Το ορυχείο Cobre Panamá ήταν το εισιτήριο για τη μακροχρόνια κερδοφορία της καναδικής μεταλλευτικής επιχείρησης First Quantum Mines (FM TORONTO) η οποία απέκτησε τα δικαιώματα σε αυτό όταν εξαγόρασε την καναδική Inmet Mining Corporation το 2013, η οποία τα είχε αποκτήσει από την κυβέρνηση του Παναμά το 1997.
Μετά από επενδύσεις ύψους περίπου 6,5 δισ. δολαρίων ΗΠΑ, το ορυχείο ξεκίνησε τη λειτουργία του τον Ιούνιο του 2019 και παράγει περίπου 300.000 τόνους επεξεργασμένου χαλκού ετησίως, ποσότητα που αντιστοιχεί στο 1,5% της παγκόσμιας παραγωγής. Είναι το πλέον πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο της First Quantum, καθώς αντιστοιχεί περίπου στο 40% του κύκλου εργασιών της επιχείρησης.
Η First Quantum είχε εξαγοράσει την Inmet Mining για να επεκτείνει τις δραστηριότητές της στην Αμερικανική Ήπειρο, καθώς ο Παναμάς θεωρείτο μία χώρα ασφαλής για τους ξένους επενδυτές και οι δραστηριότητες της First Quantum ήταν συγκεντρωμένες στην Αφρική.
Σε αυτό είχε παίξει ρόλο η περιπέτειά της στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, καθώς οι αρχές της χώρας αμφισβήτησαν τα δικαιώματα χρήσης ενός μεγάλου ορυχείου και στην ουσία την εξανάγκασαν να το πουλήσει στην Eurasian Natural Resources Corporation PLC το 2012, αφού πρώτα είχε προσφύγει στη διαδικασία της διαιτησίας εναντίον της χώρας. (Για τους βιβλιόφιλους, η Eurasian είναι μία εξαιρετικά αμφιλεγόμενη επιχείρηση και είναι το βασικό αντικείμενο του Kleptopia, του βιβλίου που έγραψε πριν λίγα χρόνια ο δημοσιογράφος των Financial Times Dan Burgis).
Κατά ειρωνεία της τύχης, η First Quantum ανακοίνωσε την Παρασκευή πως προσφεύγει στο διεθνές διαιτητικό δικαστήριο εναντίον του Παναμά, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τη σύμβαση παραχώρησης των δικαιωμάτων χρήσης του ορυχείου.
Η σύμβαση αυτή υπεγράφη τον Μάιο του 2023, κυρώθηκε από την εθνοσυνέλευση της χώρας τον Οκτώβριο, αποτελεί συνέχεια και τροποποίηση της αρχικής σύμβασης παραχώρησης του 1997 και δίνει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του ορυχείου Cobre Panamá στη First Quantum για είκοσι χρόνια ακόμα. Το πρόβλημα εδώ όμως είναι πως αυτή η σύμβαση έχει ήδη κηρυχθεί άκυρη από το Ανώτατο Δικαστήριο του Παναμά, με απόφασή του που ανακοινώθηκε πριν μερικές μέρες.
Η απόφαση του δικαστηρίου αποτελεί την κατάληξη μίας διαδικασίας που άρχισε με την αμφισβήτηση της αρχικής συμφωνίας κάποια στιγμή το 2018 και φάνηκε να τελειώνει φέτος την άνοιξη, όταν η κυβέρνηση και η επιχείρηση συμφώνησαν στη σημαντική αύξηση των καταβολών από την πλευρά της εταιρείας.
Η συμφωνία προβλέπει την ετήσια καταβολή 375 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ προς την κυβέρνηση του Παναμά σε αντάλλαγμα για την παραχώρηση των δικαιωμάτων στη First Quantum. Η υπόθεση όμως δεν τελείωσε εκεί.
Ο ξεσηκωμός των κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι διαμαρτύρονται για την περιβαλλοντική υποβάθμιση που προκαλεί η λειτουργία του ορυχείου, συνδυάστηκε με τις κατηγορίες περί «ξεπουλήματος» και προκάλεσε ένα γενικευμένο κύμα διαμαρτυρίας που κλιμακώθηκε με μαζικές διαδηλώσεις, τον αποκλεισμό της σημαντικότερης οδικής αρτηρίας της χώρας και άλλες ενέργειες. Παρά το γεγονός πως η εθνοσυνέλευση κύρωσε με μεγάλη πλειοψηφία τη συμφωνία, τα πράγματα δεν ηρέμησαν καθόλου και στο τέλος είχαμε και σοβαρά επεισόδια όταν επενέβη η αστυνομία.
Ο πρόεδρος της χώρας ανακοίνωσε την προκήρυξη δημοψηφίσματος για το θέμα αλλά τελικά υπαναχώρησε περιμένοντας την απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου. Αυτή ήρθε τελικά και ομόφωνα ακύρωσε τη συμφωνία ως αντισυνταγματική. Το Cobre Panamá είναι πλέον εκτός λειτουργίας και η εταιρεία, όπως και ο υπουργός οικονομικών της κυβέρνησης του Παναμά, δεν αισθάνονται καθόλου καλά.
Η μεν εταιρεία γιατί κινδυνεύει με τεράστια οικονομική ζημιά και η μετοχή της έχει χάσει το 70% της αξίας της από την άνοιξη, η δε κυβέρνηση γιατί το 5% περίπου των ετησίων κρατικών εσόδων προέρχεται άμεσα ή έμμεσα από το ορυχείο και οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης απειλούν με υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, την ίδια στιγμή που μειώνονται τα έσοδα από τη διώρυγα του Παναμά που δοκιμάζεται από την ανομβρία (Ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά περάσματα πέφτει θύμα της ανομβρίας | Liberal.gr).
Ας αφήσουμε όμως την υπόθεση του ορυχείου Cobre Panamá, την οποία δεν αποκλείεται να ξαναδούμε κάποια στιγμή την άνοιξη, όταν θα διεξαχθούν οι προεδρικές εκλογές. Αν προσέξουμε τις ειδήσεις από το μέτωπο των χρηματιστηρίων εμπορευμάτων το τελευταίο εικοσαήμερο, θα δούμε πως καθώς έρχονταν οι ειδήσεις από τον Παναμά η τιμή του χαλκού σημείωνε μικρή αλλά σταθερή άνοδο.
Έτσι, τη στιγμή που έγινε γνωστή η τελική απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου η τιμή του χαλκού βρέθηκε στα 3,90 δολάρια/λίβρα, δηλαδή στο υψηλότερο επίπεδο από τον Ιούλιο και κοντά στα υψηλά του τελευταίου εξαμήνου των 4 δολάρια/λίβρα. Παρά το γεγονός πως η τιμή του χαλκού σίγουρα επηρεάζεται από το θετικό κλίμα στα διεθνή χρηματιστήρια, διαβάζοντας τα ρεπορτάζ του διεθνούς Τύπου καταλαβαίνουμε πως στην άνοδο του τελευταίου διαστήματος έχει παίξει σίγουρα ρόλο και η ανησυχία που προκαλεί η παύση της λειτουργίας του ορυχείου Cobre Panamá.
Μπορεί η απώλεια του 1,5% της παγκόσμιας παραγωγής να μην ακούγεται κάτι τόσο τραγικό αλλά οι ισορροπίες στην αγορά χαλκού είναι αρκετά εύθραυστες και οποιαδήποτε διαταραχή στο ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης αποτελεί σημαντικό γεγονός.
Η προοπτική της απώλειας, έστω για μερικούς μήνες, του 1,5% της παγκόσμιας παραγωγής των ορυχείων χαλκού αλλάζει αμέσως τις εκτιμήσεις των χρηματιστηριακών αναλυτών. Η βεβαιότητα που είχαν πως η αδυναμία της κινεζικής οικονομίας θα έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση πλεονάσματος από την πλευρά της προσφοράς μέσα στο 2024, έχει αρχίσει ξαφνικά να αμφισβητείται.
Η αλήθεια είναι πως σε αυτό δεν έχει παίξει ρόλο μόνο η υπόθεση του Cobre Panamá αλλά και ορισμένα προβλήματα στη Χιλή και το Περού, δύο χώρες από τις οποίες προέρχεται το 40% περίπου της παγκόσμιας παραγωγής. Τα προβλήματα έχουν σχέση και με την πολιτική κατάσταση στις δύο χώρες και με τις δυσκολίες στην αύξηση της παραγωγής και τις απαραίτητες επενδύσεις.
Αν οι εκτιμήσεις για το πόσο θα αυξηθεί η ζήτηση για χαλκό τα επόμενα χρόνια εξαιτίας της στροφής προς την ηλεκτροκίνηση δεν αποδειχθούν υπεραισιόδοξες, τότε επεισόδια σαν αυτό του Cobre Panamá θα αποδειχθούν πολύ πιο σημαντικά απ’ όσο φανταζόμαστε αυτή τη στιγμή.
Και αυτό γιατί η άρνηση των τοπικών κοινωνιών να δεχθούν ένα ορυχείο στην περιοχή τους, ακόμα και αν θα δημιουργήσει πολλές νέες θέσεις εργασίας και, στην περίπτωση του χαλκού, θα βοηθήσει στην ομαλή πραγματοποίησης της παγκόσμιας «πράσινης μετάβασης» είναι ένα πολύ συνηθισμένο φαινόμενο στην εποχή μας. Αυτό σημαίνει πως πρακτικά είναι πολύ δύσκολο να αποφασιστεί η λειτουργία ενός νέου ορυχείου ή η επέκταση της λειτουργίας ενός υπάρχοντος χωρίς να εκδηλωθούν με έντονο τρόπο οι διαμαρτυρίες των θιγόμενων κατοίκων, ακόμα και σε χώρες που για πάρα πολλά χρόνια ήταν αδύνατον για αυτούς να «ακουστούν».
Το ίδιο, και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, ισχύει στις χώρες του δυτικού κόσμου. Εκτός όμως από τις διαμαρτυρίες των κατοίκων, πολύ πιο σκληρή και διεκδικητική είναι η στάση των κυβερνήσεων όταν διαπραγματεύονται με τις μεγάλες διεθνείς εξορυκτικές εταιρείες.
Μπορεί λοιπόν η χρηματιστηριακή τιμή του χαλκού να «τσίμπησε» μετά το άκουσμα των νέων από τον Παναμά, αλλά αυτό που είναι μάλλον πιο σημαντικό είναι το καμπανάκι που χτυπά σχετικά με τη βιομηχανία εξόρυξης χαλκού και του κατά πόσον θα καταφέρει να παράγει στο μέλλον τις απαραίτητες ποσότητες για την πράσινη μετάβαση.
Μία πιθανή έλλειψη προσφοράς λογικά θα αυξήσει πολύ το κόστος του κόκκινου μετάλλου και, όπως έχουμε αρχίσει να βλέπουμε τελευταία, η κοινή γνώμη έχει αρχίσει να δίνει όλο και μεγαλύτερη σημασία στο πόσο θα της κοστίσει η στροφή προς την ηλεκτροκίνηση και η απαλλαγή από τα ορυκτά καύσιμα.