Το ευρώ ανήλθε χθες το πρωί έναντι του δολαρίου σε υψηλό ($1,0595) από τα τέλη Ιουνίου. Η άνοδος της ισοτιμίας ευρώ /δολάριο οφείλεται κυρίως στην προοπτική περιορισμού του επιτοκιακού πλεονεκτήματος του δολαρίου έναντι του ευρώ και σε δεύτερο λόγο στο βελτιωμένο επενδυτικό κλίμα λόγω κυρίως της προσδοκίας ότι o πρόεδρος της Κίνας Xi βλέπει περιθώριο χαλάρωσης των μέτρων για την Covid -19, καθώς η παραλλαγή Όμικρον είναι λιγότερο επικίνδυνη.(σ.σ: Προφανώς η νέα υποχώρηση του δείκτη ΡΜΙ για τον τομέα των υπηρεσιών της Κίνας στο χαμηλό 6 μηνών παίζει τον ρόλο της).
Aπό τεχνικής πλευράς η πρώτη αντίσταση είναι πέριξ του1,06- 1,0620 και είναι θέμα ημερών να δούμε αν θα τη σπάσει ή όχι- οι επόμενες αντιστάσεις είναι εμφανείς στο διάγραμμα που ακολουθεί- ενώ η πρώτη ισχυρή στήριξη βρίσκεται στα 1,0360.
Πέραν της τεχνικής εικόνας όμως, για να μπορέσει κανείς να απαντήσει στην ερώτηση πώς θα εξελιχθεί η ισοτιμία, θα πρέπει να διευρευνήσει την πιθανή εξέλιξη της κύριας δύναμης που ελέγχει την πορεία του ζεύγους, ήτοι το επιτοκιακό πλεονέκτημα του δολαρίου.
Την περασμένη εβδομάδα η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ άφησε να εννοηθεί ότι είναι έτοιμη να αφήσει το γκάζι προς το παρόν, ήτοι να μετριάσει τις τεράστιες αυξήσεις των 75 μονάδων βάσης προκειμένου να δώσει χρόνο στην οικονομία να απορροφήσει την τρέχουσα νομισματική πολιτική.
Μία αύξηση λοιπόν της τάξης των 50 μονάδων βάσης για τον Δεκέμβριο έχει πλέον τιμολογηθεί, με τα νέα την περασμένη εβδομάδα να είναι θετικά για την οικονομία και ανάμεικτα για τον πληθωρισμό.
Τα πραγματικά νούμερα οικονομικής δραστηριότητας είναι μέχρι στιγμής ισχυρά στις ΗΠΑ, και η αγορά εργασίας παραμένει εξαιρετικά δυνατή.
Οι μισθοί τον Οκτώβριο αυξήθηκαν πολύ περισσότερο από το αναμενόμενο στην προσπάθεια των εργοδοτών να καλύψουν τον πληθωρισμό, κάτι που είναι καλό μεν για τους εργαζόμενους, αλλά από την άλλη αυξάνει την προοπτική των δευτερογενών πληθωριστικών επιπτώσεων.
Μπορεί λοιπόν προς το παρόν η αγορά να πανηγυρίζει τις τελευταίες ημέρες ότι στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου η Fed θα αυξήσει τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης με τα ομόλογα να έχουν σημειώσει ισχυρό ράλι και το δολάριο να διορθώνει, όμως πρέπει να καταλάβουμε ότι σε περίπτωση που οι μετρήσεις του πληθωρισμού μετά από δύο μήνες είναι απογοητευτικές, η Fed δεν θα διστάσει να πατήσει ξανά το γκάζι των αυξήσεων επιτοκίων.
Επίσης η στήλη οφείλει να σημειώσει τις δηλώσεις του αξιωματούχου της Fed, Evan’s, όσον αφορά το τερματικό επιτόκιο, το οποίο κατά τη γνώμη του θα πρέπει να διαμορφωθεί πολύ πιο υψηλά από ότι προηγουμένως εκτιμούσε η Fed.
Η δήλωση αυτή μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, καθώς ο συγκεκριμένος αξιωματούχος είναι παραδοσιακά από τα πιο ήπια μέλη του Συμβουλίου. Το μήνυμα δε που στην ουσία μας έδωσε είναι ότι δεν θα πρέπει να συγχέουμε το τάιμ άουτ με τη λήξη του αγώνα.
Είναι μακρύς ο δρόμος για την ΕΚΤ
Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η ΕΚΤ έχει ανεβάσει το κόστος δανεισμού τους τελευταίους πέντε μήνες κατά 200 μονάδες βάσης, ενώ η επόμενη συνεδρίαση της είναι σε δύο εβδομάδες με τη Λαγκάρντ να δηλώνει σε κάθε ευκαιρία ότι είναι αποφασισμένη να επαναφέρει τον πληθωρισμό στα επίπεδα του στόχου του 2%.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον όσον αφορά τις προθέσεις της ΕΚΤ είχε η τηλεοπτική συνέντευξη στο γερμανικό κανάλι Phoenix του προέδρου της Bundesbank, Γιοακίμ Νάγκελ και του διοικητή της Τράπεζας της Γαλλίας, Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό. Αμφότεροι υπερασπίστηκαν τον ρυθμό σύσφιξης από την ΕΚΤ, τον οποίο και κρίνουν απαραίτητο προκειμένου να περιοριστεί η άνοδος των τιμών που αυτή τη στιγμή κινείται με πενταπλάσιους ρυθμούς πάνω από τον στόχο.
Πότε όμως περιμένουν οι τραπεζίτες δύο εκ των σημαντικότερων τραπεζών της Ευρώπης να επανέλθει ο πληθωρισμός πίσω στο 2%; «Έως τα τέλη του 2024 ή το 2025». Μάλιστα όπως ανέφερε ο Βιλερουά, «Αυτό δεν είναι πρόβλεψη. Είναι δέσμευση».
Τουτέστιν, οι δύο τραπεζίτες δήλωσαν με το γάντι ότι η ΕΚΤ έχει μια προτεραιότητα, τον έλεγχο των τιμών και ότι είναι μακρύς ο δρόμος που έχουμε μπροστά μας. Ως εκ τούτου, αναμένεται να ενεργοποιήσει ακόμα μια αύξηση επιτοκίων σε 14 μέρες και να ξεκινήσει τη μείωση των ομολόγων ύψους περίπου 5 τρισεκατομμυρίων ευρώ στον ισολογισμό της.
Μπορεί ακόμα να μην έχει αποφασιστεί αν η ΕΚΤ θα προχωρήσει για τρίτη συνεχόμενη φορά σε μια αύξηση κατά 75 μονάδες βάσης, καθότι αυτή η απόφαση θα ληφθεί σε συνάρτηση με τις νέες προβλέψεις για το 2023 και το 2024, όμως αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι τα κόστη δανεισμού θα αυξάνονται «για όσο χρειάζεται» όπως τόνισε και ο Βιλερουά.
Εν ολίγοις, έχει περισσότερο νόημα να επικεντρωθούμε στο τελικό ύψος των επιτοκίων και στην διάρκεια αυτού του κύκλου νομισματικής σύσφιξης και όχι στο αν οι Κεντρικές Τράπεζες θα αυξήσουν 50 ή 75 μονάδες βάσης τα επιτόκια στις επόμενες συνεδριάσεις τους.
Το επιτοκιακό πλεονέκτημα του δολαρίου λοιπόν κάποια στιγμή θα αρχίσει να ροκανίζεται και η στιγμή που το ζεύγος θα «αλλάξει πίστα» θα είναι εκείνη κατά την οποία η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ θα αρχίσει να πατά το φρένο στα επιτόκια -προσοχή, όχι απλά να σηκώσει το πόδι από το γκάζι- ενώ η ΕΚΤ θα είναι ακόμα σε φάση αύξησης των επιτοκίων.
Όσο δε οι κυβερνήσεις συνεχίζουν να διαθέτουν δισεκατομμύρια ευρώ για να θωρακίσουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά απέναντι στα αυξανόμενα κόστη, τόσο θα αποδυναμώνονται οι προσπάθειές των Κεντρικών Τραπεζιτών για μείωση του πληθωρισμού.
Αν και είναι κατανοητοί οι λόγοι που είναι ιδιαίτερα αντιδημοφιλής αυτή η άποψη, εντούτοις η προτροπή των Νάγκελ και Βιλερουά για γρήγορη επιστροφή σε πιο ισορροπημένους προϋπολογισμούς έχει έναν και μόνο στόχο. Στον έλεγχο του πληθωρισμού μέσω της μείωσης της ζήτησης, μέχρι να γίνει εφικτός ο επανέλεγχος της προσφοράς και η ολοκλήρωση του επανασχεδιασμού των εφοδιαστικών αλυσίδων.
Διαφορετικά, η στήριξη από τις κυβερνήσεις θα καταστεί πουκάμισο αδειανό, μιας και στο τέλος της ημέρας κινδυνεύουμε οι ολοένα αυξανόμενες τιμές να εκμηδενίσουν την όποια κυβερνητική στήριξη.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά,συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.