Το παγκόσμιο sell-off στην αγορά ομολόγων που «μόλυνε» χθες και την Ευρώπη, μετά τη δεδηλωμένη πρόθεση της ΕΚΤ να προχωρήσει ταχύτερα σε σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, μας εισάγει σε μια νέα πραγματικότητα και ταυτόχρονα στέλνει ηχηρά μηνύματα προς την ελληνική οικονομία και την επενδυτική κοινότητα.
Στο επίκεντρο των ευρωπαϊκών ανησυχιών βρίσκονται τα ελληνικά ομόλογα γιατί είναι τα πιο ευάλωτα. Για μία ακόμη φορά, οι ελληνικοί τίτλοι λειτουργούν ως σημείο αναφοράς, στο αντίθετο άκρο από τα γερμανικά ομόλογα. Οι γερμανικοί τίτλοι παίζουν το ρόλο των τίτλων αναφοράς για τη σταθερότητα και οι ελληνικοί για τη μεταβλητότητα, καθώς είναι οι μοναδικοί στην Ευρωζώνη που έχουν χαμηλότερη αξιολόγηση από την επενδυτική βαθμίδα.
Κίνδυνος για τους ελληνικούς τίτλους δεν υφίσταται, τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα, κάτι που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι μεγάλοι επενδυτικοί οίκοι όπως η Deutsche Bank και η JP Morgan συμβουλεύουν τους πελάτες τους να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα. Και αυτό γιατί η ΕΚΤ θα συνεχίσει να τα αγοράζει και μετά το τέλος του PEPP ενώ το πρόγραμμα θα είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμο να εφαρμοστεί εκ νέου σε περίπτωση ανάγκης. Επομένως, φόβος να ξεφύγουν εκτός ελέγχου οι αποδόσεις δεν υπάρχει.
Όμως, οι επιπτώσεις του sell-off για την Ελλάδα είναι αλυσιδωτές. Πρώτον, η νέα τάση μας δείχνει πως όσο γρήγορα υποχώρησαν οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων όταν αυτά μπήκαν στο έκτακτο QE Πανδημίας, άλλο τόσο γρήγορα μπορούν να πάρουν την ανιούσα σε περίπτωση νέας κρίσης. Από το 0,5% που ήταν η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου τον περασμένο Αύγουστο, ενισχύθηκε στο 1,2% στα μέσα Δεκεμβρίου και σήμερα έχει εκτιναχθεί στο 2,3%, κυρίως μετά τις δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ που άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο ταχύτερου tapering. Η επικεφαλής της ΕΚΤ προσπάθησε προχθές να τα μαζέψει, δηλώνοντας ότι σε κάθε περίπτωση η σύσφιξη θα είναι σταδιακή και η απόδοση υποχώρησε στο 2,29%, όμως και πάλι έχουμε να κάνουμε με σοβαρή επιδείνωση του κλίματος.
Με τη σειρά της, η ταχύτατη άνοδος των αποδόσεων έχει ως αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό του κόστους δανεισμού για το ελληνικό δημόσιο σε λιγότερο από ένα χρόνο. Από επιτόκιο περίπου 0,9% που πλήρωνε η χώρα μας μέσα στο 2021 για να δανειστεί για 10 χρόνια, έφτασε να πληρώσει 1,8% τον περασμένο μήνα και τώρα θα πλήρωνε κοντά στο 2,5% αν έβγαινε στις αγορές. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τη στρατηγική χρηματοδότησης του ΟΔΔΗΧ, θα αντληθούν συνολικά από τις αγορές 12 δισ. ευρώ φέτος και έχουν αντληθεί ήδη 3 δισ. ευρώ.
Επειδή, λοιπόν, η χώρα εισέρχεται σιγά - σιγά σε προεκλογικό κλίμα και ακούγονται πολλές φωνές για ελαφρύνσεις, ενώ την ίδια ώρα, οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες έχουν ανάγκη από οικονομική βοήθεια για να περάσουν πιο ομαλά την ενεργειακή κρίση, είναι σημαντικό να υπάρχει μια ξεκάθαρη εικόνα για τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο και τα περιθώρια για παροχές. Για πόσους μήνες ακόμη μπορεί να καλύπτει μέρος της αύξησης των τιμών του ρεύματος; Υπάρχουν περιθώρια για μειώσεις φόρων που ακούγονται, όπως μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα, που θα έδιναν ανάσα στα νοικοκυριά;
Διότι αν δεν υπήρχε λεφτόδεντρο όταν τα επιτόκια ήταν σχεδόν μηδενικά και οι δημοσιονομικοί κανόνες είχαν ανασταλεί, σήμερα η ανάγκη δημοσιονομικής σύνεσης είναι ακόμη μεγαλύτερη, αφού στην περίπτωση που δεν αλλάξουν οι δημοσιονομικοί κανόνες, το ελληνικό δημόσιο θα πρέπει να επιστρέψει σε πλεονάσματα από το 2023.
Η χώρα μας κατάφερε να καλύψει μεγάλο μέρος των αναγκών που προέκυψαν εξαιτίας της πανδημίας γιατί είχε τις πλάτες της ΕΚΤ, η οποία «σκούπιζε» τα ομόλογα από την αγορά με το εκδίδονταν. Με τα επιτόκια κοντά στο μηδέν και την περισσότερη ρευστότητα που έχει δει ποτέ ο πλανήτης να κατακλύζει τις αγορές, όλα ήταν πιο εύκολα.
Στο εξής, μπαίνουμε σε μία περίοδο που ενώ το Ταμείο Ανάκαμψης επιτρέπει αισιοδοξία για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ο πληθωρισμός απειλεί την ομαλή ανάκαμψη της οικονομίας και ροκανίζει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Η Λαγκάρντ συνεχίζει να υποστηρίζει ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει πριν… μονιμοποιηθεί σε υψηλά επίπεδα, όμως αφενός ο χειμώνας δεν έχει τελειώσει και αφετέρου η Goldman Sachs προβλέπει ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη (άρα και στην Ελλάδα που δείχνει να είναι ελαφρώς υψηλότερος) θα κορυφωθεί στο 6% την άνοιξη, ενώ ο πληθωρισμός εξαιρουμένης της ενέργειας θα διατηρηθεί όλο το 2022 πάνω από το 2%.
Η εξίσωση είναι δύσκολη και μαγική λύση δεν υπάρχει, ούτε φυσικά και λεφτόδεντρο.