Με την Κάμαλα Χάρις να έχει, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, μικρό προβάδισμα έναντι του Ντόναλντ Τραμπ στην κούρσα για την προεδρία των ΗΠΑ, υπάρχει ένα στοιχείο που θα μπορούσε να… προδώσει - σχετικά νωρίς - το αποτέλεσμα της 5ης Νοεμβρίου. Σύμφωνα με έρευνα της μεγαλύτερης νομικής εταιρείας των ΗΠΑ, LPL Financial Holdings, ο S&P 500 προβλέπει με ακρίβεια τον επόμενο Αμερικανό πρόεδρο, πάνω από 8 στις 10 φορές. Στο 83% των περιπτώσεων, από το 1928 έως σήμερα, η επίδοση που σημειώνει ο κορυφαίος δείκτης της Wall Street «αποκαλύπτει» τον νικητή των εκλογών.
Η σχέση χρηματιστηριακών επιδόσεων και εκλογών λειτουργεί στην πλειονότητα των περιπτώσεων ως εξής: όταν η Wall πηγαίνει καλά λίγο πριν τις εκλογές, κερδίζει το κυβερνών κόμμα, ενώ όταν το χρηματιστήριο πέφτει στο δρόμο προς την κάλπη, το κυβερνών κόμμα χάνει. Πιο αναλυτικά, σε 12 από τις 15 εκλογικές αναμετρήσεις που ο S&P 500 εμφάνισε κέρδη στο τρίμηνο πριν τις εκλογές, ο Λευκός Οίκος παρέμεινε υπό τον έλεγχο του ίδιου κόμματος. Αντιθέτως, σε 8 από τις 9 τελευταίες φορές που η αγορά κινήθηκε πτωτικά στους τρεις μήνες πριν τις εκλογές, ο ένοικος του Λευκού Οίκου άλλαξε.
Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό, λοιπόν, ότι σε 20 από τις τελευταίες 24 εκλογικές αναμετρήσεις οι αγορές γνώριζαν από πριν τον νικητή. Από τις 5 Αυγούστου έως σήμερα, ο S&P 500 σημειώνει κέρδη της τάξης του 10% και επομένως η αγορά «δείχνει» Χάρις, αν και πολλά μπορούν να συμβούν στις περίπου 40 ημέρες που μας χωρίζουν από τις εκλογές. Επίσης, η φετινή αναμέτρηση έχει την ιδιαιτερότητα ότι ξεκίνησε με διαφορετικούς υποψήφιους καθώς ο Τζο Μπάιντεν παραιτήθηκε στις 21 Ιουλίου.
Ένα άλλο στοιχείο που βοηθά στην πρόβλεψη του επόμενου προέδρου είναι ο παλμός της αγοράς. Το αμερικανικό δίκτυο CNBC απευθύνθηκε σε 31 οικονομικούς διευθυντές ορισμένων εκ των κορυφαίων αμερικανικών εταιρειών, οι οποίες ευθύνονται σε μεγάλο ποσοστό και για το χρηματιστηριακό ράλι, θέλοντας να αποκτήσει μία καλύτερη εικόνα για το πώς βλέπουν οι αγορές την εκλογική μάχη. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε μεταξύ 19 Αυγούστου και 19 Σεπτεμβρίου, συμπεριλαμβάνει δηλαδή και το debate μεταξύ Τραμπ και Χάρις.
Όπως προκύπτει από την έρευνα, ο επιχειρηματικός κόσμος πιστεύει (σε ποσοστό 55%) ότι η νυν αντιπρόεδρος Χάρις θα επικρατήσει του Τραμπ και θα γίνει η πρώτη γυναίκα πρόεδρος των ΗΠΑ. Το κλίμα έχει αντιστραφεί, καθώς στην προηγούμενη έρευνα για το β’ τρίμηνο, με τον Μπάιντεν ακόμη στην κούρσα, το 58% των CFOs έκανε λόγο για νίκη του Τραμπ. Την ίδια ώρα, ωστόσο, τα ανώτερα στελέχη των αμερικανικών κολοσσών θεωρούν ότι ο Τραμπ θα ήταν καλύτερος σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό και την οικονομία.
Σύμφωνα με τη Morgan Stanley, και οι επιδόσεις διαφορετικών μετοχικών κλάδων μπορούν να «δείξουν» έως ένα βαθμό το εκλογικό αποτέλεσμα. Αυτό συμβαίνει διότι οι traders διαμορφώνουν τα χαρτοφυλάκιά τους έτσι ώστε να ωφεληθούν όσο το δυνατόν περισσότερο από τις αλλαγές που εκτιμάται ότι θα φέρει σε κάθε κλάδο ο νέος κάτοικος του Λευκού Οίκου. Με άλλα λόγια, επιλέγουν μετοχές ανάλογα με το πώς αναμένεται να επηρεάσουν την κερδοφορία κάθε κλάδου οι πολιτικές των δύο κομμάτων.
Σε αυτό το πλαίσιο, η αμερικανική τράπεζα δημιούργησε δύο καλάθια μετοχών, που περιλαμβάνουν 12 κλάδους. Το ένα καλάθι εκτιμάται ότι θα ωφεληθεί στην περίπτωση νίκης των Δημοκρατικών και το άλλο σε περίπτωση νίκης των Ρεπουμπλικάνων. Το «ρεπουμπλικανικό» καλάθι περιέχει κλάδους όπως της Ενέργειας, των Πρώτων Υλών, των Εταιρειών Κοινής Ωφέλειας και του real estate, ενώ το «δημοκρατικό» καλάθι δίνει έμφαση στους κλάδους των ΑΠΕ, της Τεχνολογίας και των Υποδομών. Μέχρι τα τέλη Αυγούστου, το «ρεπουμπλικανικό» καλάθι υπεραπέδιδε του «δημοκρατικού» κατά 9%. Όμως, τελευταία, το κλίμα έχει αλλάξει, καθώς έχει ενισχυθεί η δυναμική της Χάρις και η μάχη είναι αμφίρροπη.
Όλα αυτά αντανακλούν τις επενδυτικές προσδοκίες, οι οποίες δεν αποκλείεται να μεταβληθούν σημαντικά στο διάστημα έως τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ. Κατά μέσο όρο, ο S&P 500 ενισχύεται σε εκλογικές χρονιές, ενώ τα υψηλότερα κέρδη έχουν σημειωθεί σε περιπτώσεις που το ένα κόμμα κερδίζει τον Λευκό Οίκο και το άλλο τον έλεγχο του Κογκρέσου. Μία ακόμη παράδοση λέει ότι η μεταβλητότητα αυξάνεται σε χρονιές που διεξάγονται εκλογές και το τελευταίο δίμηνο ίσως είναι ενδεικτικό της συγκεκριμένης τάσης.