Οι διαχειριστές των hedge funds φημίζονται για την ικανότητά τους να αντιμετωπίζουν με επιτυχία τις δύσκολες καταστάσεις στις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές. Ή τουλάχιστον έχουν πείσει τους πελάτες τους πως διαθέτουν τέτοιες ικανότητες. Ομολογουμένως, το πρώτο μισό του 2023 ήταν για τις παγκόσμιες μετοχικές αγορές πολύ καλύτερο απ’ ότι περίμενε μεγάλο μέρος των χρηματιστηριακών αναλυτών και του οικονομικού Τύπου.
Οι μεγάλοι χρηματιστηριακοί δείκτες στις ΗΠΑ, τη Δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία έδωσαν μεγάλες αποδόσεις μέχρι το τέλος του Ιουνίου διαψεύδοντας όσους είχαν προβλέψει τη σημαντική τους πτώση. Εδώ δεν πρέπει να ξεχάσουμε τη συμβολή που είχε στην καλή πορεία των αγορών ο επενδυτικός ενθουσιασμός για τις προοπτικές του κλάδου της τεχνητής νοημοσύνης που ανέβασε πάρα πολύ τις βασικές τεχνολογικές μετοχές των μεγάλων χρηματιστηριακών δεικτών.
Σε γενικές γραμμές, το καλό κλίμα κράτησε και τον Ιούλιο, από εκεί και μετά όμως τα πράγματα έχουν αρχίσει και δυσκολεύουν, με τους περισσότερους δείκτες να αδυνατούν να πετύχουν αξιόλογη άνοδο και πολλές φορές να σημειώνουν πτώση.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, είναι οπωσδήποτε ενδιαφέρον να δούμε πως κινούνται οι διαχειριστές αυτών των hedge funds, όσο είναι δυνατόν βέβαια μέσα από τα ρεπορτάζ του διεθνούς οικονομικού Τύπου. Ένα ρεπορτάζ του Bloomberg από προχθές Δευτέρα ήταν αρκετά διαφωτιστικό, καθώς δίνει μια αρκετά σαφή γενική εικόνα.
Από τα στοιχεία που συνέλεξαν οι δημοσιογράφοι του διεθνούς πρακτορείου φαίνεται καθαρά πως εδώ και μερικές εβδομάδες οι διαχειριστές αυτών των κεφαλαίων προσπαθούν να μειώσουν το ρίσκο της κατοχής μετοχών, είτε μειώνοντας τις θέσεις τους είτε προχωρώντας σε ανοικτές πωλήσεις (short selling ή σορτάρισμα) προκειμένου να ωφεληθούν στην περίπτωση γενικής πτώσης των χρηματιστηριακών αγορών.
Στην ουσία τα hedge fund μειώνουν τη μόχλευση στα χαρτοφυλάκιά τους. Για την αποφυγή παρεξήγησης, η μόχλευση στην οποία αναφερόμαστε εδώ αναφέρεται κυρίως στην έκθεσή τους σε αγοραστικές θέσεις μετοχών και όχι κατ’ ανάγκην στη χρήση δανεισμού. Στην περίπτωσή μας λοιπόν η μόχλευση μειώνεται είτε με την πώληση μετοχών που έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους είτε με τη χρήση της τεχνικής των ανοικτών πωλήσεων μέσω της οποίας μειώνουν την έκθεσή τους στον κίνδυνο πτώσης των τιμών των μετοχών.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, την προηγούμενη εβδομάδα σημειώθηκε πολύ σημαντική μείωση αυτής της μόχλευσης. Οι πληροφορίες από το τμήμα της Goldman Sachs που εξυπηρετεί τα hedge fund (δηλαδή το prime brokerage) λένε πως η καθαρή έκθεση των hedge funds που κινούνται σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα μειώθηκε από 54,30% σε 50,10%. Όπως σημειώνουν οι συντάκτες του ρεπορτάζ, αυτή η μείωση της καθαρής έκθεσης στην αγορά μετοχών είναι η μεγαλύτερη από εβδομάδα σε εβδομάδα από την εποχή της έντονα καθοδικής αγοράς που συνόδευσε τον ερχομό της πανδημίας.
Πληροφορίες από τα αντίστοιχα τμήματα της JPMorgan Chase και της Morgan Stanley επιβεβαιώνουν σε μεγάλο βαθμό την αμυντική στάση των hedge funds. Από την JPMorgan Chase μαθαίνουμε πως αυξήθηκε η δραστηριότητα ανοικτής πώλησης μετοχών ενώ από την Morgan Stanley μαθαίνουμε πως η μείωση της καθαρής έκθεσής τους σε μετοχές ήταν η μεγαλύτερη από τον προηγούμενο Οκτώβριο.
Βασική αιτία αυτής της επιφυλακτικής στάσης είναι οι εξελίξεις στον τομέα των επιτοκίων αναφοράς της κεντρικής αμερικανικής τράπεζας, καθώς οι αγορές συνειδητοποιούν πως αυτά θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα απ’ ότι εκτιμάτο μέχρι πρότινος. Αυτό συνδυάζεται και με τις αρκετά αισιόδοξες αποτιμήσεις σε πολλούς μετοχικούς κλάδους, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί μετά τη συνεχή άνοδο προς το τέλος του Ιουλίου.
Ο Tony Pasquariello, επικεφαλής του τμήματος της Goldman Sachs που παρακολουθεί τη δραστηριότητα των hedge funds παρατήρησε σε πρόσφατο σημείωμά του πως η πτώση των τιμών προκαλεί μία σχεδόν αυτόματη αντίδραση με τους μεγάλους traders της αγοράς να επιδιώκουν μείωση του ρίσκου τους και τους μικρούς επενδυτές να μην μπαίνουν δυνατά στην αγορά. Ο ίδιος πρόσθεσε πως δεν ενθουσιάζεται από τα αναμενόμενα κέρδη των επιχειρήσεων για το υπόλοιπο του 2023 και το 2024.
Επιστρέφοντας στη συναλλακτική δραστηριότητα των hedge funds, από το ρεπορτάζ μαθαίνουμε πως, σύμφωνα με την Goldman Sachs, η καθαρή δολαριακή αξία των πωλήσεων τους την προηγούμενη εβδομάδα ήταν η υψηλότερη από τον Ιανουάριο του 2022.
Από την Morgan Stanley πληροφορούμαστε πως οι δικοί της πελάτες αύξησαν τις θέσεις πώλησης σε ακριβές τεχνολογικές μετοχές, σε μετοχές εταιρειών λιανικής πώλησης και στις μετοχές εταιρειών που έχουν ωφεληθεί από την σχέση τους (τωρινή ή μελλοντική) με τον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης. Η δραστηριότητα αυτή φαίνεται πως έχει δώσει αρκετά κέρδη σε όσους έχουν προχωρήσει σε ανοικτές πωλήσεις.
Πάλι σύμφωνα με τα στοιχεία της Goldman Sachs, ένα «καλάθι» με τις μετοχές στις οποίες έχει παρατηρηθεί το μεγαλύτερο «σορτάρισμα» έχει σημειώσει πτώση περίπου 10% μέσα στον μήνα, κάτι που σημαίνει πως ορισμένοι έχουν κερδίσει αρκετά χρήματα από αυτή τη δραστηριότητα.
Αυτό δεν σημαίνει όμως πως οι αποδόσεις των hedge funds είναι καλές αυτή την περίοδο. Από ανάλυση της JPMorgan Chase μαθαίνουμε πως οι συνολικές αποδόσεις του γκρουπ για τον Σεπτέμβριο είναι αρνητικές κατά 1,80%, κυρίως λόγω της υποχώρησης των τιμών των μετοχών που έχουν διατηρήσει στα χαρτοφυλάκιά τους. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις αποδόσεις του Αυγούστου, όταν τα χαρτοφυλάκια παρέμειναν ουσιαστικά αλώβητα παρά την πτώση της αγοράς.
Όλα αυτά βέβαια δεν σημαίνουν κατ’ ανάγκην πως οι αγορές θα πέσουν αρκετά ακόμα. Προφανώς αυτό δεν αποκλείεται να γίνει, γι’ αυτό άλλωστε βλέπουμε αυτή τη συναλλακτική συμπεριφορά των τόσο έμπειρων και εξειδικευμένων διαχειριστών.
Στην ουσία πρέπει να τα δούμε σαν ένα προειδοποιητικό καμπανάκι και να αναρωτηθούμε αν το επίπεδο κινδύνου της τωρινής μας έκθεσης στις μετοχικές αγορές είναι το ενδεικνυόμενο για τις συνθήκες που επικρατούν στα διεθνή χρηματιστήρια. Ας μην ξεχνάμε μία από τις βασικότερες επενδυτικές αρχές: αυτή που λέει πως η έκθεσή μας στις αγορές πρέπει να είναι τέτοια που να μας δίνει τη δυνατότητα να κοιμόμαστε ήσυχοι.