Η χθεσινή ημέρα δεν ήταν ιστορική μόνο για την είδηση της αποτελεσματικότητας του εμβολίου της Pfizer, που άλλαξε το κλίμα παγκοσμίως, αλλά και γιατί η Ελλάδα μπήκε… επισήμως στο κλαμπ των χωρών με αρνητικά επιτόκια. Για πρώτη φορά στην ιστορία ένα ελληνικό κρατικό ομόλογο (5ετές) εμφάνισε αρνητική απόδοση (-0,017%), υποδεικνύοντας ότι οι επενδυτές αντιμετωπίζουν τους ελληνικούς τίτλους ως «κανονικούς» ευρωπαϊκούς, μετά από πάρα πολλά χρόνια απαξίωσης, αν και διατηρούν εύλογες επιφυλάξεις.
Οι επιφυλάξεις φαίνονται από το γεγονός ότι οι επενδυτές δίνουν στην Ελλάδα τα υψηλότερα επιτόκια στην Ευρώπη. Όμως η ψαλίδα με τις υπόλοιπες χώρες – κυρίως της περιφέρειας – κλείνει, με την απόδοση του 10ετούς να παραμένει σταθερά κάτω από το 1%, και το spread να διαμορφώνεται κοντά στις 10 μ.β. με την Ιταλία και στις 60 μ.β. με την Ισπανία. Η Capital Economics, μάλιστα, εκτιμά ότι τα spread θα συρρικνωθούν περαιτέρω το 2021.
Την ίδια ώρα, θετικό είναι το πρόσημο των αξιολογήσεων της ελληνικής οικονομίας μέσα στο 2020 καθώς σε μία χρονιά ακραίας αβεβαιότητας κατάφερε να εξασφαλίσει μία αναβάθμιση και καμία υποβάθμιση της πιστοληπτικής της αξιολόγησης, όταν ορισμένες από τις ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου έχουν βιώσει την ψυχρολουσία της υποβάθμισης. Υπό προϋποθέσεις, με βασικότερη τη βελτίωση των συνθηκών λόγω της πανδημίας, η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να κερδίσει κι άλλους… πόντους στην πορεία προς την επενδυτική βαθμίδα και την προσέλκυση μακροπρόθεσμων επενδυτών το 2021.
Η επόμενη ημέρα για την ελληνική οικονομία θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης , καθώς ο άλλος κρίσιμος καταλύτης είναι η διάρκεια της πανδημίας, κάτι που δεν έχει να κάνει με οικονομικές επιλογές. Οι απόψεις αναλυτών μεγάλων ξένων οίκων (Moody’ s, Morgan Stanley, Fitch κλπ) συγκλίνουν στο ότι αν βγάλουμε από την εξίσωση τις επιπτώσεις των περιοριστικών μέτρων, η ελληνική οικονομία έχει εισέλθει σε τροχιά αποκατάστασης της επενδυτικής εμπιστοσύνης και επιστροφής στην ευρωπαϊκή κανονικότητα.
Μόνο που δυστυχώς η πανδημία δεν μπορεί να βγει από την εξίσωση αν και ειδήσεις όπως η χθεσινή ενισχύουν σημαντικά την αισιοδοξία. Επίσης, οι αναλυτές συμφωνούν πως στην τρέχουσα συγκυρία η ελληνική οικονομία είναι η πιο ευάλωτη της Ευρώπης απέναντι στον κορονοϊό. Διότι βασίζεται πάρα πολύ στον τομέα των υπηρεσιών που έχει χτυπηθεί ανελέητα από την πανδημία, ενώ εκτός από τα δεδομένα προβλήματα στο σύστημα Υγείας, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η ελληνική οικονομία δεν έχει ξεμπλέξει με την ενισχυμένη εποπτεία της Κομισιόν και έχει ακόμα αρκετούς σκελετούς στη ντουλάπα της, όπως τα κόκκινα δάνεια.
Όμως η προοπτική του εμβολίου μπορεί να αλλάξει τα πάντα και να βάλει τον τομέα των υπηρεσιών στην εξίσωση, δίνοντας ισχυρή αναπτυξιακή ώθηση στην οικονομία ακόμη και μέσα στο 2021. Την περασμένη εβδομάδα η ελληνική οικονομία έγινε δέκτης δύο μεγάλων εκπλήξεων. Η μία ήταν η αναβάθμιση από τον οίκο Moody’s και η άλλη η σχετικά αισιόδοξη πρόβλεψη της Κομισιόν για ύφεση 9% φέτος και ανάπτυξη 5% το 2021 που συμφωνεί και με την αντίστοιχη πρόβλεψη της Moody’ s. Μάλιστα ο οίκος «βλέπει» την ελληνική οικονομία να αναπτύσσεται με 3,5% ετησίως μεσοπρόθεσμα.
Σε αυτές τις προβλέψεις δεν λαμβάνεται υπόψη ο αντίκτυπος που θα έχουν στην ελληνική οικονομία τα 32 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης, το 60% των οποίων θα είναι υπό τη μορφή επιχορηγήσεων. Αυτό συμβαίνει γιατί ακόμα δεν έχουν εξειδικευτεί ζητήματα όπως η κατανομή των πόρων ανά έτος και ανά κλάδο, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτή η εκτίμηση της αναπτυξιακής ώθησης που θα επιτευχθεί. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Ελλάδα θα δεχθεί ισχυρή ώθηση από τα χρήματα αυτά, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα αξιοποιηθούν σωστά.
Με τις πλάτες της ΕΚΤ (συμμετοχή στο QE) η Ελλάδα έχει μπροστά της ένα διάδρομο άντλησης φθηνού χρήματος, ωστόσο πρέπει να δοθεί μεγάλη προσοχή στην εκ νέου διόγκωση του χρέους, με την Κομισιόν να το τοποθετεί στο 207% του ΑΕΠ το 2021.