Τις τελευταίες μέρες μάθαμε από τον διεθνή Τύπο για την απόφαση της μεγαλύτερης αμερικανικής τράπεζας, της JPMorgan Chase, να μειώσει κατά πολύ την χρηματοδότηση ενός πολύ σημαντικού κλάδου της κινεζικής οικονομίας, αυτού της εμπορίας μετάλλων. Ρεπορτάζ του Reuters την Παρασκευή που μας πέρασε ανέφερε πως η τράπεζα έχει ήδη ενημερώσει την κινεζική Tsingshan, η οποία είναι μία από τις μεγαλύτερες παραγωγούς και εμπόρους νικελίου στον κόσμο, πως μέχρι το τέλος του χρόνου θα περιορίσει σημαντικά την χρηματοδότησή της προς αυτήν.
Δεδομένου του ότι η Tsingshan ήταν η μεγάλη πρωταγωνίστρια της εξωφρενικής ιστορίας που συγκλόνισε το χρηματιστήριο μετάλλων του Λονδίνου τον περασμένο Μάρτιο, όταν η τιμή του νικελίου υπερτριπλασιάστηκε μέσα σε δύο ημέρες (Η εκτόξευση του νικελίου, ο big long και ο big short | Liberal.gr), θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως η κίνηση της JPMorgan είχε σχέση με αυτό το επεισόδιο, καθώς οι εξαιρετικά ριψοκίνδυνες χρηματιστηριακές κινήσεις της Tsingshan παραλίγο να κοστίσουν στην JPMorgan κάποιες εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια. Τα πράγματα όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Στο άρθρο του Reuters αναφέρεται πως η αμερικανική τράπεζα έχει αποφασίσει να μειώσει γενικά την έκθεσή της στον τομέα της εμπορίας μετάλλων και ειδικά στην Κίνα που κυριαρχεί στην παγκόσμια αγορά μετάλλων.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από το Bloomberg, το οποίο μετέδωσε την ίδια μέρα μία άλλη σχετική είδηση. Σύμφωνα με αυτήν, η αμερικανική τράπεζα, όπως και η ICBC Standard Bank, τράπεζας με έδρα το Λονδίνο που έχει στενούς δεσμούς με την Κίνα, έχουν ήδη μειώσει την χρηματοδότηση προς τις μεγάλες κινεζικές εταιρείες εμπορίας χαλκού. Το σχετικό άρθρο του Bloomberg αναφέρει πως τουλάχιστον τρεις εταιρείες εμπορίας μετάλλων έχουν δει την χρηματοδότησή τους να περικόπτεται τις τελευταίες εβδομάδες, με αφορμή τα μεγάλα προβλήματα ρευστότητας της Maike Metals International. Σε ξεχωριστό άρθρο του αμερικανικού πρακτορείου, προχθές Σάββατο, είδαμε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τα προβλήματα αυτής της εταιρείας, η οποία κατέχει περίπου το 25% της αγοράς εμπορίας χαλκού στην Κίνα.
Η Maike, την οποία ίδρυσε πριν σχεδόν 30 χρόνια ο He Jinbi στην πόλη του Xi’an και γιγαντώθηκε παράλληλα με την αλματώδη ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας και ιδίως την τεράστια αύξηση της δραστηριότητας στον τομέα των ακινήτων, φαίνεται πως δέχθηκε ισχυρά πλήγματα από την σημαντική πτώση της οικοδομικής δραστηριότητας σαν συνέπεια της πολιτικής του προέδρου Xi Jinping για την μείωση του επιπέδου δανεισμού των κατασκευαστικών εταιρειών και της πολύ αυστηρής εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων κατά της ανάπτυξης του Covid – 19. Η JPMorgan Chase δεν είναι η μόνη δυτική τράπεζα που νοιώθει άσχημα για τις εξελίξεις στην κινεζική οικονομία και μειώνει την έκθεσή της.
Μιλώντας για τα προβλήματα του τομέα της ακίνητης περιουσίας και των κατασκευαστών κτιρίων δεν μπορούμε να ξεχάσουμε την υπόθεση της υπό πτώχευση Evergrande και άλλων πολλών εταιρειών του κλάδου. Η αδυναμία της να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους δανειστές της, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονται και πολλές ξένες επενδυτικές τράπεζες και αρκετοί επενδυτές, ιδιώτες και θεσμικοί έχει μειώσει κατά πολύ την όρεξη για επενδύσεις στην Κίνα.
Την διάθεση των δυτικών επενδυτών έχει χαλάσει πολύ και η μεγάλη επίθεση της ηγεσίας, με προσωπική απόφαση και καθοδήγηση του προέδρου Xi Jinping, στις τεχνολογικές εταιρείες της χώρας. Αυτή η επίθεση, η οποία έγινε αντιληπτή στην Δύση πριν σχεδόν δύο χρόνια, όταν ματαιώθηκε απότομα η δημόσια εγγραφή της Ant Financial, εταιρείας συνδεδεμένης με τον γίγαντα του ηλεκτρονικού εμπορίου Alibaba, είναι ακόμα σε εξέλιξη παρά τις κατά καιρούς καθησυχαστικές δηλώσεις μελών της κυβέρνησης, κυρίως του πρωθυπουργού Li Keqiang.
Στο στόχαστρο έχουν βρεθεί και άλλες επιχειρήσεις, στον χώρο της τεχνολογίας αλλά και σε άλλους τομείς, όπως σε αυτόν της ιδιωτικής εκπαίδευσης (κυρίως εξ αποστάσεως), της διανομής έτοιμων γευμάτων, των υπηρεσιών μίσθωσης οχημάτων μέσω διαδικτύου και όχι μόνο.
Άλλο ένα σημαντικό ζήτημα που απασχολεί τις επιχειρήσεις από την Δύση που δραστηριοποιούνται στην Κίνα είναι η δυσκολία συνεννόησης με τους τοπικούς εταίρους μεγάλων δυτικών βιομηχανικών επιχειρήσεων. Πρόσφατο είναι το παράδειγμα της μεγάλης αυτοκινητοβιομηχανίας Stellantis, η οποία αποφάσισε να εγκαταλείψει την Κίνα αφού δεν κατάφερε να ελέγξει την εταιρεία που είχε συστήσει εδώ και χρόνια με εταίρο μία τοπική εταιρεία.
Κάτι αντίστοιχο δεν χρειάστηκε να κάνει η BMW, η οποία είχε προλάβει να αποκτήσει το 75% του δικού της joint venture και έτσι δεν επηρεάστηκε πολύ από τις αποκαλύψεις για οικονομικές ατασθαλίες στην Brilliance, τον κινέζο συνεταίρο της. Το πρόβλημα με αυτούς τους συνεταίρους είναι οι στενές σχέσεις τους με τις τοπικές κυβερνήσεις και τον γενικότερο δημόσιο τομέα, σχέσεις που πολύ συχνά κρύβουν δυσάρεστες εκπλήξεις. Και βέβαια, πολλές φορές διευκολύνουν την προσπάθεια υποκλοπής τεχνολογικών μυστικών.
Άλλος επιβαρυντικός παράγων είναι η αργοπορία στην διευθέτηση των υποθέσεων χρεωκοπίας των κινεζικών εταιρειών. Ο πολύ αργός ρυθμός με τον οποίον προχωρούν οι υποθέσεις της Evergrande, της Kaisa και άλλων επιχειρήσεων του οικοδομικού κλάδου που είτε έχουν περιέλθει σε κατάσταση πτώχευσης είτε βρίσκονται σε διαδικασία αναδιάρθρωσης του δανεισμού τους, κάνει οποιονδήποτε επενδυτή εκτός Κίνας να είναι εξαιρετικά επιφυλακτικός και φέρνει στο νου μας την απαίτηση των αμερικανικών χρηματιστηριακών εποπτικών αρχών.
Όπως ξέρουμε, οι αμερικανικές αρχές απαιτούν από όσες κινεζικές εταιρείες είναι εισηγμένες στο αμερικανικό χρηματιστήριο να δίνουν στους εξωτερικούς ελεγκτές τους πρόσβαση παρόμοιου βάθους και λεπτομέρειας με αυτήν που δίνουν οι αμερικανικές εταιρείες. Κάποιοι ίσως πουν πως αυτή η απαίτηση των αμερικανικών αρχών έχει άμεση σχέση με τις διαρκώς επιδεινούμενες σχέσεις μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων της εποχής μας και είναι πιθανόν να έχουν δίκιο σε έναν βαθμό.
Ανεξάρτητα από τα κίνητρα των αμερικανικών εποπτικών αρχών, η πορεία των σχέσεων ΗΠΑ – Κίνας είναι κάτι που απασχολεί πολλές μεγάλες επιχειρήσεις. Μόλις πριν λίγες μέρες είδαμε πως ένας σημαντικός αριθμός αμερικανικών εταιρειών έχει αρχίσει να μειώνει τον βαθμό εξάρτησής της από την Κίνα όσον αφορά στις μεταποιητικές δραστηριότητές τους (Η φυγή των αμερικανικών εταιρειών από την Κίνα | Liberal Markets).
Όπως είχαμε δει τότε, σημαντικό ρόλο σε αυτή την απόφασή τους φαίνεται να έχει παίξει και το γενικότερο οικονομικό περιβάλλον εντός Κίνας, όχι μόνο οι σχέσεις με τις ΗΠΑ. Η επιβράδυνση της οικονομίας και η μεγάλη αναταραχή που έχουν προκαλέσει τα πολύ αυστηρά περιοριστικά μέτρα για την αποφυγή εξάπλωσης της πανδημίας έχουν προβληματίσει πολύ όλες τις μεγάλες παγκόσμιες επιχειρήσεις και έχουν δυσκολέψει πολύ την δραστηριότητά τους, όχι μόνο μέσα στην Κίνα αλλά και σε όλο τον κόσμο.
Καθώς και η επιβράδυνση της οικονομίας και τα μέτρα περιορισμού της εξάπλωσης του Covid – 19 είναι σε μεγάλο βαθμό αποτελέσματα πολιτικών αποφάσεων, το επερχόμενο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας ίσως δώσει στους ξένους επενδυτές και στις ξένες επιχειρήσεις ένα σαφές μήνυμα σχετικά με το κατά πόσο μπορούν να ελπίζουν σε κάποια αλλαγή. Το φετινό συνέδριο, το οποίο θα ξεκινήσει στις 16 Οκτωβρίου, μάλλον θα σημαδευτεί από την επανεκλογή του προέδρου Xi Jinping, ο οποίος εκτός απροόπτου θα παραμείνει ο τιμονιέρης της χώρας μέχρι το 2027.
Σύμφωνα με την άποψη αρθρογράφου του Reuters, με δεδομένη την επανεκλογή του προέδρου, οι επενδυτές και οι επιχειρήσεις θα είναι καλό να μην ελπίζουν σε αλλαγή της στάσης της ηγεσίας. Όπως επισημαίνει ο αρθρογράφος, το πιθανότερο είναι πως δεν θα σταματήσει η επίθεση εναντίον των μεγάλων επιχειρήσεων, δεν θα σταματήσει η πολιτική αποθάρρυνσης του υπερβολικού δανεισμού και δεν θα σταματήσουν τα περιοριστικά μέτρα μέχρι να εξαφανιστεί πλήρως η πανδημία.
Αν η εκτίμηση αυτή επαληθευθεί, το πιθανότερο είναι πως η σταδιακή αποχώρηση των επενδυτών και των επιχειρήσεων από την Κίνα θα συνεχιστεί και μάλλον θα επιταχυνθεί μόλις επιβεβαιωθεί η επανεκλογή του προέδρου. Και βέβαια, καλό είναι να μην ξεχνάμε πως κάθε τρεις και λίγο ο αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν δίνει και μία νέα αφορμή στις αμερικανικές εταιρείες να μειώσουν την έκθεσή τους στην πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου.