Τα πονταρίσματα για την Wall Street: Μπορεί να δώσει «δυνατή» άνοδο για τρίτη σερί χρονιά;
Shutterstock
Shutterstock

Τα πονταρίσματα για την Wall Street: Μπορεί να δώσει «δυνατή» άνοδο για τρίτη σερί χρονιά;

Το 2025 πλησιάζει και το ερώτημα στους επενδυτικούς κύκλους είναι αν η αμερικανική χρηματιστηριακή αγορά μπορεί να δώσει δυνατά κέρδη για τρίτη συνεχή χρονιά, καθώς φαίνεται επισφαλώς ακριβή.

Ο δείκτης αναφοράς σκαρφάλωσε 28% φέτος και εκτός απροόπτου θα κλείσει το 2024, με διαδοχικά ετήσια κέρδη άνω του 20%, για πρώτη φορά μετά το τετραετές ανοδικό σερί που έληξε το 1998.

Οι strategist σε μερικές από τις μεγάλες επενδυτικές τράπεζες προβλέπουν μικρότερα κέρδη τη νέα χρονιά. Η JPMorgan, η Morgan Stanley και η Goldman Sachs, βλέπουν τον S&P 500 στις 6.500 μονάδες μέχρι το τέλος του 2025, περίπου 6,7% υψηλότερα από το κλείσιμο της Παρασκευής στις 6.090 μβ.

Άλλες επενδυτικές τράπεζες είναι περισσότερο «ταύροι». Πρόσφατα η Barclays, ανέβασε τον στόχο της στις 6.600. Η Bank of America και η Deutsche Bank βλέπουν τον δείκτη αναφοράς στις 6.600 και 7.000 μονάδες αντίστοιχα.

Ενώ οι αναλυτές, σε γενικές γραμμές, συμφωνούν ότι οι πολιτικές του Τραμπ, θα τονώσουν τη χρηματιστηριακή αγορά, μερικοί διερωτώνται πόσο περισσότερο μπορεί να ανέβουν οι μετοχές.

Το αδιάκοπο ράλι της Wall Street, δεν δείχνει να ασθμαίνει, καθώς πλησιάζει το τέλος της χρονιάς, παρόλο που οι υψηλές αποτιμήσεις προκαλούν ανησυχίες για μια διόρθωση που έχει ήδη αργήσει.

Χαρακτηριστικό της κούρσας της Wall Street, τα δύο τελευταία χρόνια, ήταν η ορμητικότητά της. Ο S&P500 έχει διανύσει 13 μήνες χωρίς να διορθώσει τουλάχιστον 10% από την κορυφή του. Πρόκειται για το μακρύτερο διάστημα της τελευταίας τριετίας.

Σύμφωνα με στοιχεία της BofA Global Research, ιστορικά, διορθώσεις του 10% ή παραπάνω συμβαίνουν κατά μέσο όρο μια φορά ετησίως.

Ιστορικά, το να ποντάρεις κόντρα σε δυνατή ανοδική τάση της αγοράς ήταν τακτική με σημαντικό ρίσκο. Από το 1928, ο S&P500 έχει καταγράψει απανωτές ετήσιες ανόδους του 20% ή παραπάνω πέντε φορές.

Ένας από τους λόγους αισιοδοξίας καθώς πλησιάζει η νέα χρονιά; Το ότι όλο και περισσότερες μετοχές παίρνουν μέρος στην κούρσα. Η διεύρυνση αυτή της κούρσας έχει φέρει τον δείκτη μικρής κεφαλαιοποίησης Russell 2000 σε απόσταση αναπνοής από το πρώτο κλείσιμο σε υψηλό-ρεκόρ την τελευταία τριετία. Η άνοδός του το Νοέμβριο ήταν σχεδόν διπλάσια του S&P500.

H διεύρυνση της κούρσας συνήθως αποτελεί ένδειξη ότι το ράλι έχει ακόμη δρόμο να τρέξει.

Μεγάλο μέρος των κερδών στο πρώτο εξάμηνο είχαν οδηγό την ομάδα των λεγόμενων 'υπέροχων 7' μετοχών - Alphabet, Amazon, Apple, Meta Platforms, Microsoft, Nvidia και Tesla - που κέρδισαν ύψος λόγω του ενθουσιασμού με την Τεχνητή Νοημοσύνη.

Σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα, όμως, οι προσδοκίες για την πορεία των μετοχών είναι πιο συγκρατημένες από ότι για την επόμενη χρονιά.

Στη Goldman Sachs η εκτίμηση είναι ότι ο S&P500 την επόμενη δεκαετία θα σημειώσει ετήσια κέρδη μόνο 3% ενώ στη Bank of America βλέπουν ετήσια άνοδο 1%.

Μια από τις ανησυχίες που σκοτεινιάζουν τον ορίζοντα την επόμενη δεκαετία είναι η αβεβαιότητα για το αν το μπουμ της Τεχνητής Νοημοσύνης θα συνεχιστεί. Μερικοί strategists πιστεύουν ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν θα είναι τόσο μετασχηματιστική, όσο προεξοφλεί η κούρσα της χρηματιστηριακής αγοράς.

Επίσης, ένα ισχυρότερο δολάριο κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Τραμπ, μπορεί να πλήξει την αύξηση της κερδοφορίας των μεγάλων αμερικανικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται εκτός ΗΠΑ.

Αυτό σημαίνει ότι η αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, πέρα από τις 'υπέροχες 7', θα παίξει σημαντικό ρόλο για τη συνέχεια της ανοδικής πορείας της αγοράς.

Το Ρ/Ε του S&P500 είναι σήμερα 22,6 φορές τα προσδοκώμενα κέρδη του επόμενου 12μήνου, ενώ ιστορικά ο μέσος πολλαπλασιαστής ήταν 15,7 φορές.

Για τώρα, το κλίμα δεν δείχνει ανήσυχο. Ο δείκτης μεταβλητότητας VIX, το βαρόμετρο φόβου της Wall Street, έχει πέσει στις 12,7 μονάδες από το υψηλό τετραετίας, που σημείωσε στην αναταραχή του Αυγούστου.

Με βάση την ιστορία του VIX, το ήρεμο κλίμα στην αγορά θα συνεχιστεί για ένα διάστημα ακόμη. Όταν ο δείκτης κλείνει κάτω από τις 14 μονάδες, κατά μέσο όρο παίρνει 136 συνεδριάσεις για να ξαναβρεθεί πάνω από το επίπεδο των 20 μονάδων.