Σε δύο εβδομάδες θα συνεδριάσει το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με θέμα την εκ νέου αύξηση των επιτοκίων, ενώ θα παρουσιαστούν και οι νέες οικονομικές προβλέψεις με επίκεντρο τον πληθωρισμό και τη διαφαινόμενη ύφεση. Τα πρακτικά της προηγούμενης συνεδρίασης δείχνουν ότι τα «περιστέρια», όσα μέλη δηλαδή πιστεύουν ότι πρέπει να είναι πιο ήπια και σταδιακή η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, κερδίζουν έδαφος.
Θα περίμενε, επομένως, κανείς να δούμε στις 15 Δεκεμβρίου μία αύξηση των 50 και όχι των 75 μονάδων βάσης. Όμως οι προχθεσινές δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ και του Ολλανδού κεντρικού τραπεζίτη Κλας Νοτ, υποδηλώνουν ακριβώς το αντίθετο, ότι η ΕΚΤ ενδέχεται να ακολουθήσει την ίδια επιθετική προσέγγιση και μάλιστα για περισσότερο καιρό.
Η Λαγκάρντ είπε τη Δευτέρα ότι ο πληθωρισμός ενδέχεται να μην έχει κορυφωθεί και ότι υπάρχει κίνδυνος να φτάσει υψηλότερα από τις εκτιμήσεις. Με τις δηλώσεις της, η επικεφαλής της ΕΚΤ είναι σαν να συντάσσεται με τα γεράκια, τα μέλη δηλαδή που απαιτούν την αντιμετώπιση του πληθωρισμού ακόμη και αν προκληθεί ύφεση. Ο Νοτ από την πλευρά του, εκτίμησε ότι η ύφεση δεν είναι δεδομένη στην Ευρωζώνη και έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τον πληθωρισμό, τονίζοντας ότι χρειάζεται ένας παρατεταμένος κύκλος αύξησης των επιτοκίων για να τεθεί υπό έλεγχο το φαινόμενο. Ο Ολλανδός εκπροσωπεί το λόμπι των γερακιών που πιέζουν εδώ και καιρό την ΕΚΤ να κινηθεί πολύ πιο δραστικά με τα επιτόκια.
Στον αντίποδα, ο Γκάμπριελ Μακλούφ, διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Ιρλανδίας, που θεωρείται από τα περιστέρια, σημείωσε πως η ΕΚΤ θα προβεί σε μικρότερες αυξήσεις επιτοκίων και το 2023, μόνο όμως αν αυτό κριθεί τότε απαραίτητο.
Όλα αυτά δείχνουν ότι η κόντρα μεταξύ γερακιών και περιστεριών στις τάξεις της ΕΚΤ σκληραίνει. Τα περιστέρια είναι τα μέλη που συντάσσονται με τις χώρες που ανησυχούν ότι οι επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων θα κόψουν την αναπτυξιακή τους δυναμική και φοβούνται ότι οι αποδόσεις των ομολόγων τους θα ξεφύγουν σε μη βιώσιμα επίπεδα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ελλάδα καθώς η αύξηση των επιτοκίων οδηγεί σε μεγάλη άνοδο το κόστος δανεισμού με αποτέλεσμα να δυσκολεύει το έργο του ελληνικού δημοσίου. Μάλιστα, η περίπτωση της Ελλάδας είναι μοναδική στην Ευρώπη γιατί δεν έχει την επενδυτική βαθμίδα. Στο ίδιο γκρουπ είναι η φυσικά η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά στα πρακτικά της προηγούμενης συνεδρίασης σε ένα σχόλιο σχετικά με τις αγορές. Κάποιο μέλος επιχειρηματολόγησε υπέρ της αύξησης των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης λέγοντας ότι οι αγορές την περιμένουν και αν η ΕΚΤ τις απογοητεύσει θα υποστεί τις συνέπειες. Με άλλα λόγια, η ΕΚΤ τρέχει πίσω από τις αγορές και λαμβάνει αποφάσεις για να μην τις απογοητεύσει. Αν κάτι τέτοιο ισχύει, τότε η ΕΚΤ έχει χάσει ήδη το παιχνίδι και θα τρέχει πίσω από τις εξελίξεις, χωρίς ένα συγκεκριμένο πλάνο να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό και να αποτρέψει μια βαθιά ύφεση.
Τα πρακτικά δείχνουν επίσης ότι συζητήθηκε ο κίνδυνος ύφεσης, αλλά τα γεράκια επιμένουν ότι μία ήπια ύφεση δεν είναι αρκετή για να πέσει ο πληθωρισμός. Τα κανάλια μέσω των οποίων η ύφεση μπορεί να γίνει βαθύτερη και μεγαλύτερη σε διάρκεια θεωρούνται η αγορά κατοικίας και η αγορά εργασίας, σε αντίθεση με προηγούμενες κρίσεις που ο τραπεζικός κλάδος ήταν ο κύριος εκφραστής της κρίσης. Προκύπτει, λοιπόν, ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια – ενδεχομένως με μικρότερες κινήσεις – μέχρι να μεγαλώσει ο κίνδυνος βαθύτερης ύφεσης.
Σημειώνεται ότι το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων διαμορφώνεται σήμερα στο 1,50%, από -0,50% που ήταν έως και τον Ιούλιο, ενώ το επιτόκιο αναχρηματοδότησης είναι στο 2% από 0% που ήταν έως τον Ιούλιο. Οι συγκλίνουσες εκτιμήσεις των αναλυτών αναφέρουν ότι η ΕΚΤ θα φτάσει τα επιτόκια έως το 3%, που συνεπάγεται ότι έχουμε μπροστά μας ακόμη τουλάχιστον τρεις αυξήσεις επιτοκίων.