υψηλός πληθωρισμός προκαλεί εύλογη ανησυχία και πως θα δώσει στην κεντρική τράπεζα όσον χώρο χρειάζεται για να χτυπήσει τον πληθωρισμό.
Ο Μπάιντεν μπορεί να του έκανε και μία άλλη ερώτηση, αν δηλαδή υπάρχει περίπτωση για μία προσωρινή ανάπαυλα στις συνεχόμενες αυξήσεις των επιτοκίων, αν δηλαδή οι ελπίδες της Wall Street και των διεθνών χρηματιστηριακών αγορών για ένα φθινοπωρινό διάλειμμα είναι φρούδες ή όχι. Συνεχίζοντας τις υποθέσεις μας, οι οποίες δεν πρόκειται να επαληθευθούν ή να διαψευσθούν ποτέ, φανταζόμαστε πως αν ο επικεφαλής της Fed αποφάσισε να ρωτήσει κάτι τον πρόεδρο, αυτό θα ήταν σχετικό με το πότε θα τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Αναφερόμαστε στο τελευταίο υποθετικό ερώτημα γιατί είναι αυτό που θα κρίνει το πότε θα αρχίσουν να αμβλύνονται οι πληθωριστικές πιέσεις που προέρχονται από την μεγάλη άνοδο της τιμής των καυσίμων, του πετρελαίου, της βενζίνης, του ντίζελ, του φυσικού αερίου, οι τιμές των οποίων έχουν επηρεαστεί σε πολύ σημαντικό βαθμό από τον πόλεμο και τις άμεσες και έμμεσες συνέπειές του.
Η σχετική αδυναμία της νομισματικής πολιτικής να ρίξει τις τιμές των καυσίμων πρέπει να είναι και ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος του Πάουελ και των συνεργατών του στην κεντρική τράπεζα. Χωρίς τον φόβο της περαιτέρω ανόδου του κόστους των ενεργειακών πρώτων υλών, το έργο τους θα ήταν πολύ πιο εύκολο. Πολύ πιο εύκολη θα ήταν και η δουλειά των επενδυτών και των αγορών, καθώς οι προβλέψεις είναι παρακινδυνευμένες δεδομένου του ότι οι τιμές των καυσίμων κινούνται σχεδόν αυτόνομα.
Οι αγορές, έχοντας πολλές φορές την τάση να προσπαθούν να βρουν αισιόδοξα μηνύματα μέσα στο σκοτάδι, έχουν εκτιμήσει, τις τελευταίες μέρες τουλάχιστον, πως ορισμένα οικονομικά στοιχεία που έχουν ανακοινωθεί πρόσφατα αρχίζουν να δείχνουν τα πρώτα σημάδια συγκράτησης του πληθωρισμού.
Αυτή η εκτίμηση, η οποία συνοδεύεται από το σενάριο της φθινοπωρινής ανάπαυλας στο οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω, έχει δώσει κάποιες ανάσες στις αγορές μετοχών και ομολόγων, οι οποίες χάρηκαν πολύ όταν άκουσαν τις απόψεις του επικεφαλής της Fed της Ατλάντα Ραφαέλ Μπόστιτς, ο οποίος είπε πως μετά τις δύο σχεδόν σίγουρες αυξήσεις επιτοκίων που θα γίνουν τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, καλό θα ήταν να έχουμε μία φθινοπωρινή παύση.
Βέβαια, ο Κρίστοφερ Γουόλερ, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Fed, επιφύλαξε μία δυσάρεστη έκπληξη στις αγορές τη Δευτέρα, καθώς δήλωσε πως είναι πολύ νωρίς για να πούμε πως έχει επιτευχθεί πρόοδος στη μάχη κατά του πληθωρισμού και πως υποστηρίζει τη συνέχιση των αυξήσεων των επιτοκίων σε κάθε συνεδρίαση της κεντρικής τράπεζας.
Το άρθρο του Τζο Μπάιντεν στη Wall Street Journal έκανε εντύπωση γιατί είναι από τις σπάνιες φορές που ένας πρόεδρος (ανεξάρτητα από το αν έχει και πονηρό σκοπό) αποφάσισε να δείξει τόσο καθαρά πως σέβεται την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, πως ξέρει πως η καταπολέμηση του πληθωρισμού είναι δική της δουλειά και πως τη στηρίζει πλήρως στο έργο της.
Δεν έχουμε καμία αμφιβολία πως ο Μπάιντεν στηρίζει τον Πάουελ αυτή τη στιγμή, δεν ξέρουμε όμως τι θα γίνει αν η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού δεν έρθει γρήγορα. Σε μία τέτοια περίπτωση, οι αυξήσεις των επιτοκίων που θα απαιτηθούν μπορεί να οδηγήσουν την οικονομία σε ύφεση. Ο Πάουελ έχει δηλώσει πως είναι κάτι που θα ήθελε να αποφύγει, αλλά δεν μπορεί να εγγυηθεί πως θα πετύχει την ομαλή προσγείωση της οικονομίας.
Ο Μπάιντεν όμως δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να φθάσουμε σε αυτό το αποτέλεσμα, καθώς θα του έκανε πολύ μεγάλη πολιτική ζημιά και θα δημιουργούσε αναταραχή και στη δική του παράταξη. Όσο για τις αγορές, σίγουρα δεν θέλουν τις απανωτές αυξήσεις επιτοκίων, ούτε την ύφεση. Το καλύτερο σενάριο για όλους λοιπόν είναι να έχουμε σύντομα και άλλα σημάδια που να δείχνουν πως ο πληθωρισμός δεν είναι πλέον ανεξέλεγκτος.
Επειδή αυτό φοβόμαστε πως μπορεί να εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τις εξελίξεις στο πολεμικό μέτωπο της Ουκρανίας, δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε πως αν κάποιος στην σημερινή συνάντηση ενημέρωσε τον άλλον για το τι θα γίνει με τον πληθωρισμό, είναι πιθανότερο να είναι ο πρόεδρος Μπάιντεν παρά ο Τζέι Πάουελ, ανεξάρτητα από το αν ο τελευταίος θα φορτωθεί την πιθανή αποτυχία σε αυτή τη δύσκολη μάχη.