Μεγάλο κύμα αμφισβήτησης ως προς το κατά πόσο είναι ικανός να ηγηθεί των Δημοκρατικών, έχει προκαλέσει η εικόνα που παρουσιάζει τελευταία ο Τζο Μπάιντεν, μία εικόνα που έκανε τους πολιτικούς αναλυτές να τον ανακηρύξουν ηττημένο του ντιμπέιτ.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δίνουν μεγαλύτερο προβάδισμα έως και 3% στον Ντόναλντ Τραμπ ενόψει των εκλογών της 5ης Νοεμβρίου, ωστόσο η διαφορά μεταξύ των δύο υποψηφίων βρίσκεται στα όρια του στατιστικού λάθους, με τον Τραμπ να παραμένει μπροστά.
Οι αγορές, πάντως, δεν δείχνουν να ανησυχούν ιδιαίτερα. Τουλάχιστον προς ώρας. Αφενός γιατί το έχουν… ξαναπιεί το ποτήρι αυτό (της εκλογής Τραμπ) και αφετέρου διότι έχουν αποδείξει ότι μπορούν να ασκήσουν τις κατάλληλες πιέσεις (για να το πούμε κομψά) έτσι ώστε να εφαρμοστούν οι πολιτικές που επιθυμούν, είτε βρίσκεται ο Τραμπ είτε οποιοσδήποτε άλλος στην εξουσία.
Βέβαια, θα έλεγε κανείς πως αυτό δεν ισχύει για το χρέος, καθώς η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου συνεχίζει να τυπώνει χρήμα σαν να μην υπάρχει αύριο εδώ και περίπου 15 χρόνια, εκτινάσσοντας το δημόσιο χρέος στα 35 τρισ. δολάρια.
Από τις 27 Ιουνίου, που πραγματοποιήθηκε το ντιμπέιτ, έως σήμερα, ο S&P 500 σημείωσε πτώση μόνο την επομένη της αναμέτρησης και έκτοτε τρέχει ένα ανοδικό σερί 6 ημερών με συνολικά κέρδη περίπου 2%. Αποδεικνύεται ότι οι αγορές εστιάζουν στην παρούσα φάση και πριν την τελική ευθεία των προεδρικών εκλογών, στα στοιχεία για τον πληθωρισμό και την απασχόληση, μέσω των οποίων θα έρθουν οι πολυπόθητες μειώσεις επιτοκίων από την Fed.
Σύμφωνα με την Capital Economics, η αντίδραση των επενδυτών στο προβάδισμα του Τραμπ θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερη διότι ορισμένες προεκλογικές θέσεις του θα μπορούσαν, στην περίπτωση που υλοποιηθούν, να έχουν αρνητικές συνέπειες για τις αγορές.
Οι αγορές, λοιπόν, τηρούν στάση αναμονής και θα δείξουν τις προθέσεις τους όταν έρθει η ώρα. Παραδοσιακά, η μεταβλητότητα στα χρηματιστήρια και στις αγορές ομολόγων ενισχύεται σημαντικά όσο πλησιάζουμε προς τις κάλπες. Για του λόγου το αληθές, η καμπύλη του δείκτη μεταβλητότητας VIX για τα futures, εμφανίζει μία έντονα ανοδική τάση για τα συμβόλαια που λήγουν πιο κοντά στην ημερομηνία των εκλογών.
Γενικότερα, οι συγκλίνουσες εκτιμήσεις των αναλυτών αναφέρουν ότι μία δεύτερη θητεία Τραμπ θα έχει ως αποτέλεσμα να ασκηθούν ανοδικές πιέσεις στο δολάριο και στις αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων, εξελίξεις που θα λειτουργήσουν ανασταλτικά σε ό,τι αφορά τη συνέχιση του ράλι που έχει οδηγήσει τη Wall Street και τους μεγαλύτερους χρηματιστηριακούς δείκτες του κόσμου σε ιστορικά υψηλά.
Την ίδια ώρα, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ καλπάζει σε νέα ιστορικά υψηλά ως προς το ΑΕΠ και αυτό οφείλεται σε πολιτικές που έχουν εφαρμόσει στο παρελθόν τόσο ο Μπάιντεν όσο και ο Τραμπ. Για παράδειγμα, ο Τραμπ ενέκρινε ένα πρόγραμμα δανεισμού ύψους 8,4 τρισ. δολαρίων σε ορίζοντα 10 ετών, ποσό που μειώνεται στα 4,8 τρισ. δολάρια αν αφαιρεθούν οι δαπάνες που σχετίζονταν με την πανδημία.
Από την πλευρά του, ο Μπάιντεν στα πρώτα τρία χρόνια και πέντε μήνες διακυβέρνησης, έχει εγκρίνει δαπάνες 10ετίας ύψους 4,3 τρισ. δολαρίων ή 2,2 τρισ. δολαρίων, αν εξαιρεθεί το American Rescue Plan. Επιπλέον, ο Τραμπ ενέκρινε 8,8 τρισ. δολάρια νέου καθαρού δανεισμού και 443 δισ. δολάρια μείωση του ελλείμματος κατά την πρώτη θητεία του, ενώ μέχρι στιγμής ο Μπάιντεν έχει εγκρίνει 6,2 τρισ. δολάρια νέου καθαρού δανεισμού και 1,9 τρισ. δολάρια μείωση του ελλείμματος.
Ακόμη και αν ο Μπάιντεν τελικά αποσυρθεί από την προεκλογική κούρσα, οι διαφορές στο πρόγραμμα των Δημοκρατικών θα είναι πολύ περιορισμένες, τόσο που οι αγορές θεωρούν αμελητέα για το πολιτικό outlook των ΗΠΑ, την αλλαγή υποψηφίου. Επίσης, παραμένει ασαφές αν πιθανή παραίτηση του Μπάιντεν θα λειτουργήσει θετικά για τους Δημοκρατικούς ή θα μεγαλώσει τη διαφορά για τον Τραμπ.
Όσο για τα διαδικαστικά, οι Δημοκρατικοί θα πρέπει να εκλέξου νέο υποψήφιο έως το συνέδριο στα τέλη Αυγούστου, όπου και ανακοινώνεται επισήμως η υποψηφιότητα του κόμματος. Λαμβάνοντας όλα αυτά υπόψη, οι αγορές ξέρουν ότι απομένουν τέσσερις μήνες για τις εκλογές και σε αυτό το διάστημα πολλά μπορούν να αλλάξουν.
Γι’ αυτό αποκλείεται να αντιδράσουν υπερβολικά πριν φτάσουμε στην τελική ευθεία. Όμως, επειδή υπάρχει και το παράδειγμα της Γαλλίας και σε κάθε περίπτωση θέλουν να είναι προετοιμασμένοι, πολλοί επενδυτές έχουν ήδη αρχίσει να ρωτούν για τις επιλογές τους στην περίπτωση που ο Τραμπ μετακομίσει για δεύτερη φορά στον Λευκό Οίκο.