Σκηνές απείρου κάλους εκτυλίσσονται από σήμερα το πρωί στο Χρηματιστήριο Αθηνών, με τη μετοχή της Τράπεζας Αττικής να είναι η μεγάλη πρωταγωνίστρια και τις χρηματιστηριακές αρχές να βρίσκονται εκτεθειμένες.
Η μετοχή διαπραγματεύεται από σήμερα χωρίς το δικαίωμα στη μεγάλη αύξηση κεφαλαίου των 245 εκατ. ευρώ (σχεδόν 49 νέες μετοχές για κάθε παλιά, με τιμή διάθεσης τα 20 λεπτά), και η τιμή εκκίνησης έχει καθοριστεί (σύμφωνα με την ανακοίνωση του Χ.Α.) στα 0,2740, με το πάνω όριο διακύμανσης να βρίσκεται στα 5,13 ευρώ και το κάτω όριο στο 0,1918 ευρώ. Αυτή τη στιγμή η τράπεζα εμφανίζεται να ανεβαίνει 500% με κεφαλαιοποίηση 2 δισ. ευρώ!
Για λόγους που μας… διαφεύγουν, ορισμένοι θεώρησαν σωστό να αγοράσουν στην εκκίνηση των συναλλαγών, την μετοχή στα 2,5 ευρώ, δηλαδή 812% πάνω από την τιμή εκκίνησης.
Ο όγκος συναλλαγών ήταν βέβαια αστείος, αλλά η τιμή καταγράφηκε στα συστήματα του χρηματιστηρίου και στάθηκε αφορμή για την εκτόξευση του δείκτη FTSEM/μέσης κεφαλαιοποίησης στις 1.731,29 μονάδες, 14,74% πάνω από το κλείσιμο της Παρασκευής.
Εκτός όμως από τον δείκτη της μέσης κεφαλαιοποίησης, φαίνεται πως επέδρασε (και επιδρά ακόμα), και στην τιμή του Γενικού δείκτη, ο οποίος την στιγμή της εκτόξευσης της τιμής της Τράπεζας έφθασε στο 923,27, σημειώνοντας άνοδο 0,90% από το κλείσιμο της Παρασκευής.
Αυτή τη στιγμή, η μετοχή της Τράπεζας εξακολουθεί να σημειώνει σημαντικότατη άνοδο, αφού βρίσκεται στα 1,64 ευρώ, περίπου 500% πάνω από την τιμή εκκίνησης.
Ο δε δείκτης FTSEM είναι στις 1.594,69 μονάδες και σημειώνει άνοδο 5,68%.
Χωρίς να μπορούμε να υπολογίσουμε με ακρίβεια, αν η μετοχή της Τράπεζας Αττικής ήταν αυτή την στιγμή αμετάβλητη, ο δείκτης FTSEM θα ήταν κοντά στο κλείσιμο της Παρασκευής, ίσως και κάτω από αυτό, αφού οι μισές μετοχές του σημειώνουν μικρή άνοδο και οι άλλες μισές μικρή πτώση.
Με δεδομένο πως ο όγκος συναλλαγών της μετοχής της ΑΤΤ μετά βίας φθάνει τις 5.000 τεμάχια και η αξία αυτών των συναλλαγών δεν υπερβαίνει τις 5.000 ευρώ, είναι φανερό πως εδώ λαμβάνει χώρα κάποιου τύπου στρέβλωση, με αφορμή την οποία ίσως να πρέπει να επανεξετάσουμε τον τρόπο υπολογισμού της τιμής των χρηματιστηριακών δεικτών.
Σπύρος Αλεξόπουλος