Η καναδική οικογενειακή δυναστεία Γουέστον, που βρίσκεται πίσω από τα πολύκαταστήματα Selfridges, εξετάζει την πώλησή τους αντί 4 δισ. στερλινών (ήτοι 5,66 δισ. δολαρίων) εξαιτίας σχετικής πρότασης από ενδιαφερόμενο αγοραστή.
Το 2003, σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, οι δραστηριότητες των Selfridges εξαγοράστηκαν από τον Καναδό επιχειρηματία Γουίλιαρντ Γκέιλεν Γουέστον αντί σχεδόν 600 εκατ. στερλινών. Εκτοτε ο ίδιος επέκτεινε τις επενδύσεις του, ώστε να συμπεριλάβει αλυσίδες καταστημάτων, όπως των Arnotts & Brown Thomas στην Ιρλανδία, Holt Renfrew στον Καναδά και De Bijenkorf στις Κάτω Χώρες. Σύμφωνα με τα όσα επισημαίνουν οι προαναφερθείσες πηγές, στην προτεινόμενη πώληση δεν θα ενταχθούν οι συμμετοχές εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας.
Η δυναστεία των Γουέστον έχει δυο βραχίονες, ο ένας δραστηριοποιείται στον Καναδά και ο άλλος στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο πρώτος ελέγχει τα πολυκαταστήματα Selfridges, ενώ ο δεύτερος έχει στην κατοχή του τον όμιλο Associated British Foods, ιδιοκτήτη της αλυσίδας ειδών ένδυσης και σπιτιού Primark. Ο ιδρυτής της δυναστείας, Γουίλιαρντ Γκέιλεν Γουέστον, απεβίωσε φέτος, ενώ τα παιδιά του Γκέιλεν και Αλανα συνεχίζουν στα βήματά του, με τον δεύτερο να προεδρεύει των Selfridges. Τέλος, ο εξάδελφός τους Τζoρτζ Γουέστον είναι επικεφαλής του ομίλου Associated British Foods.
Τα brands τα οποία κυριαρχούσαν στα εμπορικά κέντρα του Ηνωμένου Βασιλείου εδώ και δεκαετίες βρέθηκαν πρόσφατα στο στόχαστρο ισχυρών παικτών του ηλεκτρονικού εμπορίου. Δεδομένου ότι οι πωλητές μέσω διαδικτύου δεν ενδιαφέρονται να διαχειριστούν φυσικά καταστήματα, οι κινήσεις αυτές σηματοδοτούν απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας στον κλάδο, ο οποίος ήδη είδε μείωση προσωπικού κατά 100.000 ανθρώπους μόνο το 2019.
Μια αγορά του εμπορικού σήματος των Selfridges θα αποτελούσε ψήφο εμπιστοσύνης στον κλάδο λιανικού εμπορίου του Ηνωμένου Βασιλείου, ο οποίος έχει δεχθεί δραστικό πλήγμα τα τελευταία χρόνια τόσο από τη στροφή του καταναλωτικού κοινού στις ψηφιακές αγορές όσο και από την πανδημία, η οποία επέτεινε την τάση αυτή.