Κάτω από συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες στις διεθνείς αγορές, οι επενδυτές έχουν αρχίσει να αναζητούν εναλλακτικά επενδυτικά προϊόντα για να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο του χαρτοφυλακίου τους. Πρόσφατα, οι Εταιρείες Εξαγοράς Ειδικού Σκοπού, γνωστές και ως SPACs, έχουν έρθει στο προσκήνιο ως ένα νέο επενδυτικό μέσο που θα εκπληρώσει τις προσδοκίες των επενδυτών για υψηλή κερδοφορία και δυνατότητα διαφοροποίησης των χαρτοφυλακίων τους.
Τα SPACs αποτελούν τη νέα μόδα στην οικονομική ατζέντα, με το 2020 να είναι μια χρονιά-ρεκόρ, καθώς ο αριθμός των SPACs που ολοκληρώθηκαν άγγιξε τα 247, συγκεντρώνοντας χρηματικά ποσά περίπου 76,3 δισ. δολαρίων.
Η ιδιαιτερότητα των SPACs έγκειται στα πλεονεκτήματα που προσφέρουν έναντι άλλων μορφών επένδυσης. Σκοπός των Εταιρειών Εξαγορών Ειδικού Σκοπού (SPACs) είναι να συγκεντρώσουν κεφάλαια μέσω δημοσίων εγγραφών για την εξαγορά μιας ή περισσοτέρων υφιστάμενων εταιρειών. Σε περίπτωση που η εξαγορά της επικείμενης εταιρείας δεν ολοκληρωθεί μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο, τα συσσωρευμένα κεφάλαια θα πρέπει να επιστραφούν στους επενδυτές.
Το χρονικό αυτό πλαίσιο διαρκεί συνήθως έως τρεις μήνες και το ρυθμιστικό πλαίσιο των διαδικασιών είναι λιγότερο αυστηρό συγκριτικά με το υπάρχον της αρχικής δημόσιας προσφοράς (IPO), γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλότερα κόστη. Σε περίπτωση επιτυχημένης εξαγοράς, το μερίδιο του αναδόχου ισούται κατά προσέγγιση 20% του κεφαλαίου της εταιρείας, ως ανταμοιβή για τη συγχώνευση, και το υπόλοιπο 80% ανήκει στους μετόχους, για τους οποίους υπάρχει η εγγύηση της εξαργύρωσης της αρχικής τους επένδυσης, πλέον των υπολογισθέντων τόκων, σε περίπτωση που για τον οποιοδήποτε λόγο επιθυμούν να αποχωρήσουν.
Ένα επιπλέον πλεονέκτημα των SPACs είναι ότι παρέχουν τη δυνατότητα στους επενδυτές να αγοράσουν δικαιώματα (warrants) που αφορούν την αγορά συγκεκριμένων επιπρόσθετων μετοχών της εταιρείας στο μέλλον σε μια συγκεκριμένη τιμή, γεγονός που δύναται να αυξήσει την κερδοφορία τους περαιτέρω. Έρευνες έχουν δείξει ότι οι κάτοχοι τέτοιων δικαιωμάτων απολαμβάνουν υπερκανονικές αποδόσεις συγκριτικά με τους μετόχους. Οι εξαιρετικές επιδόσεις των SPACs επιβεβαιώνονται και από μελέτες που λαμβάνουν υπόψη SPACs που δραστηριοποιούνται και εκτός Η.Π.Α.
Στον αντίποδα, έρευνες έχουν δείξει ότι η συμμετοχή αντισταθμιστικών κεφαλαίων (hedge funds) και κεφαλαίων συγχωνεύσεων που χρησιμοποιούν στρατηγικές εξισορροπητικής αγοραπωλησίας (merger arbitrage) στο μετοχικό κεφάλαιο των SPACs έχει συνδεθεί με λιγότερο επιτυχημένες συμφωνίες.
Ακόμη, τα ευρήματα κάποιων μελετών φανερώνουν ότι οι μακροχρόνιες προσαρμοσμένες στον κίνδυνο αποδόσεις των SPACs υπολείπονται αυτών της αγοράς, καθώς και εταιρειών που θέτουν σε κυκλοφορία μετοχές μέσω δημόσιας εγγραφής. Το γεγονός ότι τα SPACs είναι δομημένα με τέτοιο τρόπο ώστε να περιέχουν κόστη που δεν είναι εμφανώς αντιληπτά από τους επενδυτές, ίσως να είναι ο λόγος για τις χαμηλότερες προαναφερθείσες αποδόσεις.
Η πρόσφατη εκδοθείσα μελέτη των Παπαθανασίου, Κουτσοκώστα και Περγερή στο επιστημονικό περιοδικό Finance Research Letters με τίτλο “Novel alternative assets within a transmission mechanism of volatility spillovers: The role of SPACs”, έρχεται να ρίξει φως στην ικανότητα των SPACs να συνεισφέρουν στη διαφοροποίηση ενός χαρτοφυλακίου και τη μείωση του επενδυτικού κινδύνου. Οι ερευνητές εξετάζουν τη συνδεσιμότητα (connectedness) των SPACs με άλλες εναλλακτικές μορφές επένδυσης, όπως η προσφορά νέων αξιογράφων (μετοχών) με δημόσια εγγραφή (IPOs), κεφαλαίων που υιοθετούν στρατηγικές αντιστάθμισης (hedge replication funds), συγχωνεύσεων εξισορροπητικής αγοραπωλησίας (merger arbitrage funds), καθώς και μετοχών του αμερικανικού δείκτη S&P-500.
Το δείγμα τους περιλαμβάνει αντιπροσωπευτικά, χρηματιστηριακά διαπραγματεύσιμα, αμοιβαία κεφάλαια (ETFs) για κάθε αγορά από τις ανωτέρω και 2.136 ενδοημερήσια (intraday) δεδομένα για το χρονικό διάστημα 01/10/2020-08/06/2021. Τα πορίσματα της έρευνάς τους αποκαλύπτουν ότι τα SPACs μένουν ανεπηρέαστα από τις επιπτώσεις της μεταδοτικότητας της μεταβλητότητας (volatility spillovers) των IPOs και των μετοχών του δείκτη S&P 500 και μπορούν να αποτελέσουν ένα χρήσιμο εργαλείο για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου, καθώς χαρακτηρίζονται από χαμηλή συσχέτιση με τα υπόλοιπα εναλλακτικά επενδυτικά προϊόντα.
* Σπύρος Παπαθανασίου, Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
* Δρόσος Κουτσοκώστας, Υποψήφιος Διδάκτωρ, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών