Οι κακές επιδόσεις των αμερικανικών χρηματιστηριακών αγορών δεν «ήταν στο πρόγραμμα» για τους περισσότερους στρατηγικούς αναλυτές των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών της Wall Street. Σε αντίθεση με ό,τι είχε γίνει στο τέλος του 2023, όταν οι περισσότεροι από αυτούς ήταν πολύ επιφυλακτικοί σχετικά με την πορεία των βασικών αμερικανικών χρηματιστηριακών δεικτών για το 2024, στο τέλος του 2024 σχεδόν όλοι ήταν σίγουροι πως το 2025 θα έδινε πολύ καλά κέρδη.
Φυσικά, βρισκόμαστε ακόμα στο πρώτο τρίμηνο της χρονιάς και κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει την πιθανότητα να επαληθευθούν αυτές οι προβλέψεις. Προς το παρόν, αυτό που βλέπουμε είναι η μείωση των εκτιμήσεων πολλών από αυτούς, καθώς τα πράγματα δεν έχουν εξελιχθεί καθόλου καλά μέχρι τώρα. Είχαμε πολύ καιρό να δούμε τις αμερικανικές χρηματιστηριακές αγορές να μένουν πίσω από όλες σχεδόν τις υπόλοιπες παγκόσμιες αγορές και είχαμε σχεδόν πιστέψει πως αυτό δεν θα ξαναγίνει ποτέ.
Αυτή τη στιγμή όμως η πιο μεγάλη χρηματιστηριακή αγορά στον κόσμο δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση της συνεχούς οικονομικής και γεωπολιτικής αβεβαιότητας και στην επιθετική εμπορική και αμυντική πολιτική που κοντεύει να φέρει τις ΗΠΑ σε αντιπαράθεση με όλες τις μέχρι τώρα συμμαχικές χώρες. Σε συνδυασμό με το γεγονός πως οι αμερικανικές μετοχές ήταν αρκετά αισιόδοξα αποτιμημένες, αυτή η δυσκολία έχει ως αποτέλεσμα την κακή πορεία των αγορών, η οποία είναι πολύ δύσκολο να προβλέψουμε πότε θα σταματήσει.
Την ίδια στιγμή που οι αμερικανικές αγορές ταλαιπωρούνται, δεν συμβαίνει το ίδιο στις υπόλοιπες διεθνείς και αυτό μας δημιουργεί την εύλογη εντύπωση πως επενδυτές με πολλά κεφάλαια προσπαθούν να διαφοροποιήσουν τις επιλογές τους εν μέσω αυτής της αβεβαιότητας. Ρίχνοντας μία ματιά γύρω μας στον κόσμο, μπορούμε να κάνουμε ορισμένες υποθέσεις για το που κατευθύνονται αυτά τα κεφάλαια.
Στον κόσμο των μετοχικών αγορών είναι φανερό πως σημαντικά κεφάλαια έχουν διαλέξει την Κίνα στην προσπάθειά τους να βρουν αποδόσεις και να προστατευθούν από την αβεβαιότητα και τον καθημερινό βομβαρδισμό από ειδήσεις από τις οποίες είναι μάλλον δύσκολο να βγει ασφαλές συμπέρασμα. Για την ακρίβεια, δεν έχουν διαλέξει την Κίνα αλλά μετοχές κινεζικών επιχειρήσεων που κυρίως διαπραγματεύονται στο χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ.
Οι πιο πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις έχουν σχέση με την τεχνολογία, όπως είναι εύκολο να καταλάβουμε βλέποντας τις αποδόσεις των αντίστοιχων χρηματιστηριακών δεικτών. Κάνοντας τους υπολογισμούς μας με βάση το χθεσινό κλείσιμο, ο γενικός δείκτης του Χρηματιστηρίου του Χονγκ Κονγκ, ο δείκτης Hang Seng, σημειώνει άνοδο 20,27% από την αρχή του χρόνου και 25% από την 13η Ιανουαρίου όταν άρχισε η ανοδική κίνηση του τοπικού χρηματιστηρίου. Ο δείκτης Hang Seng Tech, στον οποίον συμμετέχουν 30 από τις πιο σημαντικές κινεζικές τεχνολογικές επιχειρήσεις, πάλι με βάση το χθεσινό του κλείσιμο, έχει ανεβεί κατά 34,14% από την αρχή της χρονιάς και 38,45% από την 13η Ιανουαρίου.
Κομβικό σημείο σε αυτή την στροφή προς τις κινεζικές τεχνολογικές μετοχές αποτέλεσαν οι ειδήσεις σχετικά με την πρόοδο των κινεζικών εταιρειών στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης. Αυτό φαίνεται πως λειτούργησε ως καταλύτης για τους διεθνείς επενδυτές οι οποίοι μέχρι τότε θεωρούσαν αυτές τις εταιρείες φθηνές αλλά δεν πίστευαν πως μπορούν να αναπτυχθούν με ισχυρούς ρυθμούς. Για να μην αδικούμε όμως και την Ευρώπη, οφείλουμε να επισημάνουμε πως μία παρόμοια στροφή έχει γίνει και προς τις ευρωπαϊκές μετοχές, με αφορμή τις ενδείξεις αφύπνισης της Γερμανίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πόλος έλξης για πολλούς επενδυτές εξακολουθεί να είναι ο χρυσός, καθώς η τιμή του είναι δίπλα στα ιστορικά του υψηλά και ελάχιστα κάτω από το επόμενο ορόσημο, αυτό των 3.000 δολαρίων/ουγγιά. Δεν χρειάζεται να ψάξουμε πολύ για να δούμε τους λόγους για τους οποίους οι επενδυτές εξακολουθούν να κατευθύνονται σε αυτό το κλασσικό ασφαλές καταφύγιο. Ο συνδυασμός γεωπολιτικής έντασης και αβεβαιότητας με την πιθανότητα πλήρους ανατροπής των ισχυόντων στο διεθνές εμπόριο είναι αρκετός για να δώσει μία πειστική εξήγηση. Αν προσθέσουμε σε αυτά τις συνεχιζόμενες αγορές χρυσού από τη μεριά πολλών κεντρικών τραπεζών και την πτωτική τάση των επιτοκίων σε αρκετές περιοχές, είναι λογικό να υποθέσουμε πως δεν πρόκειται να σταματήσει γρήγορα η ζήτηση για χρυσό.
Πέρα από τις αγορές σε χρυσό και σε μετοχές εκτός των ΗΠΑ, είναι φανερό πως η τωρινή κατάσταση έχει ευνοήσει και τα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ, όπως είναι σαφές από τη μεγάλη μείωση των αποδόσεων τους το τελευταίο διάστημα. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πολλοί επενδυτές έχουν αποφασίσει να αναζητήσουν εκεί προστασία μέχρι να ξεκαθαρίσουν λίγο τα πράγματα αλλά είναι απαραίτητο να επισημάνουμε πως η μείωση των αποδόσεων αυτών των ομολόγων έχει σχέση και με την εντεινόμενη ανησυχία για την πορεία της αμερικανικής οικονομίας.
Μία πολύ μεγάλη διεθνής επιχειρηματική συμφωνία, με καθαρές γεωπολιτικές προεκτάσεις αλλά και σαφέστατη επενδυτική λογική είναι αυτή που ανακοινώθηκε προ ημερών και αφορά τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης 43 λιμανιών ανά τον κόσμο από μία εταιρεία από το Χονγκ Κονγκ στη μεγαλύτερη εταιρεία διαχείρισης κεφαλαίων στον κόσμο, η οποία είναι αμερικανικών συμφερόντων. Μπορεί να μας απασχόλησε σε μεγάλο βαθμό λόγω των λιμανιών του Παναμά αλλά δεν παύει να είναι απόλυτα χαρακτηριστική μίας τάσης που υπάρχει εδώ και καιρό και μάλλον ενισχύεται μέσα στο ευμετάβλητο διεθνές περιβάλλον.
Η τάση αυτή είναι η αναζήτηση επενδύσεων με σταθερές αποδόσεις για μεγάλα χρονικά διαστήματα και η διαχείριση λιμένων και άλλων υποδομών ταιριάζει απόλυτα σε αυτήν. Όταν ο μεγαλύτερος διαχειριστής κεφαλαίων και οι ανταγωνιστές του κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση, είμαστε σίγουροι πως πρόκειται για μία πολύ ισχυρή τάση.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τις επενδύσεις στον τομέα της ακίνητης περιουσίας, οι οποίες φαίνεται πως ενισχύονται τώρα τελευταία, ειδικά όταν μιλάμε για ακίνητα υψηλών προδιαγραφών, prime real estate κατά τον αγγλικό όρο. Όπως και στον τομέα διαχείρισης υποδομών που μόλις αναφέραμε, έτσι και εδώ υπάρχει ήδη μία τάση η οποία γίνεται πιο αισθητή καθώς αυξάνει η διεθνής αβεβαιότητα. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του διαχειριστή κεφαλαίων John Paulson ο οποίος πούλησε ένα μέρος των ελληνικών επενδύσεών του (σε αρκετά χαμηλότερες τιμές από τις τωρινές πρέπει να πούμε) και την ίδια στιγμή επένδυσε και άλλα κεφάλαια για να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο των επενδύσεών του στο Πουέρτο Ρίκο.
Οι επενδύσεις αυτές, που έχουν κοστίσει αρκετά δισεκατομμύρια δολάρια, περιλαμβάνουν και πολλά ακίνητα υψηλής ποιότητας. Χαρακτηριστική της προτίμησης προς το prime real estate είναι και μία είδηση του Bloomberg από την προηγούμενη εβδομάδα. Σύμφωνα με το διεθνές πρακτορείο και μία έρευνα της βρετανικής εταιρείας Knight Frank, η οποία ασχολείται με τις επενδύσεις ακίνητης περιουσίας, σχεδόν τα μισά family offices ανά τον κόσμο σκοπεύουν να αυξήσουν το ύψος των επενδύσεών τους στην ακίνητη περιουσία.
Συγκεκριμένα, το 44% από αυτά τα family offices, τα οποία στην ουσία διαχειρίζονται τις περιουσίες εξαιρετικά εύπορων οικογενειών (κατά μέσο όρο αξίας 560 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ το καθένα), σκοπεύουν να επενδύσουν περισσότερα χρήματα σε αγορές ακινήτων, με έμφαση σε ποιοτικά ακίνητα γραφείων και πολυτελείς κατοικίες.
Δεν είναι εύκολο να προβλέψουμε πότε θα μειωθεί η αβεβαιότητα γύρω από την αμερικανική οικονομική και εξωτερική πολιτική και πότε θα αποφασίσουν να επιστρέψουν δυναμικά οι Αμερικανοί και διεθνείς επενδυτές που αυτή την περίοδο αναζητούν πιο ασφαλείς επιλογές έξω από τις ΗΠΑ. Αυτό μπορεί να αργήσει αρκετούς μήνες, μπορεί όμως και να γίνει και πολύ σύντομα. Αυτό για το οποίο είμαστε σχεδόν σίγουροι είναι πως τα κεφάλαια που έχουν βρει αλλού καταφύγιο δεν πρόκειται να επιστρέψουν μέσα σε ένα βράδυ στις ΗΠΑ.