Η εβδομάδα που διανύουμε είναι αυτή που στην ουσία θα προετοιμάσει τις αγορές για τα τελευταία βασικά γεγονότα του έτους: Τις συνεδριάσεις της Fed, της ΕΚΤ και της BoE στις 14-15 Δεκεμβρίου που θα καθορίσουν με τι επιτόκια θα λήξει το πολύκροτο 2022.
Η αγορά έχει ήδη τιμολογήσει ότι θα μπει ένα μικρό φρένο στο γκάζι των επιτοκίων και ότι δεν θα δούμε αυξήσεις της τάξης των 75 μονάδων βάσης.
Για τη Fed λοιπόν αναμένεται μια αύξηση 50 μονάδων βάσης για τον Δεκέμβριο, δεδομένου ότι ο Πάουελ έχει αφήσει να εννοηθεί ότι θα ήταν καλό να δοθεί χρόνος στην αγορά ώστε να απορροφήσει τη νομισματική πολιτική.
Μέχρι στιγμής στις ΗΠΑ τα πραγματικά νούμερα οικονομικής δραστηριότητας είναι ισχυρά με την αγορά εργασίας να παραμένει εξαιρετικά δυνατή.
Αυτό που προβληματίζει βέβαια είναι ότι οι μισθοί τον Οκτώβριο αυξήθηκαν πολύ περισσότερο από το αναμενόμενο, στην προσπάθεια των εργοδοτών να καλύψουν τον πληθωρισμό, κάτι που όπως σημειώσαμε και χθες είναι καλό μεν για τους εργαζόμενους, αλλά από την άλλη αυξάνει την προοπτική των δευτερογενών πληθωριστικών επιπτώσεων.
Το γεγονός αυτό λοιπόν αυξάνει τις πιθανότητες το φρένο στο γκάζι της αύξησης των επιτοκίων να είναι αρκετά εφήμερο και οι μετρήσεις του πληθωρισμού μετά από δύο μήνες να οδηγήσουν τη Fed να πατήσει ξανά το γκάζι.
Το δύσκολο περιβάλλον της ΕΚΤ
Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και μετά από αυξήσεις 75 μονάδων βάσης στις δύο τελευταίες συνεδριάσεις, οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ μοιάζουν και αυτοί ανοικτοί σε μια μικρότερη αύξηση στην τελευταία συνεδρίαση του 2022, αν και οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν σε συνάρτηση με τις νέες οικονομικές προβλέψεις για το 2023 και το 2024.
Έτσι μια αύξηση κατά 50 μονάδες βάσεις στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου φαίνεται ότι είναι το πιο επικρατές σενάριο και για την Ευρώπη, κυρίως μετά τα τελευταία στοιχεία που κατέδειξαν έστω μια μικρή επιβράδυνση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη τον Νοέμβριο για πρώτη φορά μέσα σε ενάμιση χρόνο.
Σε αυτό το μήκος κύματος κινούνται άλλωστε οι δηλώσεις πολλών αξιωματούχων, με τελευταία εκείνη του επικεφαλή της Κεντρικής Τράπεζας της Ιρλανδίας, Gabriel Makhlouf, σύμφωνα με την οποία η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να αυξήσει το βασικό της επιτόκιο κατά τουλάχιστον μισή ποσοστιαία μονάδα για να συγκρατήσει το πληθωριστικό σπιράλ αύξησης τιμών.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη βαρύτητα στο γεγονός ότι όλοι σχεδόν οι αξιωματούχοι στις δηλώσεις τους χρησιμοποιούν τη φράση «τουλάχιστον 50 μονάδες βάσης» -προφανώς γιατί θέλουν να αποκλείσουν τις 25 μονάδες βάσεις- ενώ τονίζουν ποικιλοτρόπως ότι είναι ανοικτοί στην προοπτική επιτοκίων σε περιοριστικό έδαφος για μια αρκετά μεγάλη περίοδο καθώς «...είναι πρόωρο να μιλούμε για το ζενίθ των επιτοκίων, εν μέσω τέτοιων επιπέδων αβεβαιότητας».
Η αλήθεια είναι ότι με τη Ρωσία να απορρίπτει το ανώτατο όριο των τιμών του πετρελαίου στα 60 δολάρια/βαρέλι και να απειλεί είτε με περικοπές παραγωγής, είτε με κατώτατο όριο τιμών για τις διεθνείς πωλήσεις πετρελαίου, σε συνδυασμό με την προβλεπόμενη πτώση της θερμοκρασίας σε πολλά μέρη της Ευρώπης, τα επίπεδα αβεβαιότητας δεν αποκλείεται να εκτοξευθούν εκ νέου και η ενεργειακή κρίση να επιστρέψει στο προσκήνιο.
Μπορεί λοιπόν το 2022 να μας αποχαιρετίσει με το ευρωπαϊκό επιτόκιο στην περιοχή του 2,5% και όχι στο 2,75% και η ΕΚΤ στις 14-15 Δεκεμβρίου να ανακοινώσει πιθανότατα μια αύξηση της τάξης των 50 μονάδων βάσης, αυτό όμως δεν συνεπάγεται ότι στις επόμενες συνεδριάσεις είναι σίγουρο ότι θα αποφύγουμε αυξήσεις της τάξης των 75 μονάδων βάσης.
Άλλωστε είναι μακρύς ο δρόμος για τον έλεγχο του πληθωρισμού όπως υποστήριξαν οι επικεφαλείς δύο εκ των σημαντικότερων τραπεζών της Ευρώπης, ο πρόεδρος της Bundesbank, Joachim Nagel, και ο διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας, François Villeroy de Galhau, οι οποίοι σε πρόσφατη κοινή τους συνέντευξη δήλωσαν ότι η μάχη της ΕΚΤ με τον πληθωρισμό θα διαρκέσει έως τα τέλη του 2024 ή το 2025.
Τέλος ιδιαίτερη βαρύτητα θα πρέπει να δώσουμε στο γεγονός ότι κατά την τελευταία συνεδρίαση του χρόνου η ΕΚΤ αναμένεται να αποφασίσει τη μείωση των ομολόγων ύψους περίπου 5 τρισεκατομμυρίων ευρώ στον ισολογισμό της.
Η 9η (;) αύξηση για την ΒοΕ
Η τράπεζα της Αγγλίας τον προηγούμενο μήνα προχώρησε στην όγδοη κατά σειρά και μεγαλύτερη αύξηση επιτοκίων εδώ και 33 χρόνια, ανεβάζοντας τα επιτόκια στο 3%, ήτοι το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 14 ετών.
Θα προχωρήσει και πάλι τον Δεκέμβριο σε μια αύξηση της τάξης των 75 μονάδων βάσης;
Το πιο πιθανό είναι πως όχι, καθώς η απόφαση στη συνεδρίαση του Νοεμβρίου δεν ήταν ομόφωνη. Επτά μέλη ψήφισαν υπέρ και δύο κατά. Για την ακρίβεια το ένα μέλος ψήφισε για άνοδο 50 μονάδων βάσης και το άλλο για άνοδο 25 μονάδων βάσης.
Επιπλέον οι αξιωματούχοι της τράπεζας φρόντισαν να μετριάσουν ήδη τις προσδοκίες της αγοράς για περαιτέρω επιθετική σύσφιξη της νομισματικής της πολιτικής, προειδοποιώντας ότι αν ακολουθήσουν και στη συνέχεια μια τόσο επιθετική πορεία, θα κινδυνεύσει η αγγλική οικονομία με διετή ύφεση.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής στα πρακτικά της συνεδρίασης, «Το μέγεθος της αύξησης του Νοεμβρίου θα μειώσει τους κινδύνους μιας πιο εκτεταμένης και δαπανηρής αυστηροποίησης αργότερα». Βάση αυτής της παρατήρησης το σενάριο η ΒοΕ να είναι ελαφρώς πιο ήπια στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες.
Συμπερασματικά, στη συνεδρίαση νομισματικής πολιτικής του Δεκεμβρίου περιμένουμε και από τις τρεις Κεντρικές Τράπεζες μια ελαφρώς ηπιότερη αύξηση επιτοκίων της τάξης των 50 μονάδων βάσης. Όμως οι συνθήκες που επικρατούν στο διεθνές περιβάλλον δημιουργούν εξαιρετική αβεβαιότητα όσον αφορά την πορεία του πληθωρισμού.
Ως εκ τούτου, η ουσία δεν κρύβεται στο αν οι Κεντρικές Τράπεζες θα αυξήσουν 50 ή 75 μονάδες βάσης τα επιτόκια στις επόμενες συνεδριάσεις τους, αλλά στο πόσο μεγάλο θα είναι τελικά το τελικό επιτόκιο και πόσο μακρύς ο τρέχον κύκλος νομισματικής σύσφιξης.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά,συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.