Το ράλι του δολαρίου επηρεάζει τις Κεντρικές Τράπεζες
Shutterstock
Shutterstock

Το ράλι του δολαρίου επηρεάζει τις Κεντρικές Τράπεζες

Στον απόηχο της νίκης των Ρεπουμπλικάνων συνεχίζουν να κινούνται οι διεθνείς αγορές, με τους κύριους μετοχικούς δείκτες να ενισχύονται, ενώ η αγορά των ομολόγων, λίγο πριν τη λήξη της διήμερης συνεδρίασης της Fed, αποφάσισε να χαλαρώσει για λίγο τις ανησυχίες για εκ νέου πληθωριστικές πιέσεις και αυξημένα ελλείμματα. 

Προσπάθεια ανάκαμψης παρουσίασε χθες και η ισοτιμία ευρώ/δολαρίου, μετά το χαμηλό τεσσάρων μηνών στο $1,0683 που κατέγραψε την Τετάρτη, ενώ καθοδικός πέριξ του 0,5% -0,7% ήταν και ο δείκτης του δολαρίου DXY  - αντιπροσωπεύει τη σχέση του δολαρίου με ένα καλάθι νομισμάτων των εμπορικών εταίρων των ΗΠΑ - μετά το ανοδικό του ξέσπασμα, την ημέρα της ανακοίνωσης του εκλογικού αποτελέσματος στις ΗΠΑ.

Μονόδρομος οι αποφάσεις της ΕΚΤ

Εξετάζοντας τη βασική ισοτιμία του eur/usd, αυτή κινείται κυρίως στον ρυθμό της διεύρυνσης του επιτοκιακού πλεονεκτήματος του δολαρίου έναντι του ευρώ, καθώς η αγορά τιμολογεί ότι η ΕΚΤ, εν τέλει, θα χρειαστεί να προβεί σε περισσότερες μειώσεις επιτοκίων, συγκριτικά με τη Fed.  

Βλέπετε, οι δύο οικονομίες διάγουν κύκλους αντίθετους ήδη και αν ο Ντόναλτ Τραμπ υλοποιήσει τις προεκλογικές του δεσμεύσεις, τότε οι κύκλοι αυτοί θα απομακρυνθούν ακόμα περισσότερο, καθώς θα επηρεαστεί αρνητικά ο ρυθμός ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας. 

Οι δασμοί 10% στις εισαγωγές από όλες τις χώρες, θα επιφέρουν πλήγμα στις εξαγωγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία έχει το δεύτερο μεγαλύτερο εμπορικό έλλειμμα με τις ΗΠΑ παγκοσμίως και είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας προς τις ΗΠΑ. 

Την ίδια στιγμή, η υπόσχεση του Τραμπ για δασμούς της τάξης του 60% στο Πεκίνο πλήττουν και πάλι την Ευρώπη, καθώς έχει στενές εμπορικές σχέσεις με την Κίνα, ενώ μεγάλες αναμένονται να είναι οι πιέσεις και στο γεωπολιτικό πεδίο, καθώς η Ευρώπη είναι θέμα χρόνου να κληθεί να ενισχύσει τις αμυντικές της δαπάνες, αν πράγματι ο Αμερικανός Πρόεδρος αποσύρει τη στήριξη των ΗΠΑ προς την Ουκρανία.

Όλα αυτά θα υποχρεώσουν την ΕΚΤ να προχωρήσει σε μία πιο επιθετική μείωση των επιτοκίων, προκειμένου να αντισταθμίσει τις επιπτώσεις από τη μείωση του ΑΕΠ, η οποία θα κινηθεί σε ένα εύρος μεταξύ του 0,5%-1,3% σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών.

Αυτές ακριβώς οι εκτιμήσεις προοιωνίστηκαν από την αντίδραση της αγοράς των ευρωπαϊκών ομολόγων και τη μεγαλύτερη ημερήσια πτώση του ευρώ, από το 2020 την ημέρα εκλογής του Τραμπ. 

Η ενίσχυση της πολιτικής ανησυχίας στη Γερμανία είναι άλλος ένας παράγοντας που βαρύνει την ευρωπαϊκή οικονομία και το κοινό νόμισμα.

Δεν είναι δε τυχαίο ότι η κατάρρευση του τρικομματικού ομοσπονδιακού συνασπισμού της Γερμανίας, υπό τον Όλαφ Σολτς, έγινε μόλις μία ημέρα μετά την εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ.

Για τους πολιτικούς αναλυτές, η σαρωτική νίκη του Τραμπ αφήνει στην ουσία εκτεθειμένες τις ευρωπαϊκές ηγεσίες, οι οποίες θα κληθούν να αντιμετωπίσουν, όχι μόνο ένα τείχος δασμών, αλλά και σοβαρά θέματα ασφάλειας. 

Ειδικά η Γερμανία, που ήδη μετά την απώλεια της φθηνής ενεργειακής τροφοδοσίας, από τη Ρωσία, έχει έρθει αντιμέτωπη με τον κίνδυνο της αποβιομηχάνισης, τώρα κινδυνεύει να συρθεί και σε έναν εμπορικό πόλεμο με την Κίνα και τις ΗΠΑ, δύο εκ των μεγαλύτερων εμπορικών της εταίρων.

Αν στο κάδρο προσθέσουμε και το έλλειμμα καινοτομίας των τελευταίων ετών, κυρίως λόγω των φτωχών δημόσιων επενδύσεων προς χάριν των μηδενικών ελλειμμάτων, γίνεται κατανοητό ότι, τόσο ο Σολτς, όσο και ο Μακρόν αλλά και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι ηγέτες, έχουν πλέον μια πολύ δύσκολη διαδρομή μπροστά τους. Πάνω από όλα, όμως, έχουν και ένα πολύ δύσκολο έργο: Να οδηγήσουν την Ευρώπη στην απαραίτητη δημοσιονομική ενοποίηση, προκειμένου η Γηραιά Ήπειρος να κάνει το πολύτιμο άλμα από τη στασιμότητα.

Πρόκειται αναμφίβολα για ένα δύσκολο εγχείρημα, την ίδια στιγμή, όμως, απαραίτητο για τη διασφάλιση της ποιότητας του βιοτικού επιπέδου των Ευρωπαίων πολιτών.

Μέχρι στιγμής, πάντως, οι ηγέτες της Ευρώπης δυσκολεύονται να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Η ηρωική έξοδος που εν τέλει κατέληξε σε αποπομπή του υπουργού Οικονομικών και ηγέτη του συγκυβερνώντος κόμματος των Φιλελευθέρων FDP, Κρίστιαν Λίντνερ, δεν είναι τυχαίο ότι έγινε λίγες μόλις ημέρες πριν να καταθέσει η κυβέρνηση Σολτς τον προϋπολογισμό, υπό την πίεση της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου για περικοπή δαπανών ύψους 25 δισ. ευρώ.

Αυτό είναι ακριβώς το σκηνικό μέσα στο οποίο η ΕΚΤ καλείται να χαράξει εφεξής τη νομισματική πολιτική: Ο πληθωρισμός έχει επιβραδυνθεί ταχύτερα από το αναμενόμενο, αλλά το ίδιο και η ανάπτυξη της οικονομίας, οι εξαγωγές στην Κίνα και τις ΗΠΑ είναι «επί ξύλου κρεμάμενες» και οι νέες μειώσεις επιτοκίων, προκειμένου να υποστηριχθεί η ζήτηση, μοιάζει μονόδρομος.

Ένας μονόδρομος που αυξάνει ακόμα περισσότερο το επιτοκιακό πλεονέκτημα του δολαρίου, το ράλι του οποίου, έναντι του ευρώ, δεν απέχει πολύ από το σημείο που αρχίζει να «πονάει» και τις δύο οικονομίες.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, θα έχει ενδιαφέρον να δούμε τις επόμενες εβδομάδες πώς θα κινηθούν οι εκτιμήσεις για τον ρυθμό μείωσης των ευρωπαϊκών επιτοκίων το 2025. Προς το παρόν, η αγορά προεξοφλεί μία μείωση των επιτοκίων της τάξεως του 1,30%.

Σε δύσκολη θέση και η Fed

Ο Πάουελ χθες μας ενημέρωσε ότι οι κίνδυνοι για την αγορά εργασίας και για τον πληθωρισμό βρίσκονται σε σχετική ισορροπία, αλλάζοντας, όμως, ελαφρώς τη ρητορική του από τη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου: Οι πιέσεις στις τιμές έχουν «σημειώσει πρόοδο» προς τον στόχο της Fed, ανακοίνωσε χθες, αντί για «περαιτέρω πρόοδο» που είχε επισημάνει στην ανακοίνωση του Σεπτεμβρίου.

Βλέπετε, ο δείκτης των τιμών προσωπικής κατανάλωσης, εξαιρουμένων των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας, που αποτελεί και τον βασικό δείκτη μέτρησης του πληθωρισμού για τη Fed, έχει παρουσιάσει οριακές μόνο αλλαγές τους τελευταίους τρεις μήνες, τρέχοντας τον Σεπτέμβριο με ετήσιο ρυθμό περίπου 2,6%. Προφανώς, ο Πάουελ θα προτιμούσε μια καλύτερη μέτρηση, που θα του έδινε και μεγαλύτερη ευελιξία.

Θα προτιμούσε, επίσης, μια πιο ήρεμη αγορά ομολόγων, η οποία, τις τελευταίες ημέρες, πλήττεται από τις προσδοκίες για φορολογικές περικοπές και μια νέα εκτόξευση ελλείμματος και χρέους.

Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε χθες στη συνέντευξη Τύπου ο Κεντρικός Τραπεζίτης της Fed, «εάν αλλάξει η φορολογική πολιτική, αυτά τα μέτρα θα ενταχθούν σε οικονομικά μοντέλα μαζί με ένα εκατομμύριο άλλα πράγματα, για να εκτιμηθεί ο αντίκτυπος». 

Επειδή, ακριβώς, αυτός ο αντίκτυπος δεν έχει ακόμα υπολογιστεί, ο Πάουελ χθες άφησε ανοικτό, τόσο το ενδεχόμενο μιας παύσης της χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, όσο και νέων μειώσεων επιτοκίων.  

Δεν παρέλειψε, όμως, να παραδεχθεί με ευθύτητα - ίσως και με ωμότητα - ότι το επίπεδο του δημοσίου χρέους των ΗΠΑ, σε σχέση με την οικονομία, δεν είναι βιώσιμο και αποτελεί «απειλή για την οικονομία». Μια παραδοχή που σχεδόν «κουκουλώθηκε» από τη δυνατή μουσική των ιστορικών υψηλών στις αγορές. Δεν παύει, όμως, να έχει κατατεθεί από τον Πρόεδρο της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ στα, όχι και τόσο ευήκοα ώτα της επενδυτικής κοινότητας.

Μαίρη Βενέτη

[email protected]

Aποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.