Σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη και πολυετή περίοδο που αναμένεται να έχει ως βασικό χαρακτηριστικό τη λιτότητα, εισέρχεται από το 2024 η Ευρωζώνη. Μία περίοδος κατά την οποία δεν αποκλείεται να δούμε μέχρι και «ατυχήματα» χωρών, παρόμοια με αυτό που είχε η Ελλάδα την περασμένη δεκαετία, αν και πιθανότατα μικρότερης έκτασης. Στο νέο σκηνικό, η ελληνική οικονομία δεν θα αντιμετωπίζεται ως το «μαύρο πρόβατο» καθώς η αναπτυξιακή δυναμική των τελευταίων ετών, σε συνδυασμό με τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, εγγυώνται καλύτερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο επιδόσεις.
Ποιες χώρες κινδυνεύουν και γιατί οι Ευρωπαίοι επιτρέπουν να επανέρχεται η απειλή μιας νέας κρίσης;
Είναι αλήθεια ότι η οικονομία της Ευρωζώνης δεν διάγει τις καλύτερες ημέρες της σύντομης ιστορίας της. Κάθε μία χώρα-μέλος αντιμετωπίζει την κοινή κρίση του πληθωρισμού αλλά και μία σειρά διαφορετικών προκλήσεων, με αποτέλεσμα η ανάκαμψη των επόμενων ετών να διαφέρει αισθητά από χώρα σε χώρα. Η τεχνική ύφεση έχει ήδη χτυπήσει την πόρτα της Ευρώπης και της Γερμανίας, ενώ ο κίνδυνος ακόμη βαθύτερης συρρίκνωσης του ΑΕΠ είναι πάντα υπαρκτός.
Ο σημαντικότερος, ωστόσο, αστάθμητος παράγοντας, είναι η, από το 2024, επιστροφή στη λιτότητα, ήτοι στους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες, εξέλιξη που δεδομένα θα πλήξει τις αναπτυξιακές προοπτικές όλων των χωρών. Ειδικά για τη Γερμανία, η οποία βρίσκεται ήδη στο κατώφλι της ύφεσης, η επιμονή για αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία και η απόφαση να επανέλθει από του χρόνου η στρατηγική «black zero» των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, κρύβει πολλούς κινδύνους.
Από τη μία, είναι λογικό μετά από χρόνια μηδενικών ή και αρνητικών επιτοκίων που απολάμβανε η Γερμανία, να θέλει να σφίξει το ζωνάρι τώρα που τα επιτόκια δανεισμού έχουν ανέβει. Δεν θα πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι η Γερμανία είναι μία χώρα που θα επηρεάζεται ολοένα και περισσότερο από τις δημογραφικές εξελίξεις και επομένως θέλει να προλάβει τα χειρότερα. Από την άλλη, ωστόσο, η Γερμανία είναι πολύ πιθανό να βρεθεί αντιμέτωπη με τον κίνδυνο πολυετούς στασιμότητας, στην προσπάθειά της να βρει απάντηση στον διπλό… χαλκά της σφιχτής δημοσιονομικής και περιοριστικής νομισματικής πολιτικής.
Θα συνεχίσει, λοιπόν, η Γερμανία να αποτελεί «βαρίδι» για την Ευρωζώνη τα επόμενα χρόνια; Είναι πολύ πιθανό και αν η Γερμανία δεν αναπτύσσεται ικανοποιητικά, ολόκληρη η Ευρώπη παρασύρεται σε στασιμότητα.
Εξαίρεση εκτιμάται πως θα αποτελέσουν, τουλάχιστον για τα πρώτα χρόνια, οι χώρες που στηρίζονται περισσότερο στις υπηρεσίες, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και οι υπόλοιπες χώρες του Νότου. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι εκτιμήσεις των ειδικών αναφέρουν ότι η οικονομία της Ευρωζώνης θα παραμείνει στάσιμη το 2023, με χαρακτηριστικό τις μεγάλες διαφορές στο εσωτερικό της. Οι χώρες που βασίζονται σε τομείς όπως ο τουρισμός θα έχουν το πλεονέκτημα, από τη στιγμή που η μεταποίηση παραπαίει.
Σε χθεσινή της έκθεση, η Deutsche Bank ήρθε να ενισχύσει το συγκεκριμένο σενάριο, προβλέποντας ανάπτυξη 2,4% φέτος στην Ελλάδα όταν η Ευρωζώνη βρίσκεται σχεδόν σε στασιμότητα. Παράλληλα, οι αναλυτές της γερμανικής τράπεζας αναμένουν καλύτερες επιδόσεις για την Ελλάδα σε σύγκριση με την Ευρωζώνη τουλάχιστον έως το 2025, όταν το ελληνικό ΑΕΠ προβλέπεται να μεγεθυνθεί κατά 1,8% και το ΑΕΠ της Ευρωζώνης κατά 1,5%.
Τέλος, η ταχύτητα απορρόφησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης είναι καθοριστικής σημασίας. Και αυτό γιατί ενώ Ελλάδα και Ιταλία θεωρούνται οι δύο πιο ευνοημένες χώρες από την ευρωπαϊκή στήριξη, η Ιταλία σημειώνει ήδη μεγάλες καθυστερήσεις στην απορρόφηση των κονδυλίων. Υπάρχει μάλιστα ένα σενάριο της Capital Economics που λέει ότι η Ιταλία θα καταφέρει να απορροφήσει μόλις το ¼ των πόρων που της αναλογούν και αποτέλεσμα θα είναι να δεχθεί πολύ μικρότερη αναπτυξιακή ώθηση.
Αντιθέτως, η Ελλάδα συνεχίζει να τρέχει στην αξιοποίηση των πόρων με στόχο οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου να φτάσουν στο 15,7% φέτος, από 10,7% το 2019. Επομένως, η αναπτυξιακή ώθηση που θα δεχθεί η ελληνική οικονομία μπορεί να αντισταθμίσει – ακόμη και να ξεπεράσει – την ανάγκη εφαρμογής συντηρητικών μέτρων για να μην υπάρξει κίνδυνος δημοσιονομικού εκτροχιασμού τα επόμενα χρόνια.